Η ομάδα του Epifany θέλει να φέρει τα κόμικς στο περίπτερο!

Σύντομα, στις 6 Δεκεμβρίου, ένα νέο τριμηνιαίο περιοδικό κόμικς ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνιση του στα περίπτερα. Ο λόγος για το Epifany, το οποίο όχι μόνο έρχεται να καλύψει το πρόσφατο κενό που άφησε η απουσία του Μπλε Κομήτη, αλλά έχει ως μακρυπρόθεσμο στόχο να φέρει τον κόσμο στο περίπτερο, να τον “αναγκάσει” να πηγαίνει και να ψάχνει κόμικς, όπως ακριβώς γινόταν σε προηγούμενες δεκαετίες.

Άλλωστε, η γοητεία του χώρου του περιπτέρου των παλιότερων δεκαετιών είναι εκείνη που έφερε κοντά το μεγαλύτερο μέρος των συντελεστών του περιοδικού, οι οποίοι αναπολούν με νοσταλγία τις επικές μάχες που έδιναν ως νεαροί αναγνώστες με τους γονείς τους στην προσπάθεια τους να τους πείσουν να αγοράσουν τελικά τα κόμικς που είχαν επιλέξει με τόση αφοσίωση.

Με αφορμή λοιπόν, την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους, είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με τρεις απ’ τους συντελεστές του, τους Βασίλη Χειλά, Κώστα Παντούλα και Γιώργο Κωνσταντόπουλο, οι οποίοι μοιράστηκαν τις ελπίδες τους για το νέο τους εγχείρημα, τις προσδοκίες τους σχετικά με το εγχώριο αναγνωστικό κοινό, το όραμα τους για το Epifany και εξήγησαν πως η νέα τους προσπάθεια διαφοροποιείται από περιοδικά όπως η Βαβέλ και ο Μπλε Κομήτης.

Αρχικά, θα ήθελα να μου πείτε τι σας παρακίνησε για τη δημιουργία του Epifany.

Γιώργος Κωνσταντόπουλος:: Ο λόγος που γίναμε ομάδα είναι ότι είμαστε και οι τρεις ένθερμοι υποστηρικτές της γνώμης ότι τα κόμικς ανήκουν στο περίπτερο. Αυτό μας ένωσε πρώτη φορά.

Κώστας Παντούλας: Ο Χειλάς ήταν στα περιοδικά από παιδί, από την εποχή της Μαμούθ, ο Κωνσταντόπουλος έχει δουλέψει σε πάγκο, οι γονείς μου είχανε περίπτερο, από παιδιά ζούσαμε το κόμικ στο περίπτερο.

Βασίλης Χειλάς: Το περίπτερο είναι για εμάς μαγικό μέρος. Κάποτε στα περίπτερα υπήρχε ένα τεράστιο τμήμα γεμάτο κόμικς. Ουσιαστικά μεταφερόσουν αλλού

Φώναζε η μαμά σου “ασ’ το κάτω, δεν έχουμε λεφτά!”… (γέλια)

Οι σκληρές μονομαχίες  ήταν όταν είχαν μαζευτεί πολλά και έπρεπε να τα σώσεις απ’ τη μάνα σου. Αυτό ήταν το πρόβλημα όλων μας. Έπρεπε να είσαι πολύ βίαιος απέναντι της (γέλια), να την απειλείς με πολύ άσχημα πράγματα, να της κρύβεις για παράδειγμα δικά της πράγματα…

Κ.Π: Έλα ρε!

Β.Χ: Δεν το’ χω κάνει εγώ, αλλά το’ χα σκεφτεί σε περίπτωση που γινόταν (γέλια). Η μάνα μου, μου πείραζε τα πάντα εκτός απ’ τα κόμικς, γιατί ήξερε πως αν πείραζε κάποιο θα γινόταν Βιετνάμ το σπίτι. Οπότε είχε επιλέξει να μου πειράζει οτιδήποτε άλλο, εκτός απ’ τα κόμικς.

Αυτό θέλουμε. Το περίπτερο πρέπει να επιστρέψει. Ακόμα και αν δε επιστρέψει ως περίπτερο, θα επιστρέψει ως ένα ωραίο μαγαζάκι της γειτονιάς, το οποίο θα’ ναι γεμάτο με κόμικς. Θέλουμε να υπάρχουν κόμικς. Μακάρι να υπήρχε ο Κομήτης, να βγει και το Comic Cultura, να κάνουμε μια πιάτσα. Το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με το περίπτερο είναι ότι κανείς δεν πιστεύει πως μπορεί να βρει εκεί κόμικς, οπότε δεν ψάχνει να τα βρει. Αν ο άλλος ξέρει, ας πούμε, ότι υπάρχει ένα stand που έχει πενήντα κόμικς και δεν είναι όλα Disney -που να πάρει και να σηκώσει!-, μπορεί να ψάξει και να αγοράσει κάποιο. 

Σας άγχωσε καθόλου η παύση του Μπλε Κομήτη;

Γ.Κ: Ήμασταν αγχωμένοι από πριν, πριν κλείσει ο Κομήτης. Δεν χρειαζόταν να κλείσει ο Κομήτης για να αγχωθούμε (γέλια).

Β.Χ: Το λέγαμε πολύ καιρό. Ήταν στα σκαριά πολύ καιρό, απλώς έπρεπε να μαζέψουμε τις ιδέες, τους σωστούς συνεργάτες. Κάποιους απορρίψαμε, κάποιους άλλους προσθέσαμε. Οπότε το ότι έκλεισε ο Κομήτης, ήταν ένα δυσάρεστο γεγονός, αλλά τελικά δεν μας επηρέασε.

Κ.Π: Εμείς το είχαμε πάρει απόφαση, θα το κάναμε ούτως ή άλλως. Και είχαμε και τις σκέψεις ότι αν είμαστε μαζί με τον Μπλε Κομήτη ή με οποιοδήποτε άλλο περιοδικό, αυτό θα είναι καλός οιωνός, γιατί δημιουργεί αυτό που λέει ο Βασίλης, μια πιάτσα στο περίπτερο. Η απογοήτευση μας ήταν σχετικά με τη δυσκολία εύρεσης του κοινού.

Εσείς σε πιο κοινό στοχεύετε;

Γ.Κ: Στοχεύουμε σε ένα κοινό που δεν ξέρουμε αν υπάρχει στην Ελλάδα και είναι τελείως πειραματικό, δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε.

Ποιά θα είναι η δομή του περιοδικού;

Β.Χ: Εμείς επικεντρωνόμαστε σε μεγάλα storylines, δηλαδή ιστορίες που συνεχίζονται για πολλά τεύχη. Προς το παρόν, έχουμε εφτά σειρές, οι οποίες θα συνεχιστούν τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε τεύχη, αν επιβιώσει το περιοδικό. Έχουμε μέσα και άρθρα που αφορούν τα κόμικς, έχουμε και συνεντεύξεις. Επίσης, θα επικεντρωθούμε στους συλλέκτες, επειδή τα κόμικς για εμένα είναι συλλογή. Να τα παίρνει δηλαδή ο άλλος, να τα βλέπει το ένα δίπλα στο άλλο και να χαίρεται, ακόμα και αν δεν τα βλέπει κανένας άλλος. Παλιά για να καταλάβεις, πολλοί που διάβαζαν κόμικς, τα έκρυβαν. Είμαι, ξέρω ‘γω, δεκαπέντε χρονών, προσπαθώ να ρίξω μια γκόμενα, αν με δει να έχω το μίκι μάους, θα ξεφτιλιστώ! Οπότε, διάβαζαν όλοι μεν, αλλά μέχρι τα δώδεκα, δεκατρία, από εκεί και έπειτα σταματάγανε.

Πάμε να δώσουμε στο κοινό ιστορίες, δεν πάμε πιστεύοντας ότι κάνουμε Τέχνη. Δεν είμαστε ούτε ζωγράφοι, ούτε λογοτέχνες. Είμαστε με μια μαζική τέχνη, η οποία ονομάζεται από κάποιους Ευρωπαίους διανοούμενους “9η Τέχνη” και η υπόλοιπη ανθρωπότητα γελάει με αυτόν τον ορισμό. Δεν την αναγνωρίζουν, είμαστε στο περιθώριο. Ο πιο γνωστός Έλληνας κομιξάς είναι ο Αρκάς και ο δεύτερος δεν υπάρχει. Κανείς, πέρα απ’ το χώρο μας, δεν ξέρει ποιός είναι. Θέλουμε να φτιάξουμε ένα κοινό απ’ την αρχή.

Γ.Κ: Εγώ θα πάω λίγο κόντρα στο Βασίλη. Δεν με ενδιαφέρει να δω το έντυπο σαν συλλεκτικό. Γενικότερα, τα κόμικς δεν τα βλέπω σαν συλλεκτικά. Στην πορεία μπορεί να γίνουν, αλλά σε πρώτη φάση θέλω να τα δούμε σαν μέσο. Μπορεί να το διαβάζει ο άλλος και να το πετάει, δεν με ενδιαφέρει. Πρέπει πρώτα να εστιάσουμε στο τι είναι αυτό το πράγμα. Δεν με ενδιαφέρει να είναι όμορφο, να δείχνει ωραίο στο ράφι, αλλά να περνάει καλά αυτός που το διαβάζει. Η αλήθεια είναι πως μου έχει λείψει το να διαβάζω τα κόμικς.

Αυτό που λές είναι αρκετά ενδιαφέρον, μιας και το κόμικ ξεκίνησε ως λαϊκό μέσο, αλλά πλέον βλέπεις πανάκριβες εκδόσεις με σπάνιες συλλογές.

Γ.Κ: Στην Ελλάδα το προσπεράσαμε αυτό το βήμα, δεν ασχοληθήκαμε. Είναι ένα από τα βασικά βήματα τα οποία τα αμελήσαμε και νομίζω πως πρέπει να γυρίσουμε λίγο πίσω να το ενθαρρύνουμε, να έχουμε μια καλύτερη βάση, ώστε να πάνε και κάπου αλλού τα κόμικς.

Κ.Π: Είναι σαν το ρεμπέτικο που το χτυπάγανε, το κυνηγάνε και μετά μπήκε στα σαλόνια και ξαφνικά έγινε αποδεκτό.

Β.Χ: Βασικά αυτό που έχω πει πολλές φορές είναι ότι η ελληνική σκηνή δεν είχε μαζική απήχηση. Το ελληνικό mainstream είναι ότι είναι για τους ξένους το underground. Σε εμάς, mainstream ήταν η Βαβέλ. Για έναν οποιοδήποτε ξένο όμως, η Βαβέλ ήταν ένα underground περιοδικό. Εμείς δεν περάσαμε το εφηβικό στάδιο των κόμικς, πήγαμε απ’ τα παιδικά απευθείας στα underground. Τα υπερηρωικά δεν έπιασαν στην Ελλάδα, γιατί τα εξέδιδε ο Καμπανάς με τις εκδόσεις του να είναι τόσο κακές, ώστε ένας κανονικός άνθρωπος να μην μπορεί να τις διαβάσει.

Ουσιαστικά, εμείς περάσαμε από τα δώδεκα έτη που διαβάζαμε Αστερίξ και Λούκυ Λουκ, στα δεκαοχτώ που πηγαίναμε στη Βαβέλ. Γι’ αυτό και η Βαβέλ δεν έγινε ποτέ συλλεκτική, γιατί η συλλογή έχει σχέση με το παιδικό συναίσθημα. Η Βαβέλ δεν σου γεννάει κανένα παιδικό συναίσθημα, την έμαθες για να τραβάς καμιά μαλακία. Είχε κάτι ωραίες γκόμενες στο εξώφυλλο κι ο άλλος τη διάβαζε δίχως να καταλαβαίνει τις ιστορίες, γιατί δεν ήξερε από κόμικς. Δεν τα είχε διδαχτεί.

Εμείς πάμε κόντρα, πάμε να χτυπήσουμε ένα κοινό εν υπνώσει, ένα κοινό που ενδεχομένως δεν υπάρχει. Χτυπάμε την πόρτα ενός τύπου, ο οποίος θα το πάρει και θα πει “ρε μαλάκα, αυτόν τον ήρωα θέλω να τον διαβάσω και μετά”. Θέλουμε η ιστορία να σε εξαναγκάσει να πάρεις το επόμενο.

Το “a suivre”, που λένε οι Γάλλοι, το “συνεχίζεται”, δεν το έβαζαν τυχαία, το τέλος ήταν κατασκευασμένο με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άλλος να πωρωθεί και να πάει να το αγοράσει. Αυτό δεν υπήρξε ποτέ στην ελληνική σκηνή των κόμικς για τον απλούστατο λόγο ότι αυτοί που κατασκεύαζαν κόμικς δεν είχαν τις τεχνικές γνώσεις για να μπορέσουν να το κάνουν έτσι. Ο Μπλε Κομήτης πήγε να το γυρίσει σε κανονικό περιοδικό, όπως έπρεπε να είναι απ’ την αρχή, και γι’ αυτό το άφησαν οι αναγνώστες. Επειδή ήθελαν μια Βαβέλ, δεν ήθελαν ένα περιοδικό με μεγάλες, κανονικές ιστορίες. Δεν τις έχουν συνηθίσει, δεν μπορούν να τις αφομοιώσουν, δεν είναι εκπαιδευμένοι γι’ αυτό, πρέπει να τους εκπαιδεύσουμε.

Γ.Κ: Με άλλα λόγια δεν συμφέρει να το κάνουμε αυτό [το Epifany], και εμείς λέμε ότι αυτό ακριβώς θα κάνουμε! (γέλια)

Β.Χ: Θα τους βρούμε τους αναγνώστες! Πιστεύουμε ότι το 2019 οι Έλληνες μπορούν επιτέλους να φτιάξουν κανονικά κόμικς! Τα κόμικς δεν είναι ούτε αυτά που υπάρχουν στην γκαλερί, που βάζουν τρεις πίνακες στη σειρά, τους φωτογραφίζουν, εκδίδουν τις φωτό και μετά όλοι πρέπει να πουν “τι καταπληκτικό”! Γιατί αν το αμφισβητήσεις αυτό, θα βγει ο “κριτικός” και θα πει “ποιός είσαι εσύ, μήπως διαβάζεις Spider-Man;!” (γέλια). Αυτό είναι η καταστροφή των ελληνικών κόμικς.

Γ.Κ: Κάτι διαφορετικό που θέλουμε να κάνουμε, που δεν το συναντάμε συχνά, είναι ότι θέλουμε να εστιάσουμε στους χαρακτήρες. Δεν μας ενδιαφέρει να πει ο άλλος ότι διάβασα Παντούλα ή Κωνσταντόπουλο, παρ’ όλο που μας τιμάει και μας αρέσει. Θέλουμε να πει ότι διάβασα τον Στρατιώτη Κέιν, διάβασα τον Τάλο.

Θα μπορούσε λοιπόν την επόμενη σεζόν, τον Στρατιώτη Κέιν να τον αναλάβει κάποιος άλλος, είτε από εσάς, είτε όχι;

Κ.Π: Το μεγάλο στοίχημα είναι το εξής, να υπάρχει ένας πυρήνας καλλιτεχνών που να είναι ευχαριστημένοι, να εκφράζονται και να γίνεται σωστή δουλειά, να γίνεται σωστό editing και αυτό που θέλουμε είναι συνεχίζοντας με αυτόν τον ρυθμό, αν γίνει κάτι τέτοιο, να έχει εδραιωθεί ο χαρακτήρας και η αλλαγή να μην ξενίσει. Είναι σημαντικό.

Γ.Κ: Αν γίνει, θα γίνει από ανάγκη, δεν είναι ότι το βλέπουμε σαν παιχνίδι, ότι οκέυ στο επόμενο κόμικ ας κάνεις εσύ τη δουλειά μου και εγώ τη δικιά σου.

Β.Χ: Ουσιαστικά, θέλουμε μια ομάδα σαν την Εθνική του Ρεχάγκελ. Έντεκα παίκτες, δεν μπαίνει κανένας, εκτός κι αν τραυματιστεί κάποιος, μέχρι να πουν όλοι πως Εθνική ομάδα είναι ο Χαριστέας, ο Ζαγοράκης κλπ. Θέλουμε ο άλλος να λέει πως αυτό το περιοδικό είναι ο Κέιν του Παντούλα, ο He-Punk του Λώλου κλπ. Θέλουμε ο ήρωας και η ιστορία να χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη.

Κ.Π: Έχουμε ένα κόνσεπτ, ξέρουμε απ’ όλους τους δημιουργούς προς τα που το πάνε και θα επενδύσουμε σε όλους. Αν τα καταφέρουμε και ξεπεράσουμε τον χρόνο, τα δύο ή τα τρία χρόνια, μπορεί να πάρουμε τον πιο γνωστό χαρακτήρα -και όπως συμβαίνει και στο 2000AD- να παίξουμε με αυτόν τον ήρωα. Παρ’ όλα αυτά, για ένα-δύο χρόνια, εγώ πιστεύω ότι πρέπει να επενδύσουμε σε όλες τις ιστορίες, ακόμα και αν κάποια δεν τραβήξει. Με αυτές ξεκινήσαμε, πρέπει να επενδύσουμε σ’ αυτές. Η μεγαλύτερη αποτυχία δεν θα είναι τα λίγα αντίτυπα, αλλά το να φύγει έστω και ένας απ’ τον πυρήνα μας. Θέλουμε να επενδύσουμε σε όλες τις ιστορίες μας, γιατί κάποιες από αυτές μπορεί να αργήσουν να βρουν το κοινό τους.

Ποιοί καλλιτέχνες συμμετέχουν στο Epifany;

Κ.Π: Εκτός από τη διευθυντική ομάδα, που είμαστε εμείς οι τρείς και ο Βασίλης Γέρκου, έχουμε ακόμα τους Βασίλη Λώλο, Γιάννη Δαλκίδη, Βασίλη Ζήκο, Jimmy Captain, Κωνσταντίνο Αθανασόπουλο, Rithinor και Zama.

Γ.Κ: Επίσης, να τονίσουμε πως τα κόμικς είναι συνεργατικά, δεν είναι one man army. Έχουμε colorist τον Αθανασόπουλο και τον Rithinor σε Grrrowl και Τalos αντίστοιχα,  ο Ζαμάς βοηθάει στους διαλόγους του Talos.

Β.Χ: Εγώ ουσιαστικά ανασκευάζω το σενάριο του Blood Cracker. Εδώ θα δείτε να ζωντανεύει η εποχή Kirby – Stan Lee. Όπως κατασκεύαζαν τα κόμικς τότε, συμβαίνει  τώρα με το Blood Cracker. Είναι ακριβώς η ίδια τεχνική, το “Marvel way” της δεκαετίας του ’60. Έγινε τυχαία, αλλά θα το δείτε να ζωντανεύει τώρα.

Κ.Π: Αυτό που συνειδητοποιούμε και εμείς, ο Κωνσταντόπουλος και εγώ με το editing του Χειλά, είναι ότι πάντα πρέπει να έχεις έναν ή και δύο καλούς editors πριν βγάλεις το κόμικ σου. Και αυτό είναι συμβουλή και για τα παιδιά που βγάζουν fanzine, βρείτε ανθρώπους που ξέρουν να γράφουν και ξέρουν να σου μαζεύουν το κείμενο. Και σας το λέω εγώ  που είμαι δυσλεκτικός, όταν έβγαζα τον Κέιν είχα δύο editors.

Ποιά κόμικς θα βρει κανείς στο Epifany;

Β.Χ: Εγώ κάνω δύο κόμικ. Το πρώτο, είναι το GRRRROWL, το οποίο σχεδιάζει ο Jimmy Captain, ένα φοβερό ταλέντο, του οποίου η εξέλιξη πιστεύω πως θα είναι δραματική τα επόμενα χρόνια. Είναι μια ιστορία  μυστηρίου, εμπνευσμένη από το Cat People του Τουρνέρ, που διαδραματίζεται στην Αθήνα, σε πιο φτωχές περιοχές, όπως τα δυτικά προάστια. Έχει αρκετά υπερηρωικά στοιχεία, αλλά κυρίως στοιχεία μυστηρίου, γιατί έχω μια αδυναμία στα κόμικς μυστηρίου.

Το δεύτερο κόμικ που φτιάχνω είναι το Blood Cracker. Η σύλληψη είναι του Βασίλη Γέρκου. Όπως ακριβώς ο Kirby έκανε το layout και ερχόταν ο Stan Lee και τοποθετούσε τα λόγια, κάνουμε ακριβώς αυτό. Πρόκειται για μια ιστορία που διαδραματίζεται σε μια φανταστική διάσταση, με έντονα στοιχεία επιστημονικής φαντασίας και κυρίως εξαιρετικό σχέδιο απ’ τον Βασίλη, ο οποίος είναι απ’ τα μεγαλύτερα ταλέντα στην Ελλάδα και τρομερός επαγγελματίας.

Η συνεισφορά μου είναι σε αυτά τα κόμικς και στα υπόλοιπα παιδιά κάνω το editing. Ουσιαστικά, πιάνω κάποια πράγματα τα οποία βλέπω ότι δεν ταιριάζουν ακριβώς και κάνω διορθώσεις. Δεν επεμβαίνω δραστικά στα κείμενα τους, αυτά είναι αποκλειστικά δικά τους.

Γ.Κ: Εγώ κι ο Κώστας κάνουμε το Talos, ένα κόμικ στην μετα-αποκαλυπτική Αθήνα με  mech fights. Προς το παρόν αυτά, δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω.

“Blood Cracker”, των Βασίλη Γέρκου και Βασίλη Χειλά
Πώς και τοποθετείται στην Αθήνα;

Γ.ΚΓιατί οπουδήποτε αλλού έχει ήδη γίνει (γέλια). Είναι αυτό που σου’ πα και πριν. Από μια άποψη γυρίζουμε σε πράγματα που τα έχουμε ήδη ξαναδεί, αλλά δεν έχουμε συνηθίσει να γίνονται σε περιβάλλον που αναγνωρίζουμε. Οπότε θέλουμε να είναι Έλληνες οι χαρακτήρες μας, όχι επειδή έχουμε κάποιο κόλλημα, αλλά επειδή θέλουμε να είναι πιο οικείο στον αναγνώστη μας.

Κ.Π: Το μεγάλο πνεύμα του κόμικ είναι ο Γιώργος. Είχαμε δουλέψει…

Γ.Κ: Πρέπει να πούμε πως ξεκίνησε η ιστορία. Με είχε μεθύσει ο Κώστας, δεν θυμάμαι τι είχαμε κάνει, άρχισε να μου λέει βλακείες για κόμικς που ήθελε να φτιάξουμε, εγώ έκανα πως τον ακούω, γιατί δεν άντεχα να του αντιμιλήσω και σε κάποια φάση μου λέει θα κάνουμε αυτό, θα είναι έτσι, θα’ ναι αλλιώς. Εγώ εκείνη τη στιγμή μάλλον βαριόμουν να πω όχι, οπότε του λέω “εντάξει, ας το κάνουμε” και κώλωσε. Δεν το περίμενε, και δειλά απαντάει, “οκ, ας το κάνουμε”. Στην πλάκα ξεκίνησε, αλλά το αγαπήσαμε στην πορεία. (19′ 19″) Είναι σαν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, δεν την έχεις οργανώσει, αλλά το αγαπάς μετά το παιδάκι.

Κ.Π: Ναι, γιατί ήμαστε μεθυσμένοι (γέλια). Η ιστορία [του Talos] ξεκινάει ως action, αλλά πιο μετά θα δείτε ότι η ιστορία βασίζεται σε πολεμικά γεγονότα που έχουν γίνει στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορώ να πω παραπάνω. Θα το καταλάβετε πολύ πιο μετά, σε κάνα χρόνο. Δεν είναι κάτι τυχαίο. Μπορεί να κάνουμε την πλάκα μας, ότι υπάρχει αυτός ο πόλεμος με τους εξωγήινους, τα ρομπότ κι όλα αυτά, υπάρχει όμως πάρα πολύ πράγμα από πίσω. Γιατί έτσι είναι και το Neon Genesis Evangellion κι όλα τα mecha, το πάνε αλλού. Πιάνουν από γεωπολιτική μέχρι ο,τι θες.

“Talos”, των Γιώργου Κωνσταντόπολου και Κώστα Παντούλια

Για τον Στρατιώτη Κέιν τώρα. Από το 2008 μέχρι το 2010 που το σταμάτησα είχα κάνει πέντε τεύχη. Κι από τότε είχα περίπου τέσσερις διαφορετικές συνέχειες στο μυαλό μου για χρόνια. Μετά από περίπου δέκα χρόνια, μου’ ρθε μια ιδέα που δεν γινόταν να μην την κάνω κόμικ. Βλέποντας αυτά που συμβαίνουν στην Κίνα, και αργότερα, αφού είχα γράψει το σενάριο, αυτά που γίνονται τώρα στο Χονγκ Κονγκ, διαπιστώνω ότι ίσως ο φόβος που είχα πάντα, ότι ίσως γυρίσουμε στη δικτατορία, γιατί ξέρω ότι τα πολιτεύματα κάνουνε κύκλους, μπορεί να επαληθευθεί.

Κοιτάω και εξετάζω, λοιπόν, μια ευρωπαϊκή δικτατορία ακόμα μεγαλύτερη απ’ αυτή που υπήρχε και ξεκινάει από espionage, σε μια καθημερινότητα με περιπολίες, που δεν μπορείς να περπατήσεις πουθενά και με ένα, ας το πούμε αντάρτικο με κάποιους πρώην ευρωστρατιώτες που αποφασίζουν να εξεγερθούν σε αυτό το σύστημα, ξεκινώντας μια τεράστια τρομοκρατία ενάντια αυτής της δικτατορίας. Αλλά μιλάμε για μια δικτατορία που αμα η κυβέρνηση δεν σε γουστάρει, την άλλη μέρα δεν έχεις σπίτι, δεν δουλεύει η κάρτα, δεν έχεις ρεύμα, δεν μπορείς να πιάσεις δουλειά. Είχα την ανάγκη να δείξω πως θα ήταν κάτι τέτοιο στην Ευρώπη και κυρίως στην Αθήνα.

Άρα και εσύ πιάνεις την Αθήνα;

Κ.Π: Μόνο Αθήνα, όλα τα βλέπεις μέσα απ’ την Αθήνα. Ξεκινάει απ’ τον Μαύρο Οκτώβρη, που καίγεται όλη η Ευρώπη και το καταλαβαίνεις και απ’ τον Κέιν που λέει ότι είναι μια οργανωμένη επίθεση του ευρωστρατού, ο οποίος καταλύει τη δημοκρατία σ’ όλη την Ευρώπη και όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Είναι οργανωμένη επίθεση από κάποιους ακραίους και ο κόσμος νομίζει πως η δημοκρατία δεν ευδοκίμησε και αρχίσαμε να σφαζόμαστε μεταξύ μας. Πάνω σε αυτό, μιλάω για την εξουσία, αλλά και για τον ίδιο τον Κέιν.

Βασίζομαι πάνω σε κάποια μηνύματα που είχα ανταλλάξει με κάποιον συλλέκτη το 2008, ο οποίος μου είχε πει “κι αν γινόταν καλός ο Κέιν;” Κάτι τέτοιο είναι απίστευτα δύσκολο, γιατί είναι ο χειρότερος άνθρωπος που μπορεί να υπάρξει, είναι το πιο μεγάλο παρτάλι. Αλλά βλέποντας μετά από χρόνια σειρές σαν και το Breaking Bad, είπα ότι καλός δεν μπορεί να γίνει, αλλά θα τον αναγκάσουμε να κάνει καλά πράγματα που θα μας κάνουν να τον γουστάρουμε περισσότερο. Αυτή τη φορά δεν θα είναι με τη μεριά της δικτατορίας, θα΄ναι απ’ την άλλη πλευρά. Εκεί θα’ ναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί οι άλλοι θα’ θέλουν να τον σκοτώσουν, αλλά δεν θα μπορούν για διάφορους λόγους.

Ο “Στρατιώτης Κέιν” του Κώστα Παντούλια επιστρέφει στις σελίδες του Epifany
Κάτι τελευταίο που θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες;

Κ.Π: Για εμάς, που είμαστε επαγγελματίες και ζούμε από αυτό, το Epifany είναι μια από τις τελευταίες ευκαιρίες των κόμικς του περιπτέρου. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην είναι το κύκνειο άσμα τους και θα προσπαθήσουμε να ξαναβρούμε το κοινό.

Β.Χ: Για να πούμε και την αλήθεια, όταν κλείνει ο Κομήτης που, ειδικά στα πρώτα τεύχη, τον αγκάλιασε όλη η εγχώρια σκηνή, βγήκε στις τηλεοράσεις, όλοι είχαν τις καλύτερες προθέσεις να φτιάξουν τα καλύτερα κόμικς, δούλεψαν σκληρά, ο Γούσης διαλύθηκε στη δουλειά και τελικά απέτυχε και αυτό…ε, τότε λες ότι πηγαίνεις με μια άλλη συνταγή που είτε πάει άπατη, είτε γίνεται χιτ.

Κ.Π: Το Epifany βγαίνει με ένα περίστροφο στο κεφάλι που λέγεται πωλήσεις. Εμείς πρώτα απ’όλα θέλουμε να πωρώσουμε το κοινό μας και να το μεγαλώσουμε. Δεύτερον, δεν βγαίνουμε με επιδοτήσεις, δεν βγαίνουμε με μεγάλα λεφτά από πίσω, απ’ την τσέπη μας όλα τα βάζουμε. Και τρίτον, δεν υπάρχει λογοκρισία. Θα κάνει trigger σε πολύ κόσμο. Το οποίο δεν μας ενδιαφέρει, γιατί μεγαλώσαμε σε μια εποχή που δεν υπήρχε λογοκρισία. Προτιμώ να κάνεις κάτι λάθος και να σε βρίσω μετά και το βρισίδι να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, παρά να ζούμε σε μια κοινωνία που όλοι διαλέγουν το καλύτερο κομμάτι απ’ τον μπουφέ.

Θέλει ειλικρίνεια η φάση. Είμαστε καλά παιδιά, κάνουμε κόμικς γιατί τα γουστάρουμε και το ότι δεν υπάρχει λογοκρισία πιστεύουμε πως θα μας φέρει κόσμο. Γιατί ζούμε σε μια κοινωνία που έχει γεμίσει με λογοκρισία και δεν μπορεί να υπάρξει το ακατέργαστο, το ωμό που θα σου μιλήσει κατευθείαν στη ψυχή.

Τώρα αυτό είναι τεράστια κουβέντα, οπότε για να κλείσουμε λίγο πιο χαλαρά, είδατε κάποια σειρά ή ταινία ή διαβάσετε κάποιο κόμικ που σας ενθουσίασε τον τελευταίο καιρό;

Β.Χ: Εγω είδα μια καταπληκτική σειρά στο Netflix, το The Haunting of Hill House, το οποίο για μένα είναι ένας συνδυασμός Λάμψης, Ενοίκου του Πολάνσκι με στοιχεία απ’ τους Άλλους του Αμενάμπαρ και όλα αυτά τα έχει κάνει ένα τρομερό χαρμάνι βγάζοντας ένα αποτέλεσμα καλύτερο και απ’ τα τρία.

Γ.Κ: Αν με ρώταγες πριν δυο μέρες θα σου έλεγα το The Boys, αλλά είδα χθες το Klaus στο Netflix, το οποίο είναι μια 2D ταινία με τον Αη Βασίλη, το οποίο μου θύμισε πόσο θα είχαν εξελιχθεί οι animated ταινίες της Disney απ’ τα 90s μέχρι τώρα και πραγματικά με χαροποίησε πάρα πολύ.

Κ.Π: Εγώ είδα το Four Flies on Grey Velvet του Dario Argento, επειδή μιλάω με έναν πελάτη και μου το ‘δειξε και έπαθα τραμπάκουλο. Argento θεός, δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Και το καλύτερο κόμικ που διάβασα τελευταία είναι ένα κόμικ το οποίο έχει το φλογερό πνεύμα το επουράνιο του 2000 AD, του Shonen Jump και του Heavy Metal, και το οποίο λέγεται Epifany. Το’ χω διαβάσει και θα το διαβάσετε και εσείς σε λίγο (γέλια)!

Σχόλια

Your email address will not be published.