Μια Χρυσή Αρκούδα στο φετινό φεστιβάλ του Βερολίνου, ένας περίεργος τίτλος κι μια πρωτότυπη σύνοψη σχετικά με τη διέρρευση ενός προσωπικού ερωτικού βίντεο, η οποία είναι ικανή να καταστρέψει την καριέρα μιας δασκάλας είναι αρκετοί λόγοι για να πειστεί κάποιο άτομο να παρακολουθήσει τη νέα ταινία του Radu Jude, Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό. Δυστυχώς, όμως, κάθε ένα βασανιστικό λεπτό που περνά, αποδεικνύει πως το μόνο ατυχές στην προκειμένη περίπτωση είναι η ίδια η ύπαρξη της ταινίας.
Αποτελούμενη από τρία κεφάλαια και μια εισαγωγή που παρουσιάζει το ερωτικό βίντεο, η ταινία υποτίθεται ότι επικεντρώνεται στην προσπάθεια μιας δασκάλας να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται ύστερα από τη διέρρευση ενός ερωτικού βίντεο που προκάλεσε εκνευρισμό στους γονείς των μαθητών της, οι οποίοι απαιτούν με μηδενική ψυχραιμία την απόλυση της. Στην πράξη, όμως, αυτή η σύνοψη αποδεικνύεται μάλλον αποπροσανατολιστική.
Μετά την παρουσίαση του ερωτικού βίντεο με κάθε γαργαλιστική λεπτομέρεια (μακράν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της ταινίας), παιρνάμε στο πρώτο κεφάλαιο, όπου παρακολουθούμε την πρωταγωνίστρια μας (Katia Pascariu) να τριγυρνάει εκνευρισμένη στο Βουκουρέστι, συναντώντας εξίσου εκνευρισμένα και έτοιμα για τσακωμό άτομα. Φωνές, θόρυβοι αυτοκινήτων ή μηχανών και κάθε είδους διαπεραστικός ήχος συνθέτουν ένα οπτικοακουστικό, τοξικό περιβάλλον που δύσκολα θα αφήσει ανεπηρέαστο και το ίδιο το κοινό. Αν και αυτή η επιλογή είναι συνειδητή εκ μέρους του σκηνοθέτη, είναι να αναρωτιέται κανείς σε τι χρησιμεύει η επαναλαμβανόμενη φύση αυτού του πρώτου μέρους η ακατάπαυστη πεζοπορία (για τους λάτρεις τις στατιστικής, η ταινία έχει 324% περισσότερο περπάτημα απ’ όλη την τριλόγια του Άρχοντα) και των ακατανόητων πλάνων που επικεντρώνται σε διάφορες διαφημιστικές πινακίδες του Βελιγραδίου. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Αντίστοιχες απορίες δημιουργεί και το αρχικά χαριτωμένο δεύτερο μέρος, το οποίο μακριά από κάθε ίχνος κινηματογραφικής αφήγησης αποτελείται από αμέτρητες εξυπνακίστικες βινιέτες, αρχειακού υλικού ή αδιάφορα στημένων πλάνων, όπου εξηγούνται έννοιες που τάχα ρίχνουν φως στη ψυχοσύνθεση της ρουμάνικης κοινωνίας (συναρπαστική η πληροφόρηση πως η πιο αναζητημένη λέξη στο διαδίκτυο είναι η «πίπα» και η δεύτερη η ενσυναίσθηση, ουάου!).
Με την ολοκλήρωση των απανωτών βινιετών περνάμε επιτέλους στο τελευταίο και πιο ουσιώδες μέρος της ταινίας, όπου η δασκάλα ανοίγει έναν διάλογο με τους γονείς και τη διευθύντρια. Ήδη από τα πρώτα λεπτά αυτού του μέρους προκύπτει το συμπέρασμα πως αυτό αποτελεί και την καρδιά της ταινίας. Μέσα από την ανάπτυξη ενός παρανοικού «διαλόγου», μιας αδιέξοδης προσπάθειας της πρωταγωνίστριας μας να μιλήσει με λογικά επιχειρήματα σε συντηρητικούς γονείς, σεξουαλικά καταπιεσμένους και «πατριωτικά« τυφλωμένους και με τη βοήθεια χαρακτήρων που ξεπερνάνε με περηφάνεια τα όρια της καρικατούρας, υπότιθεται πως ο Jude σατιρίζει τον παραλογισμό της σύγχρονης εποχής, την αδυναμία των ανθρώπων να λάβουν μέρος σε έναν ουσιώδη διάλογο. Κι ενώ στην αρχή το εγχείρημα έχει όντως ένα ενδιαφέρον με συχνές δόσεις χιούμορ, σύντομα γίνεται εμφανές (και επιβεβαιώνεται από το –απολαυστικό είναι η αλήθεια- φινάλε φαρσοκωμωδία) πως ο σκηνοθέτης ούτε έχει πρόθεση, ούτε είναι ικανός να αντιμετωπίσει το ζήτημα με την πρέπουσα σημασία (δεν είναι και όλοι Monty Python!). Δεν ενδιαφέρεται να δώσει απαντήσεις (κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό), αλλά να προσεγγίσει εντελώς επιφανειακά ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα.
Εν τέλει τα καταφέρνει. Με λίγο μεταμοντερνισμό, μπόλικη κενότητα, αστείρευτη δηθενιά και ντύνοντας τους ηθοποιούς με μάσκες για να «πιάσει τον παλμό» της επί κορωνοιού εποχής, ο Jude καταφέρνει να βραβευτεί για μια ταινία που όπως και το ίντερνετ, το οποίο σατιρίζει συχνά πυκνά, λέει πολλά, χωρίς να λέει τίποτα, προκαλώντας τελικά έναν αχρείαστο εκνευρισμό.
Ζήτω η κουλτούρα!