Η επιτυχία του John Wick με μια πρώτη ματιά μοιάζει αρκετά παράλογη. Εξάλλου, πώς είναι δυνατόν μια ταινία όπου ένας τύπος εκδικείται το σκυλί του να κερδίσει το ενδιαφέρον θεατών και κριτικών; Ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά όμως, η ταινία του Chad Stahelski, γνωστού κασκαντέρ, αγαπήθηκε τόσο μα τόσο πολύ απ’ το κοινό, ώστε σήμερα όχι μόνο να αναμένουμε την τρίτη ταινία του πιο αναπάντεχου franchise της πρόσφατης μνήμης, αλλά οι χαρακτήρες της να έχουν μεταφερθεί σε κόμικ και σύντομα στην τηλεόραση. Με αφορμή λοιπόν την τρίτη ταινία είναι μια καλή ευκαιρία να εξερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο John Wick έχει αναδειχθεί σε τόσο σημαντικό εκπρόσωπο των ταινιών δράσης.
Απολαυστική σκηνοθεσία, αφηγηματικά οικονομικό σενάριο
Το 2004 ο Peter Greengrass αναλαμβάνει τη δεύτερη ταινία του Jason Bourne, ξεκινώντας μια απ’ τις πιο βασανιστικές μόδες του εμπορικού κινηματογράφου, τις σκηνές δράσεις όπου κυριαρχεί η κάμερα στο χέρι και το γρήγορο, ζαλιστικό μοντάζ. Δέκα χρόνια αργότερα, η σκηνοθεσία του Chad Stahelski, συνέβαλε ώστε αυτή η μόδα να εξαφανιστεί ή έστω να περιοριστεί. Η κάμερα είναι συνήθως σταθερή και το καδράρισμα επιτρέπει την πλήρη παρακολούθηση των εντυπωσιακών χορογραφιών δράσης, οι οποίες μεταπηδούν απ’ το ένα στυλ μάχης στο άλλο με ιδιαίτερη ευκολία, διατηρώντας ζωντανό το ενδιαφέρον των θεατών και προσφέροντας έναν αέρα φρεσκάδας στο είδος.
Εκεί όμως που ξεχωρίζουν οι χορογραφίες των συγκεκριμένων ταινιών απ’ τη μέση ταινία του είδους είναι στις μικρές στιγμές που αφήνουν στους συμμετέχοντες στη μάχη να κοντοστέκονται για μερικά δευτερόλεπτα, ώστε να πάρουν μια ανάσα ύστερα από τα δεκάδες χτυπήματα που δέχονται ή να γεμίσουν με σφαίρες τα όπλα τους. Αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση μπορεί να είναι μονάχα μια μικρή λεπτομέρεια, αλλά αναδεικνύεται στον κρυφό άσσο των συγκεκριμένων ταινιών, αφού προσδίδουν μια αίσθηση τρωτότητας σ’ ένα είδος που κατά κύριο λόγο κατακλύζεται από ακούραστους πολεμιστές – μηχανές.

Η εντυπωσιακή σκηνοθεσία όμως δεν επαναπαύεται μονάχα στις σκηνές δράσεις, αλλά κάνει επίδειξη ισχύος στον τρόπο που αφηγείται την ιστορία, αφού ποτέ δεν ξεχνάει πως ο κινηματογράφος είναι πρωτίστως οπτικό μέσο. Για παράδειγμα, η εισαγωγή του ομώνυμου χαρακτήρα στην αρχική ταινία γίνεται μέσα στο πρώτο τέταρτο μέσα από μια λιγομίλητη εισαγωγή, ταιριαστή στη ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα, ενώ ακόμα πιο εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που χτίζεται ο μύθος του πρωταγωνιστή της, τον οποίον σέβονται και φοβούνται όλοι, ακόμα και οι πιο σκληροί μαφιόζοι. Έτσι, όταν ο πατέρας του Iosef (Alfie Allen) μαθαίνει πως ο γιος του σκότωσε τον σκύλο του John Wick, η αντίδραση του, ένα λιτό, αλλά εκφραστικότατο ‘Oh’ είναι ενδεικτική της απειλής που ακούει στο όνομα John Wick ή για τους πολύ φίλους, Boogeyman.
Χτίσιμο ενός διαφορετικού κόσμου
Ο τρόπος παρουσίασης του John Wick εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια των ταινιών να παρουσιάσουν έναν κόσμο με τη δική του μυθολογία, που λειτουργεί με συγκεκριμένους κανόνες. Έτσι, μπορεί η δολοφονία να μην είναι ταμπού, αλλά δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κανόνες που πρέπει να τηρούνται, με αποτέλεσμα όταν δύο άντρες που παλεύουν και αφήνουν κραυγές πόνου στους δρόμους της Ρώμης βρεθούν στο ξενοδοχείο Continental να επιβάλλεται να σταματήσουν αμέσως τις βιαιοπραγίες και γιατί όχι, να πιουν ένα χαλαρό, ημι-αμήχανο ποτάκι. Η καταπάτηση του ασύλου του ξενοδοχείου αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη αμαρτία για τον κόσμο των εκτελεστών, ακριβώς δηλαδή όπως συνέβαινε και στην αρχαία Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, η μυθολογία που χτίζει η ταινία εμπνέεται διαρκώς από την ρωμαική και της αρχαιοελληνική μυθολογίας. Έτσι, η πρώτη ταινία θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια επαναπροσέγγιση της Θείας Κωμωδίας με τον John Wick να είναι ο ίδιος ο Δάντης που κατεβαίνει στην Κόλαση, έχοντας ως οδηγό-βοηθό τον χαρακτήρα του Βιργιλίου που στην ταινία ερμηνεύει ο διακριτικός William Dafoe που πληρώνει με τη ζωή του τη βοήθεια που προσφέρει στον John Wick, σώζοντας τον τον μερικές φορές από βέβαιο θάνατο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι σκηνές που περιλαμβάνουν την ρωσική μαφία συμβολίζουν τους εννιά κύκλους της Κόλασης, ενώ τα χρυσά νομίσματα που χρησιμοποιούν οι εκτελεστές αντιστοιχούν στα χρυσά νομίσματα που έπρεπε να δώσει κάποιος για μια βόλτα στον Κάτω Κόσμο.

Αν δεχτούμε λοιπόν πως οι δύο αυτές ταινίες λαμβάνουν χώρα στον Κάτω Κόσμο, στην Κόλαση, μπορούμε να εξηγήσουμε εύκολα τους λόγους για τους οποίους οι περισσότερες σκηνές δράσεις πραγματοποιούνται σε υπόγειους χώρους, είτε αυτοί είναι σταθμοί του μετρό, αρχαίες κατακόμβες ή ακόμα και η ίδια η Νέα Υόρκη, της οποίας οι πανύψηλοι και επιβλητικοί ουρανοξύστες αποτρέπουν το φως να φτάσει στο έδαφος, δίνοντας όντως την αίσθηση πως του υπόγειου χώρου.
Η δεύτερη ταινία βρίσκει τον John Wick να επιστρέφει στην Κόλαση που τόσο πολύ προσπαθούσε να αποφύγει, χάνοντας μια για πάντα την ευκαιρία να ζήσει μια διαφορετική ζωή, μακριά απ’ τη βία, το αίμα και τις δολοφονίες. Ουσιαστικά, στη δεύτερη ταινία ο John μετατρέπεται στον Ορφέα, ο οποίος ταξίδεψε στον Κάτω Κόσμο για να πάρει την Ευρυδίκη, αλλά παρ’ ότι είχε υποσχεθεί να επιστρέψει προχωρώντας μπροστά της χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, αθέτησε την υπόσχεση του χάνοντας για πάντα την αγαπημένη του.

Ο θάνατος ως έργο τέχνης
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν που λειτουργεί με τους δικούς του, ιδιαίτερους κανόνες η βία κατέχει ξεχωριστή θέση, η οποία αναδεικνύεται μέσω των χώρων στους οποίους πραγματοποιούνται οι σκηνές δράσης. Έτσι, η διαρκής παρουσία μουσειακών χώρων ή γενικότερα χώρων με σημαντική πολιτιστική σημασία, μετατρέπουν τη βία σε έκθεμα, εξίσου όμορφο με τα αγάλματα ή τους πίνακες ζωγραφικής που την περιτριγυρίζουν. Βέβαια, αυτή η αγάπη για τη βία αποτέλεσε βασικό σημείο κριτικής της δεύτερης ταινίας, αλλά αν ληφθεί υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο της, αυτή η αισθητική επιλογή είναι απόλυτα ταιριαστή σ’ έναν κόσμο που αποτελεί αλληγορία για την κόλαση.

Ο σπουδαίος Keanu Reeves
Το πιο σημαντικό συστατικό της επιτυχίας του John Wick είναι δίχως αμφιβολία ο πρωταγωνιστής της, ο οποίος ενσαρκώνεται ιδανικά απ’ τον Keanu Reeves. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ο αγαπητός Keanu δεν είναι και ο σπουδαιότερος ηθοποιός. Οι εκφράσεις του τις περισσότερες φορές είναι ξύλινες και στις συγκεκριμένες ταινίες αυτό δεν αλλάζει. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρνει να εκφράσει ιδανικά τον πόνο και την απόγνωση του χαρακτήρα που καλείται να ερμηνεύσει.
Ο “σπασμένος” τρόπος ομιλίας του ξεχειλίζει πόνο, ενώ και η κινησιολογία του πείθει πως ο John Wick είναι ένας ημίθεος που μπορεί να μην πεθαίνει, αλλά σίγουρα αντέχει πολλά, πάρα πολλά χτυπήματα. Επειδή όμως κάτω από το ανθρώπινο προσωπείο του, ο John είναι κυρίως πολεμιστής, ο Keanu αναδεικνύει την αξία του στις σκηνές δράσεις. Όχι μόνο φέρνει εις πέρας τις απαιτητικές χορογραφίες, αλλά φαίνεται πως δίνει όλο του το είναι για να βγει ρεαλιστικό το αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί μια σκηνή στη δεύτερη ταινία, όπου ο John παλεύει με έναν άντρα στα σοκάκια της Ρώμης. Η μουσική για πρώτη και μοναδική φορά απουσιάζει με τον μόνο ήχο που ακούγεται να είναι εκείνος από τα βογκητά τους. Η συγκεκριμένη σκηνή μας υπενθυμίζει πως στο τέλος της ημέρας και όσο κι αν προσπαθεί να το αρνηθεί, ο John Wick θα ανήκει στην Κόλαση.
Ο Keanu Reeves είναι ο John Wick.

Συνοψίζοντας, οι περιπέτειες του John Wick κέρδισαν με το σπαθί τους την αγάπη που έχουν δεχθεί, διότι πάνω απ’ όλα σέβονται το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Προσφέρουν αγνή διασκέδαση συνοδευόμενη με εντυπωσιακή και καλογυρισμένη δράση και μπόλικες δόσεις βίας που δύσκολα συναντά κανείς στον εμπορικό κινηματογράφο όπου κυριαρχούν οι “ασφαλείς” υπερήρωες. Το κυριότερο όμως είναι πως ξεχειλίζουν από πάθος για τον κόσμο που χτίζουν, οπότε όταν μας προσκαλούν να τις επισκεφθούμε ξανά και ξανά, εμείς είναι αδύνατον να αρνηθούμε.