Πριν λίγες μέρες η βιβλιοφιλική κοινότητα του εγχώριου instagram βίωσε στιγμές έντονης σύγκρουσης. Όλα ξεκίνησαν όταν ένας λογαριασμός έκανε κοινοποίηση έναν άλλον λογαριασμό, κατηγορώντας τον ότι δημοσιεύοντας φωτογραφίες που προωθούν με έμμεσο ή άμεσο τρόπο τον Harry Potter γίνεται συνένοχος στα εγκλήματα ενάντια της trans κοινότητας, αφού, ως γνωστόν, η J.K Rowling έχει ταχθεί ανοιχτά εναντίον της. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, ο λογαριασμός που έκανε την καταγγελία, απείλησε κι όλους τους υπόλοιπους λογαριασμούς που πάτησαν like στην «τρανσφοβική» δημοσίευση, απαιτώντας να πάψουν να ακολουθούν τον «τρανσφοβικό» λογαριασμό. Αν δεν το έκαναν στην διορία που τους είχε δώσει, θα κοινοποιούσε τα ονόματά τους σε stories για να μάθουν και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας το πραγματικό, εγκληματικό ποιόν τους.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο προφανώς δεν είναι μεμονωμένο∙ αμέτρητες φορές διάφορες εγχώριες κοινότητες που ασχολούνται με θέματα της ποπ κουλτούρας συγκρούονται σχετικά με παρόμοια ζητήματα που σχετίζονται με κάποιον τρόπο με τα δικαιώματα και την απεικόνιση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ή/και τον φεμινισμό. Συνήθως, τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι κατά πόσο η πολιτική χωρά στην Τέχνη, ενώ άλλες φορές, όπως εδώ, αναδύονται και ζητήματα ηθικής. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, έχουμε τουλάχιστον δύο ερωτήματα: αρχικά, αν μπορεί να υπάρξει διαχωρισμός του καλλιτέχνη από το δημιούργημά του, αλλά και κατά πόσο είναι ηθικό να στηρίζεις το έργο κάποιου προβληματικού -όπως κι αν ορίζεται αυτό- καλλιτέχνη. Στόχος δεν είναι να δοθεί η απόλυτη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, ούτε να στοχοποιηθούν άτομα, αλλά να παρουσιασθούν κάποιοι προβληματισμοί που προκύπτουν από τις παραπάνω συζητήσεις και οι οποίοι δεν μπορούν να χωρέσουν σε κοινωνικά μέσα που έχουν κατασκευασθεί με σκοπό την γρήγορη κατανάλωση υλικού.
«Κουλτούρα Ακύρωσης»: Μια εύκολη λύση σ’ ένα δύσκολο ζήτημα;
Για να είμαστε εξ’ αρχής ξεκάθαροι∙ είναι απόλυτα λογικό και κατανοητό, αν ο αγαπημένος σου καλλιτέχνης κατηγορηθεί για κάποιο έγκλημα, να νιώθεις άβολα να παρακολουθήσεις κάποια παλιότερη ή μελλοντική δουλειά. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν μας αφορά τόσο η προσωπική στάση που κρατάνε τα άτομα ξεχωριστά, αλλά το κατά πόσο αυτή η στάση μπορεί να γενικευθεί. Είναι δυνατόν για παράδειγμα, να πάρει την μορφή κάποιου άτυπου νόμου από τα κάτω; Μπορούμε ή πρέπει να δημιουργήσουμε μια «ινσταγκραμική αστυνομία» που ξημεροβραδιάζεται, κοιτώντας εξονυχιστικά κάθε φωτογραφία προκειμένου να εντοπίσει έστω και την άκρη ενός βιβλίου κάποιου «ακυρωμένου» δημιουργού; Ας επιχειρήσουμε μια ψύχραιμη προσέγγιση.
Αρχικά, πάρα πολλοί καλλιτέχνες έχουν εκφράσει, ας πούμε, εριστικές απόψεις πάνω σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Ο Lovecraft έχει κατηγορηθεί πολλάκις για τη ξενοφοβία του, ενώ πολλά γραπτά της Agatha Christie μπορούν να κριθούν ιδιαίτερα προβληματικά με βάση τα σημερινά δεδομένα. Το να ασκηθεί κάποιου είδους αιτιολογημένη κριτική εννοείται πως είναι απόλυτα καλοδεχούμενο και χρήσιμο, ωστόσο πόσο κοινωνικά χρήσιμη είναι μια ολοκληρωτική απόρριψη ενός ατόμου ή έργου; Σε ποιον βαθμό και με ποιόν τρόπο μια τέτοια πρακτική ευνοεί την κριτική σκέψη και τη δυνατότητα να απορρίπτεις με επιχειρήματα ιδέες με τις οποίες διαφωνείς;
Βέβαια, προκύπτει κι άλλο θέμα. Αν αρχίζαμε να ακυρώνουμε άτομα των οποίων η ζωή θεωρούμε πως προσβάλλει ή ακόμα και απειλεί την ύπαρξη κοινωνικών ομάδων, τότε ουσιαστικά ανοίγουμε την κερκόπορτα για ολοκληρωτική ακύρωση της Τέχνης, αφού ένας δεξιός θα θεωρεί καταδικαστέο κι επικίνδυνο το έργο ενός αριστερού, μια αριστερή τα έργα μιας δεξιάς, ένας θρησκόληπτος τη δουλειά μιας άθεης κ.ο.κ. Εν τέλει θα πρέπει να ακυρωθεί ολόκληρο το φάσμα της καλλιτεχνικής έκφρασης, αφού δεν υπάρχει ούτε μισό έργο τέχνης που να είναι καθολικά αποδεκτό, αλλά κυρίως δεν έχει υπάρξει ούτε ένας άνθρωπος που να είναι πραγματικά αναμάρτητος ή να συμφωνούν όλοι και όλες σε απόλυτο βαθμό μαζί του.
Επιπλέον, αν θεωρείται ηθική υποχρέωση η απόρριψη δημιουργών με βεβαρημένο παρελθόν κάθε είδους, θα έπρεπε να κρατηθεί μια παρόμοια στάση και για όσα άτομα επηρεάστηκαν καλλιτεχνικά από αυτούς, αφού ουσιαστικά συμβάλλουν στη διάδοση και ισχυροποίηση της καλλιτεχνικής τους αξίας, αναπαράγοντας το έργο τους με έμμεσο τρόπο κι άρα μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε συνένοχους στο έγκλημα.
Κι αν όλα αυτά τα ερωτήματα προκύπτουν στις περιπτώσεις που έχει αποκαλυφθεί η όποια αλήθεια, ας σκεφτούμε τι συμβαίνει, όταν εκείνη αποκρύπτεται. Πάρτε για παράδειγμα, την J.K Rowling. Εκείνη εξέφρασε δημοσίως την άποψη της και έχει ακυρωθεί γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Ποιό άτομο, όμως, μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά πως αμέτρητοι άλλοι καλλιτέχνες δεν κρύβουν αντίστοιχες απόψεις, είτε διατηρώντας σιγή ιχθύος, είτε υιοθετώντας ψευδώς μια άλλη στάση; Να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο, πως όταν η ομοφυλοφυλία αποτελούσε ταμπού στο Hollywood, πολλοί ηθοποιοί κρύβονταν πίσω από γάμους – βιτρίνες! Ακολουθώντας το νήμα αυτής της λογικής, τι στάση θα πρέπει να κρατάμε απέναντι σε καλλιτέχνες όπως ο Bansky, για τον οποίον δεν γνωρίζουμε την παραμικρή πληροφορία για το ποιόν του;
Αν θέλουμε να περιπλέξουμε τα πράγματα ακόμη περισσότερο, μια δίκαιη στάση προτού παρθεί η απόφαση της τελικής ακύρωσης θα όφειλε να λάβει υπόψη και τις όποιες θετικές πράξεις του ατόμου. Και δεν είναι μόνο ότι κάποιες θετικές ή αρνητικές πράξεις δεν είναι ανιχνεύσιμες (άντε, τώρα να βρούμε αν ένα τραγούδι του Χ τραγουδιστή γλίτωσε κάποιον από αυτοκτονία δίνοντάς του κουράγιο να ξεπεράσει τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο). Τι συμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος μπορεί πχ να συμμετείχε στον πόλεμο ενάντια των Ναζί, αλλά να ήταν μισογύνης ή ρατσιστής; Ποιά από τις δύο ποιότητες του χαρακτήρα του θα υπερισχύσει; Έχει βρεθεί κάποια ζυγαριά που μετράει τους θετικούς και τους αρνητικούς πόντους κι αν ναι, ποιά είναι η ισοτιμία των εγκλημάτων; Πόσοι νεκροί Ναζί αντιστοιχούν σε έναν βιασμό; Εν τέλει, η ολοκληρωτική απόρριψη ατόμων, εκτός του ότι δεν είναι κοινωνικά γόνιμη (ίσα ίσα, το πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε ακόμα πιο ακραίες συμπεριφορές με τον αντίστοιχο τρόπο που η θανατική ποινή αντί να μειώνει την εγκληματικότητα, την αυξάνει!), αγνοεί και την περιπλοκότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων, ξεχνώντας πως ένα άτομο μπορεί να διαθέτει όχι μόνο πολλά, αλλά και αντικρουόμενα χαρακτηριστικά!
Ακόμα, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πάντα πως ένα έργο τέχνης αποκτά μια αυτόνομη υπόσταση από τη στιγμή που αποχωριστεί τον δημιουργό του. Η αλληγορική δύναμη της Τέχνης μπορεί να αναδείξει νοήματα που ο καλλιτέχνης αγνοεί ή ακόμα και διαφωνεί μαζί τους σε ιδεολογικό επίπεδο. Αν λοιπόν, σ’ αρέσει ο Harry Potter, επειδή εκεί αναγνώρισες στοιχεία της δικής σου queer ταυτότητας δεν μετατρέπεσαι σε τρανσοφοβικό άτομο, επειδή τέτοιο τυχαίνει να είναι η δημιουργός του. Ίσα ίσα, η επανοικειοποίησή του ενδεχομένως και να ανατρέπει τις βλέψεις της δημιουργού του. Αντίστοιχα, η απόλαυση του They Live δεν κάνει εμένα ή τον John Carpenter συνομωσιολόγο, επειδή μια ομάδα ανθρώπων θεώρησε ότι αποκαλύπτει την πραγματική εξωγήινη φύση των εξουσιαστών μας. H Τέχνη ήταν, είναι και πρέπει να παραμείνει αμφίσημη, γεννώντας νέα νοήματα με το πέρασμα του χρόνου και διαπομπεύσεις σαν κι αυτές που αποτέλεσαν την αφορμή του κειμένου, εναντιώνονται πρωτίστως στην ίδια την Τέχνη.
Ωστόσο, έχοντας πει όλα αυτά, θα μπροούσε να ισχυριστεί κάποιος πως μερικά εγκλήματα είναι τόσο σκληρά και απάνθρωπα, ώστε η οικονομική και κοινωνική απομόνωση ενός καλλιτέχνη είναι μονόδρομος, άρα και ηθική ευθύνη του κοινού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Michael Jackson που οι κατηγορίες για παιδική κακοποίηση των ακολουθούσαν μέχρι το τέλος της ζωής του, οδηγώντας πολλά άτομα στην «ακύρωσή» του. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η τόσο ακραία περίπτωση δεν είναι όσο απλή φαντάζει. Κι εξηγούμαι.
Μια σύγχρονη, προοδευτική προσέγγιση σε κάθε είδους έγκλημα, προσπαθεί να ξεπεράσει το προφανές επίπεδο ανάγνωσης και να λάβει υπόψιν διάφορες συνθήκες που μπορεί να οδήγησαν στο έγκλημα. Αν π.χ. κάποιος κατηγορηθεί για ληστεία, θα ήταν χρήσιμο να ερευνηθεί για ποιόν λόγο οδηγήθηκε σε μια τέτοια πράξη. Μπορεί να είναι κλεπτομανής, μπορεί να έκλεψε έτσι για την φάση, μπορεί όμως να μην είχε χρήματα (γιατί μην ξεχνάμε πως ζούμε σε μια εκμεταλλευτική κοινωνία), οπότε να υποχρεώθηκε να παρανομήσει προκειμένου να επιβιώσει είτε το ίδιο το άτομο, είτε η οικογένειά του.
Αντίστοιχα, λοιπόν, προτού καταλήξουμε στο αν πρέπει ή δεν πρέπει να διαγράψουμε από την ιστορία της μουσικής τους δίσκους του Michael Jackson (άρα και συντρηπτικό ποσοστό της σύγχρονης ποπ και όχι μόνο) οφείλουμε να θέσουμε μερικά απαραίτητα ερωτήματα. Άραγε, τι ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση του ως προσωπικότητα το γεγονός ότι δούλευε από έξι χρονών και δεχόταν συστηματική κακοποίηση από την οικογένεια του, όταν δεν απέδιδε ικανοποιητικά τις χορογραφίες; Είναι το τοξικό και ανταγωνιστικό περιβάλλον της βιομηχανίας του θεάματος κατάλληλο για ένα τραυματισμένο άτομο σαν τον Jackson, δεδομένου ότι σύμφωνα με έρευνες τα θύματα κακοποίησης έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να μετατραπούν σε μελλοντικούς θύτες, αν δεν ληφθεί κάποια πρόνοια για αυτά;
Μήπως, λοιπόν, μια πραγματικά ηθική στάση θα απέρριπτε το σύνολο της μουσικής βιομηχανίας και δεν θα περιοριζόταν στην στοχοποίηση ενός μόνο ατόμου; Άραγε, θα έπρεπε όσοι αγοράζουν δίσκους ή πάνε σε συναυλίες να θεωρούνται παιδόφιλοι και κακοποιητές; Ή μια τέτοια περίπλοκη προσέγγιση δεν μας αφορά στην συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή υποτίθεται ότι «ξεπλένει» τον θύτη, αλλά μας ταιριάζει μονάχα όταν επιδιώκουμε την υποστήριξη ατόμων με τα οποία έχουμε κοινές αναφορές ή ανήκουν στην ίδια ιδεολογική φούσκα; Μήπως η ατομική στοχοποίηση είναι η εύκολη λύση που θα (μας) προσφέρει την αναγκαία ηθική ανωτερότητα, αλλά στην πραγματικότητα δεν λύνει κανένα απολύτως πρόβλημα; Εν τέλει, και χωρίς να υποτιμάται η αξία της ατομικής αυτενέργειας, αν οι θύτες καταλήγουν σε σημαντικό βαθμό θύματα της ίδιας της κοινωνίας (πατριαρχίας, κοινωνίας του θεάματος κ.α), μήπως θα έπρεπε να επαναπροσεγγισθεί ολόκληρο το σύστημα δικαιοσύνης και ο τρόπος αντιμετώπισης του εγκλήματος (μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική απέναντι στην «κουλτούρα της ακύρωσης» ίσως να βρίσκεται σε αυτό το βίντεο των εξαιρετικών Wisecrack);
Απ’ όλα τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι η «ακύρωση» καλλιτεχνών, άρα και η διαπόμπευση των ακολούθων τους ως συνενόχους στα εγκλήματα είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία που συνειδητά αγνοεί την περιπλοκότητα των καταστάσεων, μοιάζοντας περισσότερο με μια ευφήμερη εκτόνωση συσσωρευμένης οργής. Κάτι τέτοιο, δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, αν λάβουμε υπόψιν πως όλες αυτές οι «διεκδικήσεις» πραγματοποιούνται μέσω κοινωνικών δικτύων, τα οποία δεν είναι κατασκευασμένα για πολύωρες, ενδελεχείς συζητήσεις ζητημάτων, αλλά αποσκοπούν στην γρήγορη κατανάλωση υλικού και στον εθισμό των χρηστών. Και αν κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετό για να προβληματιστούμε για την αποτελεσματικότητα τέτοιων πρακτικών, ο εντοπισμός εκείνων των θεμάτων που οι υποστηρικτές της «ακύρωσης» επιλέγουν να αγνοούν αποδεικνύουν την βαθειά προβληματική και υποκριτική της φύση.
Διαβάζεις Rowling; Είσαι αυτουργός σε δολοφονίες! Είσαι πελάτης πολυεθνικών; Ε, δεν πειράζει! – Ή πώς χάνουμε το δάσος, κοιτάζοντας το δέντρο
Μέχρι στιγμής, αφιερώσαμε περισσότερες από χίλιες λέξεις για να αναρωτηθούμε κατά πόσο είναι ηθικό να υποστηρίζει κανείς κάθε είδους φοβικούς (ομο-, τρανσ- κ.λ.π), μισογύνηδες, ρατσιστές ή κακοποιητές καλλιτέχνες, ακριβώς επειδή η γενικότερη τάση, όταν συζητιούνται ζητήματα ηθικής στην ποπ κουλτούρα, είναι να επικεντρωνόμαστε γύρω από τα ατομικά δικαιώματα. Αυτή η τάση, βέβαια, μόνο τυχαία δεν είναι, αφού σε ένα νεοφιλελεύθερο περιβάλλον, όπου προωθείται ως μέγιστο αγαθό η ατομική ελευθερία είναι δεδομένο πως τα ατομικά δικαιώματα θα κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο, ακόμα κι αν αυτός παίρνει τη μορφή σύντομων δημοσιεύσεων ή ακόμα και memes στα «επαναστατικά» μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, βλέπουμε ακόμα και δεξιές, νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις με αυταρχικές ορέξεις να υπουργοποιούν ανοιχτά γκέι άτομα, δημιουργώντας υπαρξιακά ερωτήματα σε μια «αριστερά» που μοιάζει αβοήθητη.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως ακριβώς εκεί υφίσταται το ουσιώδες ζήτημα, στο γεγονός δηλαδή πως οποιαδήποτε διεκδίκηση περιορίζεται στο ατομικό συμφέρον (μην γελιόμαστε, οι συλλογικότητες, πόσω μάλλον οι διαδικτυακές περισσότερο μοιάζουν με μαφίες, παρά με κινήματα μαζικών διεκδικήσεων, ενώ ακόμα πιο συχνά καταλήγουν να αλληλοτρώγονται!), θεωρώντας ως δεδομένο κι αναπόδραστο το νεοφιλελεύθερο καθεστώς κι έτσι αδυνατεί να σκιαγραφήσει κάποια συνεκτική εναλλακτική πρόταση, καταλήγοντας τελικά να ενισχύει το υπάρχον κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που στηρίζεται στην όξυνση των ανισοτήτων, της εκμετάλλευσης και της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Η παραπάνω κοινωνική συνθήκη έχει ως απόρροια να βλέπουμε διάφορους αυτόκλητους προστάτες της ηθικής να είναι έτοιμοι να ρίξουν στην πυρά άτομα σαν τους αναγνώστες της Rowling, την ίδια την Rowling και τελικά κάθε Rowling, χρησιμοποιώντας κινητά και εφαρμογές πολυεθνικών, αλλά να μην αμφισβητούν ποτέ τη θέση τους μέσα στο εκμεταλλευτικό και περιβαλλοντοκτόνο κόσμο της ελεύθερης αγοράς, το οποίο πιθανότατα αντιλαμβάνονται ως κάποιου είδους φυσικό νόμο. Άραγε, δεν είναι εγκληματικό να χρησιμοποιείς συσκευές που έχουν κατασκευασθεί από κακοπληρωμένα χέρια ανηλίκων σε άθλιες συνθήκες εργασίες; Δεν είναι έγκλημα να χρησιμοποιείς μια εφαρμογή που ανήκει σε δισεκατομμυριούχους και πουλά τα προσωπικά δεδομένα για τον πλουτισμό τους, μετατρέποντας ολόκληρη την ύπαρξη μας σε πεδίο κερδοφορίας; Έχουν σκεφτεί το οικολογικό αποτύπωμα της καθημερινής τους ύπαρξης και τις επιπτώσεις που προκαλεί σε υποανάπτυκτες περιοχές; Ή μήπως νομίζουν πως ένα ποστ στο instagram ή στο facebook που θα γράφει #κακόςοκαπιταλισμός μπορεί να αντικαταστήσει τη συλλογική δράση ή να γεννήσει κάποιο νέο πολιτικό πρόταγμα;
Γιατί, λοιπόν, να διαμπομπεύονται μονάχα οι «τρανσφοβικοί» υποστηρικτές της Rowling και όχι οι «καπιταλιστές» υποστηρικτές του δημοφιλέστατου Stephen King που συνεργάζεται με κάθε είδους πολυεθνική, συμμετέχοντας ενεργά κι άρα ενισχύοντας το νεοφιλελευθερισμό; Γιατί να μην διαπομπεύονται οι χρήστες του instagram, του facebook και κάθε μεγάλης ή μικρής εταιρίας που συμμετέχει στην ελεύθερη αγορά; Μήπως κάτι τέτοιο θα χρειαστεί πραγματικές θυσίες από τους διαπομπευτές, υποχρεώνοντάς τους να αποχωριστούν διάφορα προνόμια (Σοκ! Προνόμια δεν έχει μόνο ο λευκός στρέιτ άντρας!) που τους έχει προσφέρει η δυτική κοινωνία εις βάρος υποανάπτυκτων κοινωνιών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και καλούνται να αντιμετωπίσουν πρώτα απ’ όλους τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης;
Ακόμα, λοιπόν, κι αν δεχτούμε την διαπόμπευση ως αποδεκτό μέσο σύγκρουσης με το κατεστημένο (που νομίζω έγινε κατανοητό πως δεν την δεχόμαστε, διότι στην πραγματικότητα δεν καταφέρνει τίποτα ουσιαστικό, παρά μόνο να αγνοεί δομικά κοινωνικά ζητήματα), τότε αυτά τα άτομα που σκοτίζονται τόσο πολύ για την ηθική και κουνάνε επιδεικτικά το χέρι στους άλλους, δεν θα έπρεπε πρώτα απ’ όλους να ακυρώσουν τους ίδιους τους τούς εαυτούς;
Οπότε, τι κάνουμε;
Δυστυχώς, η διαπίστωση πως δεν υπάρχει ηθική κατανάλωση στα πλαίσια του καπιταλισμού μπορεί να ευνοήσει μια μισάνθρωπη, παθητική και μηδενιστική στάση, η οποία δίνει πάτημα σε κάθε είδους απάνθρωπη συμπεριφορά. Ωστόσο, η ανάδειξη (ή έστω προσπάθεια αυτής) της περιπλοκότητας της κατάστασης δεν στοχεύει στη δικαιολόγηση εγκληματικών πράξεων, αλλά στην αναζήτηση ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης αδικιών που δεν εναντιώνεται δίχως έλεος σε άτομα, αλλά αναζητά συστημικές αλλαγές. Σίγουρα, για να συμβεί αυτό απαιτείται μια μαζική κινητοποίηση που δεν θα φλερτάρει με τον Μακαρθισμό, αλλά θα προκρίνει ένα πρόταγμα που αντιλαμβάνεται την περιπλοκότητα του κόσμου, αποδέχεται τα λάθη και τις αμαρτίες του παρελθόντος, δίχως να εγκλωβίζεται από αυτά ή να υποκύπτει σε απλουστευτικούς και επικίνδυνους μανιχαϊσμούς. Ένα κοινωνικό πρόταγμα που στηρίζεται στην αλληλοκατανόηση, την ενσυναίσθηση και στην ικανότητα της συγχώρεσης, η οποία μπορεί να μην είναι εύκολη, αλλά είναι σίγουρα προτιμότερη από την επιλεκτική οργή μικρών διαδικτυακών μαφιών.