Αποτίμηση φόρου τιμής ή απλώς ιστορική καταγραφή; Αυτό είναι και το ερώτημα που με προβληματίζει περισσότερο όταν καλούμαι να δω ιστορικές ταινίες. Το νέο φιλμ του Νικόλα Δημητρόπουλου, μόλις τρίτο μετά το Alter Ego και τις 180 μοίρες, βρίσκεται στο μεταίχμιο, το οποίο πριν καν βγει στις ελληνικές αίθουσες έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, με τις κατηγορίες από τις οικογένειες των θυμάτων να δίνουν και να παίρνουν.
Στο σήμερα, μια γερμανίδα δικηγόρος και εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης εναντίον της ελληνικής αξίωσης για πολεμικές αποζημιώσεις για την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, ονόματι Caroline, ταξιδεύει στα Καλάβρυτα προκειμένου να μάθει περισσότερα για τα όσα συνέβησαν εκεί κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό να μπει φρένο στο αίτημα της Ελλάδος για πολεμικές αποζημιώσεις αναφορικά με την σφαγή των Καλαβρύτων. Στο ταξίδι της θα συναντήσει και θα συνομιλήσει με τον Νικόλα Ανδρέου, τον οποίο ερμηνεύει ο αείμνηστος Max Von Sydow στον τελευταίο καταγεγραμμένο ρόλο της καριέρας του, έναν από τους τελευταίους επιζήσαντες της τραγωδίας αυτής. Μέσα από την δική του αναδρομική αφήγηση, η Caroline θα συνειδητοποιήσει την επίδραση ενός τέτοιου τραγικού γεγονότος στην ψυχή του ανθρώπου, που δεν ηρεμεί μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη, ενώ, παράλληλα, θα συμβιβαστεί με το γεγονός πως πολλές φορές η νομική επιστήμη αδυνατεί να αναμετρηθεί με την ιστορία.Διαιρεμένη σε δύο άξονες (παρελθόν-παρόν), με αυτόν του παρόντος να είναι και ο πιο άνευρος και σκηνοθετικά-σεναριακά αδύναμος (παρά το γεγονός πως το φιλμ αφορμάται από το σήμερα, προκειμένου να αφηγηθεί τα τραγικά γεγονότα), μη μπορώντας να συντονιστεί σε κανένα σημείο του φιλμ με αυτόν του παρελθόντος, η ταινία αδυνατεί να δημιουργήσει και, συνεπώς, να επικοινωνήσει το απαιτούμενο συναισθηματικό κλίμα.
Κάθε ταινία που τοποθετείται απέναντι στο βάρος της Ιστορίας σηκώνει δεδομένα βαρύ φορτίο. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό καθ΄αυτό το βάρος των ιστορικών γεγονότων είναι εκείνο που σε φορτίζει συναισθηματικά, από την αρχή μέχρι το τέλος, προκαλώντας σου συγκίνηση και ρίγος, και όχι η ίδια η ταινία, παρά τις αγνές και φιλότιμες προθέσεις της.Το παρελθοντικό κομμάτι του φιλμ, αυτό των εμπόλεμων Καλαβρύτων, δοσμένο με διαδοχικά flash back μέσα από την οπτική γωνία, του τότε, μικρού Νικόλα, είναι αξιόλογο και με το παραπάνω. Μελαγχολικό, ανθρωποκεντρικό και σκηνογραφημένο με τα ζοφερά χρώματα της κακουχίας και της εξαθλίωσης. Η μπαρουτοκαπνισμένη σκηνοθετική ματιά του Δημητρόπουλου διαθέτει πυγμή, προσωπικό στυλ και ένταση (σε αντίθεση με το αμήχανο μέρος που εκτυλίσσεται στο παρόν), αποτυπώνει ορθά το κλίμα της εποχής και λαμβάνει δυνατές ερμηνείες από την τετραμελή οικογένεια Ανδρέου (Σκιάδη, Παπαγιάννης).
Η επίμαχη σκηνή, ως προς την ιστορική αλήθεια η μη, που έχει προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων και που απεικονίζει την απελευθέρωση των γυναικοπαίδων, τα οποία είναι εγκλωβισμένα μέσα σε ένα φλεγόμενο σχολείο, από έναν «καλό» ναζί (λίγο οξύμωρο), κατ’ εμέ είναι και η πιο δυνατή. Και αυτό γιατί το φιλμ είναι εμπνευσμένο από τα ιστορικά γεγονότα, γεγονός που ο Δημητρόπουλος φροντίζει να καταστήσει σαφές εξαρχής. Με αυτόν τον τρόπο το αντιμιλιταριστικό μήνυμα του, που δίνει χώρο στην πίστη της ανθρωπότητας να αναπτυχθεί, γίνεται πιο κατανοητό, χωρίς, παράλληλα, να αλλοιώνει την ουσία όσων συνέβησαν. Γιατί οι φρικαλεότητες σε βάρος αμάχων, οι σφαγές, οι καταστροφές νοικοκυριών και περιουσιών, το αντίκτυπο στις ψυχές των επιβιώσαντων, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Είναι Ιστορία.Το άχθος που κουβαλάει το φιλμ στις πλάτες του είναι από μόνο του πολύ μεγάλο. Παρ΄όλα αυτά, το τελικό αποτέλεσμα είναι τίμιο. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο από μια mainstream ταινία για αυτή τη μελανή περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Και έτσι πρέπει (και οφείλει) να θεαθεί. Ως ταινία μυθοπλασίας (ειδεμή μιλάμε για παραχάραξη της Ιστορίας). Μακριά από προκαταλήψεις. Και αν μετά την προβολή μπεις και ψάξεις και αναζητήσεις, έστω και λίγο, το τι πραγματικά συνέβη, το φιλμ έχει πετύχει τον σκοπό του.