Το 1991 ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος γυρίζει την δεύτερη ταινία του μεγάλου μήκους. Το “Άντε Γειά…” βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Γιοβάννας, γνωστή τραγουδίστρια στην Ελλάδα τις δεκαετίες 1960-1970 και παράλληλα συγγραφέας και ποιήτρια. Το σενάριο συνυπογράφουν ο ίδιος ο Τσεμπερόπουλος και ο Βασίλης Αλεξάκης. Η υπόθεση φαίνεται απλή με μια πρώτη ματιά. Ο νεαρός Χρήστος (Άλκις Κούρκουλος) έρχεται στην Αθήνα μετά το τέλος των στρατιωτικών του υποχρεώσεων με όνειρο να γίνει τραγουδιστής. Γρήγορα, όμως, βλέπει πως τα όνειρά του δεν είναι τόσο εύκολα πραγματοποιήσιμα. Χωρίς πολλά δράματα, λοιπόν, πιάνει δουλειά σε ένα χασάπικο με προοπτικές εξέλιξης και επέκτασης, κερδίζει την εύνοια της οικογένειας και σύντομα μπλέκεται σε ένα ερωτικό τρίγωνο με τη μητέρα (Καίτη Παπανίκα) και την κόρη (Τάνια Τρύπη). Περιττό να αναφέρω πως φυσικά δέχεται συχνές επισκέψεις από έναν προηγούμενο δεσμό, τη Ρούλα τη κομμώτρια (Βάνα Μπάρμπα), όπως μας τη συστήνει η ταινία.
Μπορεί να ακούγεται σαν ένα ερωτικό μελόδραμα αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Η ταινία από την πρώτη στιγμή κάνει σαφές πως θα μας δείξει τη μετάβαση σε μια καινούρια εποχή και κατα πόσο τα στερεότυπα της προηγούμενης εποχής μας επηρεάζουν ή αν μπορούμε εν τέλει να τα ξεπεράσουμε εντελώς. Η Αθήνα συμβολίζει προφανώς για τον Χρήστο την πόλη των ευκαιριών, ως ένα φτωχό παιδί από την επαρχία. Δεν αναλώνεται ,όμως, σε κλισέ δακρύβρεχτες ιστορίες αντιθέτως με την πρώτη απόρριψη από τον κόσμο του τραγουδιού που βλέπουμε να εισπράττει, δεν ξέρουμε αν είχαν προηγηθεί και άλλες στο παρελθόν, αλλάζει ρότα, ζητάει, λοιπόν, δουλειά από τον ιδιοκτήτη ενός χασάπικου (Νίκος Δημητράτος) αφού πρώτα βεβαιώνεται πως έχει σχέδια επέκτασης του μαγαζιού του. Η μεταστροφή του Χρήστου, ίσως, φαίνεται αρκετά απότομη ακόμα και ο ίδιος το λέει μεσα στη ταινία “Παλιά ονειρευόμουν να γίνω τραγουδιστής, τι παλιά δηλαδή, μέχρι την προηγούμενη βδομάδα”. Όμως ίσως έτσι θέλει να μας δείξει πως ξέρει ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να γίνει πετυχημένος και ευτυχισμένος και δεν έχει χρόνο για μελοδράματα του παρελθόντος σε μία εποχή που τρέχει προς την αλλαγή.
Ο πατέρας της οικογένειας και αφεντικό του Χρήστου επίσης προσπαθεί να ακολουθήσει την εξέλιξη, αγοράζει μεγαλύτερο μαγαζί, κάνει ανοίγματα αν και φαίνεται πως δεν τα καταφέρνει τόσο καλά καθώς τον πληγώνει που τα παιδιά του δεν δείχνουν ενδιαφέρον για την επιχείρηση και αντιδράει στις αλλαγές που του προτείνουν αλλά και ο ίδιος φαίνεται πως αισθάνεται εκτός τόπου πια. Τα παιδιά είναι αποφασισμένα να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία, ο μεσαίος γιός μάλιστα αν κρίνουμε από τις αφίσες στο δωμάτιο είναι φανατικός οικολόγος, πιθανώς τα επόμενα χρόνια να γίνει και χορτοφάγος. Η μητέρα, τέλος, αν και παραμένει πιστή στο ρόλο της μητέρας και νοικοκυράς φαίνεται να το κάνει πλέον μηχανικά, στύβει τον πρωινό χυμό, προσφέρει λικέρ στον Χρήστο, παρόλα αυτά καταλαβαίνουμε πως την έχει κουράσει αυτός ο ρόλος καθώς βλέπει πως υπάρχει πλέον θέση για αυτήν και έξω από το σπίτι. Έτσι, λοιπόν, όταν το βάρος της διαχείρισης των επιχειρήσεων πέφτει πάνω της δεν διστάζει να το αναλάβει κάτι που θα οδηγήσει και στην αρχή του ειδυλλίου της με τον Χρήστο.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον κομμάτι είναι το κλειδωμένο πιάνο στο σπίτι που η μητέρα αναφέρει πως έχει χαθεί χρόνια το κλειδί καθώς κανείς δεν ξέρει να παίζει. Στην αρχή εμφανίζεται ως ένα δείγμα μικροαστισμού, γιατί να υπάρχει ένα πιάνο σε ένα σπίτι που κανείς δεν το χρησιμοποιεί αν όχι για επίδειξη πλούτου; Στην συνέχεια, όμως, φαίνεται πως είναι κάτι πολύ βαθύτερο, ίσως τα όνειρα της μητέρας που είχε κλειδώσει και τελικά ξέχασε; Ή μήπως το μυστικό που μοιράζεται με τον Χρήστο και που θα τους δένει για πάντα;
Μην παρεξηγήσετε αυτά που λέω το “‘Αντε Γειά…” είναι μια λαϊκή ταινία, αυτός είναι ο στόχος της και δεν φοβάται να το αγκαλιάσει. Μιλάει για θέματα με τα οποία ταυτίζεται το κοινό, οι πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι καθημερινοί, λαϊκοί που όλοι τους ξέρουμε. Και φυσικά η μουσική του Σπανουδάκη που θα ήταν αδύνατον να μην αναφερθεί αγκαλιάζει υπέροχα τη λαϊκότητα της και ντύνει τη ταινία με τον κατάλληλο βαθμό συγκίνησης και αισιοδοξίας, τα τραγούδια της ταινίας ερμηνεύει ο Γιάννης Πάριος.
Παράλληλα και η σκηνοθεσία υπογραμμίζει τη σύγκρουση των δύο εποχών. Ενώ η αισθητική είναι απόλυτα ’90s μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, τα πλάνα δεν είναι ακριβώς αυτό που περίμενες να δεις από μια ταινία του ’90, ξεφεύγει αρκετά από τη στατικότητα και οι ερμηνείες και αντιδράσεις των πρωταγωνιστών είναι περισσότερο εσωτερικές. Επιπλέον βοηθάει το γεγονός πως δείχνει την Αθήνα μιας εποχής που μπορεί να μην υπάρχει πια αλλά οι εικόνες είναι ακόμα οικείες για τον περισσότερο κόσμο τουλάχιστον καθώς και οι νεαροί τότε πρωταγωνιστές που πλέον είναι καταξιωμένοι ηθοποιοί. Το μέλλον, λοιπόν, δεν αργεί να γίνει παρόν, το παρόν παρελθόν και το παρελθόν νοσταλγική φαντασίωση.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, αν θέλαμε να δώσουμε μια πιο αλληγορική διάσταση στους χαρακτήρες της ταινίας θα μπορούσαμε να πούμε πως η μητέρα είναι το παρελθόν, η κόρη το μέλλον και ο Χρήστος η αλλαγή, το παρόν που πρέπει να επιλέξει. Το παρελθόν πάντα θα θυσιάζεται για το μέλλον, μπορούμε, όμως να το αφήσουμε τελείως πίσω μας ή έχει ήδη αφήσει το στίγμα του; Μήπως το μέλλον είναι πιο κυνικό και το παρελθόν πιο ρομαντικό; Ή μήπως το μέλλον είναι πιο ανοιχτόμυαλο και ελεύθερο ενώ το παρελθόν πνίγεται στον συντηρητισμό του; Πρέπει να ανοίξει ποτέ αυτό το κλειδωμένο και ξεχασμένο πιάνο στο πιάνο στο σπίτι ή κρύβει κινδύνους και πρέπει να μείνει κλειδωμένο μεν, σε περίοπτη θέση δε;