Η άνθιση της τηλεόρασης τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι συνυφασμένη με την κυριαρχία του προτύπου του αντι-ήρωα, το οποίο εισήγαγε στην τηλεόραση μια καινοτόμα για το μέσο περιπλοκότητα, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στον καλλιτεχνικό πειραματισμό. Οι ωμές, σκληρές και βίαιες πτυχές αυτών των χαρακτήρων βοήθησαν τους τηλεοπτικούς σεναριογράφους να επαναπροσδιορίσουν το τι ήταν εφικτό να προβληθεί στην τηλεόραση, ανοίγοντας το δρόμο για σειρές που βασίστηκαν αποκλειστικά σε αντι-ήρωες, όπως το Game of Thrones ή το House of Cards.
Η εξέλιξη του αντι-ήρωα μέσα στα ’00s και τα ’10s
Μαζί με την εξέλιξη του μέσου, εξελίχθηκε και το ίδιο το πρότυπο του Αντιήρωα. Ως πρώτη φάση του Αντιήρωα μπορούμε να θεωρήσουμε (κάπως αυθαίρετα είναι η αλήθεια) εκείνη την περίοδο ανάμεσα στο The Sopranos και το Breaking Bad. Οι Αντιήρωες εκείνης της περιόδου ναι μεν δρουν μέσα σε ένα ανήθικο περιβάλλον, αλλά υπακούν σ’ έναν ατομικό κώδικα τιμής (για παράδειγμα ο Dexter σκότωνε όσους δολοφόνους γλίτωναν από την τιμωρία της δικαιοσύνης). Με αυτόν τον τρόπο, εξανθρωπίζονται (ή και ρομαντικοποιούνται) από το κοινό, το οποίο αντιμετωπίζει τις ανήθικες επιλογές τους ως ένα αναγκαίο κακό, τον μοναδικό τρόπο επιβίωσης σε έναν κόσμο όπου έχει χαθεί κάθε αξία.
Τα επόμενα χρόνια, οι τηλεοπτικοί αντιήρωες συνέχισαν να κυριαρχούν στο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο, ωστόσο δεν έμειναν αναλλοίωτοι. Την προηγούμενη δεκαετία, λοιπόν, κυριάρχησε ένας “ποπ νιχιλισμός”, όπου φαινομενικά προωθούσε ως κάτι κουλ και γοητευτικό χαρακτήρες οι οποίοι ήταν εμφανώς είτε μισάνθρωποι, είτε απλά νιχιλιστές. Σημαία αυτής της τάσης είναι σειρές, όπως το Rick and Morty και το Bojack, τα οποία στην πραγματικότητα δεν υπερασπίζονται πλήρως αυτή την στάση για την οποία έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση του κοινού. Διότι, μπορεί οι πρωταγωνιστές τους να είναι εξαιρετικά προβληματικοί, να μην πιστεύουν σε τίποτα και να μην ακολουθούν κάποιον προσωπικό κώδικα τιμής, ωστόσο οι δημιουργοί τους δεν επιθυμούν να τους ρομαντικοποιήσουν. Αντιθέτως, αυτός ο έντονος πεσιμισμός αντιμετωπίζεται ως σημεία του καιρού, ως πρόβλημα, το οποίο οι πρωταγωνιστές καλούνται να ξεπεράσουν, συνήθως μέσα από επίπονες εσωτερικές διαδικασίες, χτίζοντας τελικά (ή και όχι) τις πολυπόθητες ανθρώπινες (και όχι μόνο) σχέσεις που θα τους προσφέρουν συναισθηματικό καταφύγιο.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, θα τολμήσω να ισχυριστώ πως αυτές οι μεταβολές στον τρόπο που γίνονται αντιληπτοί οι αντιήρωες, τόσο από το κοινό, όσο και από τους ίδιους τους δημιουργούς τους είναι προϊόντα της εποχής τους. Στις αρχές του αιώνα, η ιστορία είχε τελειώσει, ο καπιταλισμός ήταν ο μεγάλος νικητής του πολύχρονου ανταγωνισμού με την Σοβιετική Ένωση και όλοι είχαν αποδεχθεί πως ζούσαν σε έναν κόσμο που μπορεί να μην ήταν ιδανικός, αλλά οκ, τι να κάνεις;
Η δεκαετία των 10s όμως ήταν αρκετά δύσκολη για όλους, αναδεικνύοντας τα όρια ενός συστήματος που έχει καταρρεύσει, αλλά αρνείται να το αναγνωρίσει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι χαρακτήρες που ξεπήδησαν στις οθόνες μας εκείνη την περίοδο θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν ως μια έκφραση της συλλογικής αίσθησης απόγνωσης και παραίτησης που έχει κυριεύσει άπαντες. Όπως οι ήρωες των αγαπημένων μας σειρών αναζητούν τρόπο να συνδεθούν με κάποιον, ακόμα και αν ξεκινάνε από μια άκρως νιχιλιστική στάση ζωής, έτσι κι εμείς αναγνωρίζουμε τη μοναχικότητα μας, στεκόμαστε παθητικά απέναντι της, την ίδια στιγμή που την νιώθουμε να κατατρώει το είναι μας. Με άλλα λόγια, η δεύτερη γενιά των αντιηρώων αναγνωρίζει το προβληματικό και τοξικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρα, παραδέχεται πως και η ίδια είναι προϊόν αυτού, αλλά προσπαθεί να βρει ένα ρήγμα και να κινηθεί προς μια διαφορετική κατεύθυνση.
Είναι ο Ted Lasso ο αντι-Αντιήρωας που χρειαζόμαστε;
Και κάπως έτσι, φτάνουμε σιγά σιγά στο Ted Lasso, την -μέχρι στιγμής- μεγαλύτερη επιτυχία της πλατφόρμας Apple TV+. Η σειρά, εμπνευσμένη από κάτι αθλητικά διαφημιστικά του NBC, ακολουθεί τον Ted Lasso (Jason Sudeikis), ο οποίος αν και δεν έχει την παραμικρή ιδέα από αγγλικό ποδόσφαιρο, προσλαμβάνεται ως προπονητής της AFC Richmond, ομάδας του εξαιρετικά απαιτητικού πρωταθλήματος της Premier League.

Με μηδαμινές αθλητικές γνώσεις, λοιπόν, αλλά εξοπλισμένος με ανεξάντλητες δόσεις αισιοδοξίας, ο Ted είναι αποφασισμένος να “μολύνει” όλα τα μέλη της ομάδας, από τον τελευταίο υπάλληλο μέχρι την ίδια την πρόεδρο και τους οπαδούς, με την ευγενική και καλοπροαίρετη προσέγγισή του για τη ζωή. Η αρχή γίνεται με τον Nathan (Nick Mohammed), έναν χαμηλών τόνων υπάλληλο της ομάδας που έχει αναλάβει να μαζεύει τις ιδρωμένες φανέλες των αθλητών και να ανέχεται υπομονετικά τα κάθε είδους πειράγματα τους. Ωστόσο, o Ted, από την πρώτη κιόλας στιγμή θα του δείξει απροσδόκητο σεβασμό, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τον συμβουλεύεται για τις τακτικές της ομάδας, ενισχύοντας έτσι την ανύπαρκτη μέχρι τότε αυτοπεποίθηση του.
Και ενώ ο Nathan γοητεύεται εξ΄αρχής από την καλοσυνάτη προσωπικότητα του Ted, όλοι οι υπόλοιποι τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία και υποτίμηση. Για τους αθλητές, πρόκειται για έναν εκνευριστικά αισιόδοξο τύπο που νομίζει πως θα αλλάξει τον κόσμο με την ευγένειά του. Για την πρόεδρο, η οποία είχε επενδύσει στην ανικανότητά του για να ικανοποιήσει τους δικούς της προσωπικούς στόχους, η προσπάθεια του Ted να αναπτύξει φιλικές σχέσεις μαζί της, προσφέροντας καθημερινά κάτι πεντανόστιμα μπισκότα που ανάθεμα και αν ξέραμε που τα βρίσκει, κοντεύει να ανατρέψει τα σχέδια της, κάνοντας την να τον συμπαθήσει, ενώ στα μάτια των οπαδών, για τους οποίους η επιτυχία της ομάδας δεν είναι δα και μικρή υπόθεση, ο Ted αποτυπώνεται ως ένας γραφικός χαζοχαρούμενος Αμερικάνος από το Κάνσας που ενώ του λείπουν ακόμα και οι βασικές γνώσεις, δεν διστάζει να αναλάβει μια τόσο σημαντική δουλειά.
Βέβαια, ο Ted τα γνωρίζει όλα αυτά – δεν πρόκειται για έναν αφελή άνθρωπο που αδυνατεί να κατανοήσει την κυνική, ανταγωνιστική πραγματικότητα, αλλά επιλέγει συνειδητά αυτή τη στάση ζωής, ακόμα και μπροστά στα δικά του, προσωπικά προβλήματα που δοκιμάζουν τις αντοχές του. Για εκείνον προέχει το κλίμα αλληλοσεβασμού και το ομαδικό πνεύμα που αργά, αλλά σταθερά –ίσως– φέρουν τα θετικά αποτελέσματα. Ακόμη, όμως, και αν αυτά δεν έρθουν ποτέ, ο κάθε ένας ξεχωριστά θα έχει πάει ένα βήμα μπροστά.
Η κωμωδία στην εποχή της πολιτικής ορθότητας
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται αφόρητα γραφικά και ίσως να δημιουργούν την εντύπωση πως η σειρά είναι μια γλυκανάλατη κωμωδία που θα προκαλέσει ρίγη ανατριχίλας στο σύγχρονο, κυνικό κοινό. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για κάτι τόσο τρυφερό και ζεστό, μια φιλόξενη όαση ευγένειας και ανθρωπισμού σε έναν κόσμο πνιγμένο στην απογοήτευση και τον μισανθρωπισμό.
Η σειρά καταφέρνει να είναι πραγματικά αστεία, εκμεταλλευόμενη αρχικά το πολιτισμικό χάσμα Αμερικής και Βρετανίας και την αντίθεση ανάμεσα στον διαρκώς ευδιάθετο πρωταγωνιστή και τους μουτζούφληδες Άγγλους. Ωστόσο, δεν μένει εκεί, αλλά με όχημα το χιούμορ, αγγίζει ζητήματα που καίνε τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι χαρακτήρες είναι όλοι ανεξαιρέτως προβληματικοί, αλλά οι τοξικές συμπεριφορές τους μπαίνουν κάτω από το μικροσκόπιο και δεν αντιμετωπίζονται ως κάτι δεδομένο που απλά πρέπει να συνηθίσουμε. Είτε μιλάμε για σεξισμό, για τοξική αρρενωπότητα, ρατσισμό, ομοφοβία αλλά και τοξική αισιοδοξία, όλα αποδομούνται μέσα από το χιούμορ και την εξέλιξη των χαρακτήρων.
Με αυτόν τον τρόπο, η σειρά μας υπενθυμίζει πως οι προβληματικές συμπεριφορές δεν χρειάζονται να λογοκρίνονται προς αποφυγήν θιξίματος του κοινού, αλλά μπορούν να προσεγγίζονται κριτικά – να αποδομούνται και να σατιρίζονται. Το Ted Lasso συνδυάζει άψογα αυτή την κριτική ματιά προς αυτά τα κοινωνικά θέματα και το wholesomeness που χρειαζόμαστε, αποδεικνύοντας πως το χιούμορ δεν απειλείται με εξαφάνιση.
Γνώριμη ιστορία, ξεχωριστό αποτέλεσμα
Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η σειρά σε σεναριακό επίπεδο δεν είναι κάτι πραγματικά καινούριο – όντως, αν έχεις δει έναν σημαντικό αριθμό σειρών και ταινιών γνωρίζεις πολύ καλά πώς θα εξελιχθεί η γενικότερη πλοκή, αν και υπάρχουν μερικές εκπληξούλες εδώ και εκεί.

Ωστόσο, στο τέλος της ημέρας οι γνώριμες τροπές που παίρνει το σενάριο ελάχιστη σημασία έχουν, αφού σβήνουν γρήγορα υπό το βάρος του υπεραισιόδξου κλίματος και των εξαιρετικών ερμηνειών. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς από το καστ; Τον Jason Sudeikis και την πηγιαία ευγενική του φυσιογνωμία; Την τάχα αυστηρή και δολοπλόκα Hannah Waddingham ως πρόεδρο της ομάδας, η οποία αποδεικνύεται τελικά μια ακόμα πληγωμένη ψυχή; Τον αθόρυβο, μα άκρως δυναμικό, όπως αποδεικνύεται σταδιακά Nathan του Nick Mohammed ή τον αρρενωπό, με το διαρκώς σκυθρωπό βλέμμα του Brett Goldstein που ερμηνεύει έναν πρώην σταρ που καλείται να συμβιβαστεί με την ηλικία του και την ανάγκη να αποχωρήσει από βασικό μέλος της ομάδας;
Σε δύσκολες περιόδους σαν και αυτή που διανύουμε, όπου όλα μοιάζουν μάταια και ο μισανθρωπισμός και η απελπισία φαντάζουν τόσο γοητευτικά, δημιουργίες σαν το Ted Lasso ή το περσινό Palm Springs προβάλλουν μια διαφορετική, ανθρωπιστική και καλοπροαίρετη αντιμετώπιση, δίχως βέβαια να αγνοούν την πραγματικότητα. Ποιός ξέρει άλλωστε; Ίσως η φαινομενικά χαζοχαρούμενη πρόταση τους να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική.
