Το Kill Bill είναι η απόλυτη ταινία του Quentin Tarantino (Reservoir Dogs, Jackie Brown). Όχι απαραίτητα η καλύτερη – σίγουρα μία από τις καλύτερες – αλλά εκείνη που περιέχει όλα όσα ορίζουν το ταραντινικό σινεμά στην καθαρότερή του μορφή, όλες τις επιρροές του σκηνοθέτη, όλο το σινεμά που αγάπησε, τις μουσικές, τις αναφορές, όλα τα γνώριμα στοιχεία του ύφους του. Οι ήρωες του Tarantino γνωρίζουν πάντα ότι είναι κινηματογραφικοί ήρωες και συμπεριφέρονται σαν τέτοιοι, γι’ αυτό και το μεταμοντέρνο στοιχείο της αφήγησης λειτουργεί στις δικές του ταινίες, σε αντίθεση με εκείνες της πλειοψηφίας των μιμητών του. Αυτό το στοιχείο της αγάπης του δημιουργού για αυτό που κάνει, για το καθαρά σινεματικό σύμπαν που πλάθει, είναι που λαμβάνει την τελειότερή του μορφή στο δίπτυχο του Kill Bill, το οποίο εμείς θα εξετάσουμε ως μία ταινία, αφού ο χωρισμός σε δύο μέρη επήλθε καθαρά για εμπορικούς λόγους.
Η Νύφη (Uma Thurman) συνέρχεται ύστερα από χρόνιο κώμα, στο οποίο την έθεσε η δολοφονική επίθεση του Bill (David Carradine) και της ομάδας του από ειδικά εκπαιδευμένους φονιάδες την ημέρα του γάμου της. Έχοντας χάσει το παιδί που εγκυμονούσε, τον άνδρα της και ό,τι αγαπούσε, η Νύφη βάζει σε εφαρμογή το σχέδιο της εκδίκησής της, με τελικό προορισμό τον ίδιο τον Bill.

Η περιγραφή της πλοκής του Kill Bill δε θα είναι ποτέ αρκετή ώστε να συμπεριλάβει όλα όσα συμβαίνουν στη διάρκεια των σχεδόν πέντε ωρών που διαρκούν και οι δύο ταινίες μαζί, και όπου όλα τα είδη σινεμά που αγάπησε ο Tarantino και περιφρονούσαν ανέκαθεν οι κριτικοί, από τα σαμουράι έπη και τις wuxia περιπέτειες ως τα blaxploitation φιλμ και τα γουέστερν σπαγγέτι, μπαίνουν στο χωνευτήρι ενός έπους εκδίκησης. Στο επίκεντρο, βεβαίως, αυτού του καταιγιστικού αριστουργήματος βρίσκεται η φιγούρα της Νύφης, ενός από τους πλέον εμβληματικούς χαρακτήρες στη φιλμογραφία του Tarantino, οπωσδήποτε ενός από τους πιο δυναμικούς γυναικείους χαρακτήρες στο παγκόσμιο σινεμά δράσης, την οποία ενσάρκωσε η Uma Thurman στην ερμηνεία που σημάδεψε την καριέρα της. Δεν μπορεί κανείς, έχοντας δει τις δύο αυτές ταινίες, να φανταστεί άλλη ηθοποιό στη θέση της Thurman, η οποία καταφέρνει να αποδώσει τόσο την badassίλα του χαρακτήρα, όσο και την εύθραυστη πτυχή του, στο δεύτερο μέρος όπου και έρχεται στην επιφάνεια η μητρική πλευρά της Νύφης.
Κάτω από τους ήχους ενός, ως συνήθως, αξιολάτρευτου soundtrack που επικαλείται επιρροές από Ανατολή και Δύση (και το αντίστοιχο σινεμά), ο Quentin Tarantino ξεδιπλώνει ένα ερωτικό γράμμα προς όλες του τις κινηματογραφικές αγάπες, από τις ιστορίες εκδίκησης σαν το Lady Snowblood (1973) του Toshiya Fujita, απ’ όπου είναι δανεισμένα και ορισμένα στοιχεία της πλοκής, ως τηλεοπτικές σειρές όπως το Hattori Hanzo του οποίου ο κεντρικός ήρωας, ερμηνευμένος από τον θρυλικό Sonny Chiba, εμφανίζεται για μια σεκάνς στο φιλμ. Και δεν είναι μόνο αυτά: τα anime, οι ταινίες του Sergio Leone, οι yakuza movies του Kinji Fukasaku μπαίνουν σε ένα παρανοϊκό μπλέντερ που με ένα μαγικό τρόπο όχι μόνο λειτουργεί, αλλά και δείχνει ολόφρεσκο και εντελώς ξεχωριστό.
Η σαρωτική εμπορική επιτυχία των δύο ταινιών ήταν απλά το φυσικό επακόλουθο της αγάπης και της σκληρής δουλειάς που διοχέτευσαν ο Tarantino και οι συνεργάτες του στο έργο. Ο Quentin πήρε κυριολεκτικά ό,τι αγαπούσε στο σινεμά μεγαλώνοντας και κατάφερε να το μετουσιώσει σε μια απόλυτα προσωπική υπόθεση, η οποία μετατράπηκε σε σημείο αναφοράς της ποπ κουλτούρας του 21ου αιώνα. Ακόμα κι αν η φιλμογραφία του Αμερικανού δημιουργού είχε σταματήσει εκεί, θα είχαμε αποκτήσει πρόσβαση στο συναρπαστικό μυαλό του πιο επιδραστικού auteur του μοντέρνου αμερικανικού κινηματογράφου.

Η απόφαση διαχωρισμού της ταινίας σε δύο μέρη ανήκε στον παραγωγό Harvey Weinstein, με τη συναίνεση βεβαίως του Tarantino, εντούτοις ο τελευταίος κατάφερε να κυκλοφορήσει το ενιαίο όραμά του στην αγορά του home entertainment το 2011, υπό τον τίτλο Kill Bill: The Whole Bloody Affair. Όπως κι αν επιλέξει, ωστόσο, κανείς να παρακολουθήσει το συγκεκριμένο έργο, ένα είναι το βέβαιο: πρέπει να είναι πολύ ξινός για να μην περάσει, τουλάχιστον, εξαιρετικά καλά βλέποντάς το.
Πάντως, αν έπρεπε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στα δύο μέρη, θα λέγαμε πως το πρώτο είναι αυτό που έχει περισσότερη δράση και χτίσιμο χαρακτήρων, ενώ το δεύτερο επιβραδύνει αισθητά και συνειδητά το ρυθμό, οδηγώντας μας προς την κλιμάκωση. Από τις καλύτερες ταινίες του Tarantino αλλά και του αμερικανικού κινηματογράφου του 21ου αιώνα γενικότερα, το Kill Bill είναι, τελικά, η απόλυτη γιορτή του σινεμά, και ιδιαίτερα του σινεμά εκείνου που οι ακαδημαϊκοί κύκλοι περιφρονούν.
Μετά την κυκλοφορία του δεύτερου μέρους, ξεκίνησε η παραφιλολογία σχετικά με το ενδεχόμενο δημιουργίας τρίτης ταινίας, με τον Tarantino να ενισχύει κατά καιρούς τις φήμες ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να γυρίσει διάφορα σχέδια, από κανονικό σίκουελ τοποθετημένο δεκαετίες μετά τα γεγονότα των πρώτων ταινιών έως spin-off κινουμένων σχεδίων. Πλέον ο ίδιος ισχυρίζεται πως αποκλείει την πιθανότητα να ξανασχοληθεί με κάτι τέτοιο, και, μολονότι το ενδεχόμενο ακόμη ενός Kill Bill φαντάζει συναρπαστικό, ομολογούμε πως τα δύο πρώτα μέρη είναι τόσο ολοκληρωμένα, που πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί στο συγκεκριμένο φιλμικό σύμπαν.