Όσα θυμόμαστε μας επηρεάζουν σε όλες μας τις σκέψεις και αποφάσεις και κατ’ επέκταση μας διαμορφώνουν σαν προσωπικότητες. Φυσικά όμως δεν είναι ούτε δυνατό ούτε και θεμιτό να θυμόμαστε τα πάντα. Η μνήμη προκύπτει τόσο από την θύμηση όσο και από την λήθη. Μέσα από την μνήμη μας υπάρχουμε. Τι γίνεται όμως όταν κάποιος ξεχάσει τα πάντα; Σταματάει μήπως να υπάρχει ή κερδίζει μια νέα ζωή;
Σε μια κάπως αλλόκοτη Αθήνα ξεσπά μια πανδημία (δεν πιστεύω να σας έλειψε η λέξη;) όπου τα θύματα της απροειδοποίητα ξεχνούν τα πάντα. Όταν η ολοκληρωτική λήθη σου χτυπήσει την πόρτα, αν δεν έχει μαζί σου κάποιο αποδεικτικό έγγραφο, οδηγείσαι σε μια κλινική μνήμης όπου ελπίζεις κάποιος συγγενείς ή φίλος να σε αναζητήσει. Αν πάλι δεν σε ψάξει κανείς, τότε μπορείς να ενταχθείς σε ένα πρόγραμμα για την δημιουργία μια «νέας ταυτότητας». Μια ομάδα ειδικών θα σου προσφέρει χρήματα και στέγη, υπό την προϋπόθεση να εκτελείς τις αποστολές που θα σου αναθέτουν καθημερινά και βγάζοντας φωτογραφίες ως αποδεικτικά, προκειμένου να αποκτήσεις νέες μνήμες και να φτιάξεις μια καινούργια ζωή. Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα ενταχθεί και ο Άρης (Άρης Σερβετάλης), μέσα από το οποίο θα γνωρίσει και ένα άλλο θύμα της πανδημίας, την Άννα (Σοφία Γεωργοβασίλη).
Τα Μήλα του Χρήστου Νίκου φαίνονται να συνεχίζουν την ελληνική «weird wave» παράδοση(;) προσφέροντας όμως και μια διαφορετική ματιά. Συμπόνια, συγκίνηση αλλά και χιούμορ ζητάνε μια θέση στην ταινία, πάντα όμως σε ήπιους τόνους. Οι «λανθιμικές» επιρροές στο ύφος είναι ξεκάθαρες (άλλωστε ο Νίκου στο παρελθόν έχει εκτελέσει χρέη βοηθού σκηνοθέτη στο πλευρό του Γιώργου), με τον κόσμο των «Μήλων» όμως να είναι πολύ πιο ευαίσθητος και συναισθηματικός.
Το ευφάνταστο σενάριο (Χρήστος Νίκου και Σταύρος Ράπτης) είναι σίγουρα ένα από το ιδιαίτερα στοιχεία της ταινίας, και δίνει στον Νίκου την δυνατότητα να χτίσει έναν ξεχωριστό κόσμο που θα χωρέσει όλα όσα τον απασχολούν. Οι ανθρώπινες σχέσεις, η μοναξιά, η επικοινωνία , η ταυτότητα και το πένθος εμφανίζονται σε όλο το φιλμ μέσα από το έξυπνο αφηγηματικό όχημα της λήθης. Πώς είναι άραγε να μην σε αναζητά κανείς; Μπορείς να φτιάξεις μια καινούργια ζωή μέσα από «στημένες» μνήμες που σου έχουν υποδείξει κάποιοι «ειδικοί»; Πώς μπορείς να βρεις την ταυτότητα σου όταν δεν έχεις παρελθόν και τί γίνεται όταν αυτό το παρελθόν σε στοιχειώνει; Κατά την θέαση το κοινό βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπο με τέτοια ερωτήματα, που παρόλα αυτά όμως δεν κουράζουν ιδιαιτέρως, καθώς έχουν έξυπνα τοποθετηθεί και στιγμές με χιούμορ που αποφορτίζουν την ατμόσφαιρα.
Ο ήρωας μας μοιάζει να πασχίζει να βρει τα βήματα του σε έναν αναλογικό κόσμο με polaroids και μαγνητόφωνα που συμπληρώνεται από ρετρό αντικείμενα, σπίτια και έπιπλα αποδίδοντας έτσι έναν «αντι-ψηφιακό» χαρακτήρα. Βέβαια, αν και αυτό το τοπίο λειτουργεί και ως σχολιασμός στον σύγχρονο τρόπο ζωής, δύσκολα ξεπερνάς την υποψία ότι υπάρχει μια «χίπστερ» αισθητική προκειμένου να αποδοθεί και ο τίτλος της «ψαγμένης ταινίας». Το ίδιο ίσως μπορεί να ειπωθεί και για το 4:3 φορμάτ που πλέον έχει ταυτιστεί με το «φεστιβαλικό είδος».
Η σκηνοθεσία είναι απόλυτα ταιριαστή με τον χαρακτήρα της ταινίας, με ζυγισμένα και μετρημένα κάδρα που εντυπωσιάζουν, αν αναλογιστούμε μάλιστα πως τα «Μήλα» αποτελούν την πρώτη μεγάλου μήκους προσπάθεια του Χρήστου Νίκου. Ταυτόχρονα, η μουντή παλέτα χρωμάτων βοηθά στην απόδοση μιας μοναχικής και πένθιμης ατμόσφαιρας που συμπληρώνεται από τις καλές ερμηνείες των ηθοποιών. Ο Σερβετάλης μοιραία σηκώνει όλο το βάρος της ταινίας, με μια στωική και βαθιά εσωτερική ερμηνεία που για να είμαστε ειλικρινείς δεν ξεφεύγει από όσα μας έχει συνηθίσει, εντούτοις όμως ταιριάζει «γάντι» στο ύφος της ταινίας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη επιλογή για το ρόλο του γιατρού από αυτή του Αργύρη Μπακιρτζή, που χάρις την μοναδική του φωνή σε κάνει να ανυπομονείς για το πότε θα παιχτεί η επόμενη ηχογραφημένη κασέτα με την νέα αποστολή του ήρωα μας.
Τα Μήλα αν και μοιάζουν λίγο παγιδευμένα στο (πλέον) γνώριμο σύγχρονο ελληνικό στυλ, έχουν να προσφέρουν κάτι φρέσκο, πράγμα που αποτελούσε μάλλον και το μεγαλύτερο στοίχημα της ταινίας. Ο Νίκου παίρνει τα στοιχεία μέσα στα οποία σφυρηλατήθηκε και που ενδεχομένως τον κάνουν να νιώθει άνετα, αλλά δεν διστάζει και να προσθέσει τις δικές του πινελιές και απόψεις. Δεν ξέρω αν η ταινία ανταποκρίνεται στο τεράστιο hype που δημιούργησε από την προβολή της στην Βενετία (και από την στιγμή που η Cate Blanchett δήλωσε ενθουσιασμένη που θα αναλάβει την αποκλειστική προώθηση της ταινίας), αλλά σίγουρα αξίζει μια θέαση και αποτελεί μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια ενός νέου δημιουργού.
Διατροφική συμβουλή ημέρας: Να τρώτε μήλα, κάνουν καλό στη μνήμη.