Μαγνητικά Πεδία

Μαγνητικά πεδία: Όταν διασταυρώνονται οι μοναξιές

Ίσως ο πιο αστάθμητος παράγοντας στη ζωή μας να είναι η ίδια η ζωή. Άνθρωποι έρχονται, άνθρωποι φεύγουν, ερωτευόμαστε, το πάθος μας εξασθενεί, ασκούμε το επάγγελμα που ανέκαθεν ονειρευόμασταν, ξάφνου ανακαλύπτουμε πως δε μας εκφράζει πια… Η ζωή, με άλλα λόγια, καταλήγει συχνά σε αδιέξοδο. Θυμίζει γκρεμισμένη γέφυρα, στη θέα της οποίας στεκόμαστε με αμηχανία, αγνοώντας ολοκληρωτικά τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Τότε, μια προσωρινή έστω διαφυγή από  τα βάσανα που τριβελίζουν το μυαλό μας φαντάζει ως η μόνη λύση.

Στα Μαγνητικά Πεδία του Γιώργου Γούση (Ο Χειροπαλαιστής), η Έλενα, μια μέσης ηλικίας χορεύτρια που πρόσφατα ήρθε αντιμέτωπη με το δικό της αδιέξοδο, κάνει ακριβώς αυτό. Φεύγει, σε μια προσπάθεια να βρει τον εαυτό της, να κολλήσει τα σπασμένα της κομμάτια. Με μοναδική συντροφιά το ταλαιπωρημένο της αμάξι, αποφασίζει να ταξιδέψει χωρίς συγκεκριμένο προορισμό,  διαλέγοντας ασυνείδητα την Κεφαλονιά. Αποζητά την απομόνωση, προκειμένου να διαχειριστεί ευκολότερα την απέραντη μοναξιά που αισθάνεται.

Μαγνητικά Πεδία

Συνταξιδεύει με τον Αντώνη, έναν άνδρα εξίσου μόνο, ο οποίος κουβαλά, σε ένα μεταλλικό κουτί, τα λείψανα της θείας του, προς εκπλήρωση της επιθυμίας της να θαφτεί στο συγκεκριμένο νησί. Φθάνοντας ωστόσο στο λιμάνι, το αυτοκίνητό του παθαίνει βλάβη. Και τότε (τυχαία άραγε, ή μήπως λόγω μιας ανεξήγητης μαγνητικής έλξης που τείνει να φέρνει κοντά τους μοναχικούς ανθρώπους;) συναντά την Έλενα. Του προσφέρει μια θέση στο αμάξι της. Κάπως έτσι, σηματοδοτείται η κοινή τους περιπλάνηση στους έρημους, χειμωνιάτικους δρόμους του νησιού, συνοδευόμενη από συζητήσεις για τη ζωή, τον έρωτα, τη δυστυχία, με γενναιόδωρες δόσεις μαύρου χιούμορ. Μέσα από την εξερεύνηση της φύσης του νησιού, προς αναζήτηση κάποιου μέρους για την ταφή της θείας του Αντώνη,  το αλλόκοτο αυτό ντουέτο αποκτά έναν ισχυρό δεσμό, καθώς ενώνει τις έγνοιες και τις θλίψεις του.

Μοιάζουνε πόλοι ετερώνυμοι. Η Έλενα, ενώ συνειδητοποιεί ότι στη ζωή της πολλά πράγματα δεν πήγανε όπως θα ήθελε, εντούτοις διατηρεί το πνεύμα της αισιόδοξο, ακλόνητο, και θέλει, μόλις κατορθώσει να ανακάμψει ψυχικά, να επιδιώξει όσα πλέον πιστεύει ότι θα την κάνουν ευτυχισμένη. Ο Αντώνης, πιο συγκρατημένος, μοιάζει να μην έχει ιδιαίτερες προσδοκίες από τη ζωή, ενώ η ψυχική κούραση τον έχει καταβάλει. Κι όμως, ακριβώς αυτές τους οι αντιθέσεις δημιούργησαν το μαγνητικό πεδίο που τους έφερε κοντά.

Ο ρόλος του αμαξιού σηματοδοτεί, σαφώς, την ταινία, κατοχυρώνοντας, επάξια, τον χαρακτηρισμό road movie. Βαμμένος ροζ και μαύρος, ώστε να ξεχωρίζει αμέσως και υποδηλώνοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα της οδηγού του, ο Ζωρζ (με αυτό το παιχνιδιάρικο όνομα έχει βαφτίσει το αυτοκίνητο η Έλενα, αντιμετωπίζοντάς το σαν παιδικό της φίλο που θα τη στηρίζει πάντα) αποτελεί το περιβάλλον εντός του οποίου το πρωταγωνιστικό ζευγάρι θα μεταφέρει το κουτί της θείας, θα αστειευτεί, θα αναπτύξει σχέσεις στοργής και οικειότητας. Ακόμα, ο Ζωρζ δεν παραλείπει, με τον δικό του δραματικό τρόπο, να υπενθυμίσει πως όλα κάποτε φθάνουν σε ένα τέλος, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι η μοίρα δεν θα προσφέρει μια νέα αρχή σε όσους αισθάνονται χαμένοι.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης, γνωστός κυρίως για τα κόμικς του (βλ. Ληστές), δημιουργεί, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, γνήσιο, ανθρωποκεντρικό σινεμά, έκφανση της κινηματογραφικής τέχνης που τα τελευταία χρόνια ολοένα και σπανίζει. Εντοπίζει κανείς διακριτικές επιρροές από καταξιωμένους ανθρωποκεντρικούς σκηνοθέτες (όπως ο Αγγελόπουλος ή ο Κιαροστάμι), τόσο σε επίπεδο σεναρίου, αναφορικά με τα τιθέμενα υπό συζήτηση ζητήματα, όσο και σε επίπεδο φωτογραφίας, με αξιοποίηση φίλτρων, χρωμάτων, πτυχών της φύσης και των κτιρίων που, συνδυαστικά, προσφέρουν ένα εξαιρετικό αισθητικά αποτέλεσμα. Παρά ταύτα, το φιλμ κατορθώνει να ξεφύγει από τις συγκεχυμένες πηγές έμπνευσής του και χαράσσει εν τέλει τη δική του, αξιόλογη πορεία.

Μαγνητικά Πεδία

Οι ερμηνείες των συντελεστών Έλενας Τοπαλίδου και Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, ο οποίος συνέβαλε και στο σενάριο, είναι ανεπιτήδευτες, ατόφιες, διακρίνονται από συναισθηματική εκφραστικότητα χωρίς υπερβολές. Αυτό ωστόσο που αξίζει να επισημανθεί, αφορά τη «μαγνητική» χημεία των δύο ηθοποιών. Στην οθόνη, εμφανίζονται σαν δύο μονάδες που αλληλοσυμπληρώνονται, που δεν μπορείς να τις φανταστείς να υπάρχουνε μακριά η μία από την άλλη.

Το στοιχείο, πάντως, που πιθανότατα με άγγιξε περισσότερο στα Μαγνητικά Πεδία αφορά την αυθεντικότητα, την ειλικρίνεια που πηγάζει από το φιλμ, προσφέροντας απλόχερα στον θεατή μια ζεστή αγκαλιά, παράξενα οικεία. Πράγματι, η απόλυτη φυσικότητα και αρμονία στα πλάνα, τα ανθρώπινα, προσιτά στον καθένα από εμάς, θέματα που θίγονται μέσα από τους διαλόγους αλλά και οι ίδιοι οι διάλογοι, παρουσιάζοντας ατέλειες και διαποτισμένοι με διακριτικό χιούμορ, χαρακτηριζόμενοι ως έναν βαθμό από αυτοσχεδιασμό και τον αυθορμητισμό της καθημερινής ζωής, απομακρυσμένοι από μια τυχόν στυλιζαρισμένη επιτήδευση που συναντάται συχνά σε ταινίες με σενάριο εκ των προτέρων προετοιμασμένο στην εντέλεια, φέρνουνε το έργο κοντά στο κοινό. Ο θεατής, σταδιακά, δένεται με την ιστορία των ηρώων, ταυτίζεται μαζί τους, πιθανόν να προβαίνει και σε μια διακριτική ενδοσκόπηση. Με την πάροδο της προβολής, παύει πλέον να γελά με τα αστεία καθ’ αυτά. Το γέλιο του μετατρέπεται σε μορφή άμεσης επικοινωνίας με την Έλενα και τον Αντώνη.

Μαγνητικά Πεδία

Συνοψίζοντας, το φιλμ αποτελεί βάλσαμο για τη ψυχή. Ιδιαίτερα για εκείνους που διανύουν μια άσχημη συναισθηματικά περίοδο στη ζωή τους, τα Μαγνητικά Πεδία θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν πως, όσο δυσβάσταχτες και αν μοιάζουν οι συνθήκες, δεν είναι μόνοι. Αρκεί να επιτρέψουνε στο άτομο που τους καταλαβαίνει πραγματικά, είτε είναι μέλος της οικογένειάς τους, είτε κάποιος άγνωστος που γνώρισαν κατά τύχη στο λιμάνι ενός ελληνικού νησιού, να διώξει τα γκρίζα σύννεφα που τους ταλαιπωρούν. Ή, έστω, να ενώσει τη δική του συννεφιά με τη δική τους.

Σχόλια

Your email address will not be published.