Ο ήχος ίσως αποτελεί το πιο εντυπωσιακό στοιχείο σε κάθε μία από τις ταινίες του Damien Chazelle. Στα La La Land και Whiplash η μουσική πρωταγωνιστεί, ενώ στο First Man, μια θεωρητικά τυπική διαδικασία, όπως εκείνη της απογείωσης, μετατρέπεται σε ανατριχιαστική πανδαισία ήχων∙ η θορυβώδης φωτιά, τα καυτά μέταλλα και οι τρεμάμενες βίδες συνθέτουν μια βιομηχανική όπερα που σε καθηλώνει στο πιλοτήριο του διαστημοπλοίου. Παράλληλα, σε όλες του τις ταινίες, τίμημα της απεριόριστης φιλοδοξίας αποτελεί κεντρική έγνοια, οπότε κατά μία έννοια, η Βαβυλώνα, μια ταινία που τοποθετείται στο Hollywood του 1920, μοιάζει να αποτελεί το απολύτως λογικό επόμενο βήμα του σκηνοθέτη. Με άλλα λόγια, μια ταινία όπως η Βαβυλώνα, που συνδυάζει τη φιλοδοξία και την υπερβολή της εποχής με την μετάβαση της βιομηχανίας του σινεμά από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο φαντάζει με την απόλυτη Chazelle εμπειρία. Και είναι!
Όπως κάθε «ταινία για τις ταινίες» που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και η Βαβυλώνα ξεχειλίζει κινηματογραφικές αναφορές. Ωστόσο, η ουσία της ταινίας δεν εξαντλείται εκεί, δεν πρόκειται (μόνο) για έναν απολαυστικό σινεφίλ γρίφο προς τέρψιν των άριστων μαθητών. Η γοητεία της ταινίας, και η φρεσκάδα που κομίζει, είναι πως πέρα από μια φιλόδοξη βουτιά στην ιστορία του μέσου, αποτελεί μια εντυπωσιακή, γλυκόπικρη ωδή σε όλες τις αντιφατικές εκφάνσεις της κινηματογραφικής τέχνης. Από τη μια, κοντοστέκεται με θαυμασμό απέναντι στις επικές κινηματογραφικές στιγμές που αποτυπώνει ο κινηματογραφικός φακός, από την άλλη υπογραμμίζει με τραγελαφικό τρόπο τις (κυριολεκτικές) θυσίες που απαιτούνται για την παραγωγή του θεάματος. Συγκινείται ενθυμούμενη αξέχαστες κινηματογραφικές σκηνές, αλλά τιμά με τον πολύτιμο χρόνο της την επίπονη διαδικασία γυρίσματος σε μια αξέχαστη σκηνή ανθολογίας. Για τη Βαβυλώνα, η κινηματογραφική τέχνη δεν είναι η έκφραση κάποιου οραματιστή σκηνοθέτη, μήτε η εκθαμβωτική λάμψη των βραχύβιων διασημοτήτων. Είναι ο σκληρός αγώνας του κινηματογραφιστή, του ηχολήπτη και του άσημου βοηθού του οποίου ο αγώνας δρόμου εξασφάλισε τη μοναδική εύκαιρη κάμερα, κάνοντας δυνατή την πραγματοποίηση του γυρίσματος.
Παράλληλα όμως, ο Chazelle δεν ξεχνά πού βρίσκεται. Το Hollywood δεν χτίστηκε στο κενό, αλλά αποτελεί σάρκα από τη σάρκα του Αμερικάνικου Ονείρου. Εκείνου που προσφέρει τη δυνατότητα στον Μεξικανό μετανάστη να αναρριχηθεί στη βιομηχανία, μετατρέπει μια φτωχή κοπέλα σε μεγάλη κινηματογραφική σταρ και δίνει τη δυνατότητα σε έναν μαύρο μουσικό να ξεδιπλώσει το ταλέντο του στο μεγάλο πανί, κερδίζοντας τον θαυμασμό ακόμα και των λευκών! Ωστόσο, μας λέει ο Chazelle, με την ίδια ευκολία που σε ανεβάζει, το σύστημα μπορεί να σε καταστρέψει εν μια νυκτί. Αρκεί μια τεχνολογική ανακάλυψη, όπως εκείνη του ήχου, για να υπενθυμίσει πόσο αναλώσιμοι είναι όλοι, δίχως διακρίσεις (ζήτω η ισότητα!). Από τον κλασάτο πρωταγωνιστή μέχρι το καυτό, νέο αίμα. Μοναδική σωτηρία επιβίωσης να υπομένεις τον εξευτελισμό με αντάλλαγμα ένα μικρό κομμάτι της πίτας. Κάποιοι αρνούνται, διατηρώντας τη συνείδησή τους καθαρή, άλλοι παίζουν με τους όρους του παιχνιδιού και πληρώνουν το αντίστοιχο αντίτιμο.
Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται με την πρέπουσα ασυγκράτητη σκηνοθετική ματιά του Chazelle. Την μια ξεσαλώνει μέχρι εξαντλήσεως, την άλλη ντύνεται με έναν υποτονικό υπαρξισμό, άλλοτε οδηγείται μέχρι την ίδια την κόλαση για να ολοκληρώσει τελικά με μια συγκινητική ωδή στην τέχνη του σινεμά. Ο Chazelle σκηνοθετεί δίχως μέτρο, ακριβώς όπως αρμόζει σε μια ταινία που ξεπερνά κάθε φιλοδοξία και μοιάζει με ένα σύγχρονο παράδοξο, ακόμα μεγαλύτερο από το περσινό Top Gun: Maverick. Βέβαια, το παράτολμο οικοδόμημα του, που κρύβει μέσα του ένα σωρό διαφορετικές ταινίες, έχει γερά θεμέλια. Την πιο ώριμη ερμηνεία του Brad Pitt (12 Monkeys), μια οργιαστική Margot Robbie (The Suicide Squad), έναν ατρόμητο Diego Calva που στέκεται στιβαρά στο πλάι μεγάλων ονομάτων, την καθηλωτική φωτογραφία του Linus Sandgren, αλλά και την ασυναγώνιστη, μεθυστικά ντελιριακή μουσική υπόκρουση του στενού συνεργάτη του Chazelle, του σπουδαίου Justin Hurwitz, ο οποίος χρησιμοποιεί την τζαζ λες και πρόκειται για ενθουσιώδη μπιτάκια ηλεκτρονικής μουσικής. Παρέα συνθέτουν μια καθηλωτικά υπερβολική ωδή στο σινεμά του χθες, του σήμερα και του αύριο σε μια ταινία-εμπειρία που μόνο η σκοτεινή αίθουσα μπορεί πραγματικά να χαλιναγωγήσει.
Φαντασμαγορική, χαοτική και γλυκόπικρη, η Βαβυλώνα αποτίει τον πιο ταιριαστό φόρο τιμής στο Hollywood, γεννώντας ισόποσα συναισθήματα δέους και απέχθειας απέναντι στα μεγαλουργήματα του σινεμά και τις θηριωδίες της βιομηχανίας αντίστοιχα.Ο Chazelle αρπάζει το Αμερικάνικο Όνειρο από τη μούρη και το υποχρεώνει να γευτεί τα αηδιαστικά υγρά μεγαλόσωμων ζώων, καταλήγοντας σε μια άβολη διαπίστωση που συντρίβει όποια ψευδο-προοδευτική ιδέα φαίνεται να υιοθετεί το σύγχρονο Hollywood (εξηγώντας ίσως σε μεγάλο βαθμό γιατί η ταινία έχει μισηθεί στην Αμερική): διαχρονικά, η βιομηχανία μετατρέπει τα όνειρα που γεννά το σινεμά σε έναν τόπο θανάτου και εκμετάλλευσης για όλα τα φύλα και όλα τα χρώματα (αν και προφανώς αυτή εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε κοινωνική ομάδα)∙ ακόμα και έτσι, δεν αναιρείται το γεγονός πως η Τέχνη του Κινηματογράφου καταφέρνει και θα καταφέρνει να μας συγκινεί για πολλά χρόνια ακόμη. Ακόμα κι αν τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά, πάντα θα υπάρχει μια Βαβυλώνα να μας υπενθυμίζει γιατί αγαπάμε το Σινεμά.