Οι 15 αγαπημένες ταινίες του 2021

Άλλη μια (κινηματογραφική) χρονιά φτάνει στο τέλος της. Ιδιαίτερη. Σίγουρα όχι πλήρης. Με τεράστιες οικονομικές απώλειες. Κρίσιμη με ό,τι αυτό συνεπάγεται, για το αμφίβολο, πλέον, μέλλον, της παγκόσμιας βιομηχανίας του σινεμά.

Μια χρονιά που φαίνεται  να ξεκίνησε δειλά δειλά, για τα εγχώρια δεδομένα, το καλοκαίρι, συμπυκνώνοντας στις μαρκίζες των κινηματογράφων δεκάδες ταινίες τόσο της φετινής, όσο και της περσινής (για να καλυφθεί από τις εταιρείες διανομής το χαμένο έδαφος) χρονιάς.

Το άνοιγμα των θερινών, μετά από πολύμηνη αδράνεια, είχε ως αποτέλεσμα την μαζική προσέλευση, σινεφίλ και μη, κοινού στις αίθουσες. Ταινίες όπως το The Father, Druk (αμφότερα περσινά φιλμ), Luca και Man of God κινήθηκαν σε πολύ καλά και υποσχόμενα νούμερα για την ελληνική αγορά.

Ύστερα τα θερινά έκλεισαν δίνοντας την σκυτάλη στις κλειστές αίθουσες, αφήνοντας, όμως, μεγάλη μερίδα του κοινού (ανεμβολίαστοι) μακριά από την μεγάλη οθόνη. Εδώ, τα εισιτήρια έπεσαν, ενώ παρατηρήθηκε το φαινόμενο ταινίες να εμφανίζονται και να χάνονται από τις αίθουσες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα λόγω της πολύ χαμηλής προσέλευσης. Τρανταχτά παραδείγματα, τόσο το all-starάτο και χολιγουντιανό Last Duel, όσο και το μουσικοχορευτικό ριμέικ του θρυλικού West Side Story, αλλά και το ιδιαίτερα όμορφο Memoria.

Η άνοδος επέστρεψε μαζί με τον ερχομό του νέου Spider–Man, ο οποίος φαίνεται να φέρνει την «εισπρακτική» άνοιξη, κάνοντας το μεγαλύτερο μετα-πανδημικό άνοιγμα παγκοσμίως. Η «επιτυχία», όμως, αυτή χρήζει διπλής ανάγνωσης. Φαινομενικά φαίνεται πως η συλλογική κινηματογραφική εμπειρία δεν έχει πεθάνει (παραβλέπουμε σε αυτό το σημείο την παράλληλη κυκλοφορία ταινίων σε αίθουσες και streaming πλατφόρμες), τουλάχιστον όχι προς το παρόν, ειδικά όταν μιλάμε για υπερ-ηρωικές ταινίες. Τι γίνεται, ωστόσο, με εκείνες που δεν ανήκουν σε κάποιο δημοφιλές franchise; Έχουν θέση στην μεγάλη οθόνη και κυρίως στην καρδιά των θεατών; Ο κόβιντ μοιάζει, δυστυχώς, να έχει δείξει τον δρόμο. Η κατάσταση είναι ρευστή και η πορεία των πραγμάτων, για τα προσεχή, τουλάχιστον, χρόνια, τελείως αβέβαιη. Το πιο πιθανό σενάριο είναι να βγαίνουν οι μεγάλες-χολιγουντιανές παραγωγές στην μεγάλη οθόνη και οι μικρότερες-φεστιβαλικές να ανεβαίνουν απευθείας σε πλατφόρμες ή (το χειρότερο σενάριο) να μην προβάλονται καν σε περιορισμένες αγορές όπως η χώρα μας.

Αφήνοντας στην άκρη το ρευστό τοπίο της βιομηχανίας στην μετά-κόβιντ εποχή, και εστιάζοντας στη φετινή σοδειά, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ως  κυρίαρχη καλλιτεχνική τάση την ισχυρή παρουσία των μιούζικαλ, τα οποία φέτος ξεπέρασαν τα σύνορα των κινουμένων σχεδίων και μας απασχόλησαν και στις live action ταινίες με πολυάριθμες παραγωγές. Έχει σημασία, παρ’ όλα αυτά, να υπογραμμίσουμε πως δεν είναι μονάχα ο αριθμός των μιούζικαλ που προκαλεί ενδιαφέρον, αλλά και το γεγονός πως πολλά από αυτά προέρχονται από μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως ο Spielberg και ο Carax ή από δημιουργούς που φαίνεται πως θα μας απασχολήσουν στο μέλλον, όπως o Miranda κι ο Burnham.

Βέβαια, αυτή η επιστροφή του είδους στο μέινστριμ προσκήνιο, μόνο ξαφνική δεν ήταν. Ως σημείο αναφοράς ίσως θα πρέπει να θεωρηθεί το 2016, όταν και έκανε πρεμιέρα το La La Land. Αν και φαινομενικά ένα χαρωπό, πολύχρωμο μιούζικαλ που παρουσίαζε μια ρομαντικοποιημένη εκδοχή της σύγχρονης ζωής, μακριά από κάθε είδους σκοτούρες, όπως δηλαδή και η πλειονότητα των μιούζικαλ την εποχή της κυριαρχίας τους, το απροσδόκητα «προσγειωμένο» φινάλε του αποτυπώνει τις σύγχρονες τάσεις περί ρεαλισμού και προοικονομεί κατά κάποιον τρόπο την σκοτεινή εκδοχή των μιούζικαλ που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κυριάρχησε φέτος.

Στο Annette, o Leos Carax αναμετριέται με την κουλτούρα της ακύρωσης, το #metoo κίνημα και edgelord κωμικούς, στηριζόμενος στην μουσική φρεσκάδα των ιδιοφυών Sparks Brothers (που φέτος μας απασχόλησαν και με το The Sparks Brothers του Edgar Wright). Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το Tick, tick… Boom!, o Lin-Manuel Miranda μεταφέρει την αυτοβιογραφία του σπουδαίου και αδικοχαμένου Jonathan Larson σε μια ταινία που αφουγκράζεται τα υπαρξιακά άγχη των 30άρηδων (και όχι μόνο), θέτοντας προβληματισμούς για τη θέση τους σε έναν κόσμο που φλέγεται. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, κινείται και ο Bo Burnham, ο οποίος σαν άξιος διάδοχος του Larson αποτυπώνει με το Inside τα αδιέξοδα, τα άγχη και τα ερωτήματα της εποχής με τρόπο αφοπλιστικά κωμικό. Βέβαια, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και το West Side Story του Spielberg. Με το ένα πόδι στις κοινωνικές ανησυχίες του σήμερα (και του χθες) και με το άλλο στο γνώριμο υπερθέαμα που προσφέρει το είδος, ο Spielberg γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις δύο εκδοχές του μιούζικαλ, το κοινωνικά ανήσυχο που πρωταγωνίστησε φέτος και την εντυπωσιακή οπτική εξτραβαγκάνζα του παρελθόντος.

Όλα τα προαναφερθέντα δεν ήταν παρά μια αφορμή για να ξεσκονίσουμε τα τεφτέρια μας, να στρωθούμε και να συγκεντρώσουμε τις αγαπημένες μας ταινίες για φέτος, ταινίες, δηλαδή, που προβλήθηκαν (κάνοντας πρεμιέρα) στα ελληνικά σινεμά ή σε streaming πλατφόρμες.

Τιμητικές Αναφορές

Έχοντας αποδείξει πως του πηγαίνουν οι παρέες «κακών παιδιών», ο James Gunn αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει την Suicide Squad μετά από το φιάσκο του 2016. Το αποτέλεσμα όχι μόνο τον δικαιώνει, αλλά μας προσφέρει και μια από τις πιο απολαυστικές περιπέτειες της χρονιάς. Δίχως να παίρνει τον εαυτό της απόλυτα στα σοβαρά, αγκαλιάζοντας χωρίς φόβο και πάθος τις κομιξικές καταβολές και ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στο χιούμορ και την γνώριμη μαυρίλα της DC, στρώνει το έδαφος για το μέλλον του DCEU. Απολαυστική, δίχως να βάζει νερό στο κρασί της, είναι μια ταινία αντι-ηρώων με τα όλα της!

Λάζαρος Κολαξής

Annette

Ένα φιλμ για το οποίο πολλά μπορούν να γραφτούν. Ένα φιλμ που θα βρει/βρήκε τόσο τους θιασώτες του, όσο και τους πολέμιους του. Αυτό που σου μένει, όμως, στην τελική είναι πως πρόκειται για ένα μιουζικαλ έξω από την σφαίρα της πραγματικότητας. Εικαστικά άρτιο, αλλά σεναριακά μπερδεμένο. Μια νευρωτική όπερα τα τραγούδια και τη μουσική της οποίας υπογράφουν οι Sparks, και που αποτελούν ΤΗΝ ταινία και, συνεπώς, κινητήριο δύναμη για την εξέλιξη της πλοκής. Μιας πλοκής που έχει στον πυρήνα της τον τραγικό έρωτα ενός ζευγαριού.Ο Carax φροντίσει να κάνει εμφανείς τις προθέσεις του εξαρχής καισαν άλλος μαέστρος ενορχηστρώνει τους Driver και Cotillard σε έναν δικό του παλαβό θίασο, ένα «παραμύθι», ικανό να σε ταξιδέψει αρκεί να αφεθείς. Απλώς μην πολυ-προσπαθήσεις να το κατανοήσεις. Νιώσε το.

Φίλιππος Κατσώνης

Το ριζοσπαστικό και τολμηρό Promising Young Woman της Emerald Fennell (Killing Eve) μοιάζει εκ πρώτης όψεως, με μία τυπική ταινία εκδίκησης, με παιχνιδιάρικο soundrack και δυναμική, αυθάδικη ερμηνεία εκ μέρους της «τιμωρού» Carey Mulligan που κάνει ό, τι περνά από το χέρι της για να τιμωρήσει το ανδρικό φύλο, στοχεύοντας σε μία άνευ προηγουμένου ταπείνωσή όσων είναι διατεθειμένοι να εκμεταλλευτούν τη σωματική αδυναμία μιας κοπέλας για να την αποπλανήσουν. Ωστόσο, το ζήτημα της εκδίκησης δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, η ταινία επιθυμεί να αναδείξει τα αμέτρητα εμπόδια με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο κάποιο άτομο, στην προσπάθειά του να καταγγείλει τον κακοποιητή του, στοχεύοντας τελικώς στη συνειδητοποίηση εκ μέρους όλων των θυμάτων πως πρέπει  να επιδιώκουν την τιμωρία των ενόχων και την ηθική τους ικανοποίηση, ακόμα κι αν όλα μοιάζουν μάταια. Γιατί η δικαιοσύνη ίσως απαιτεί θυσίες, όταν όμως επιβάλλεται ορθά και συνεφέρει με δυνατά χαστούκια μια κοινωνία βυθισμένη στην υποκρισία, η ομορφιά της είναι απαράμιλλη.

Ελπίδα Μαθιουδάκη

Quo Vadis Aida

Στην πολιορκημένη από τον σερβικό στρατό Σερμπρένιτσα του 1995, η Aida, διερμηνέας του ΟΗΕ για την διατήρηση της ειρήνης, καλείται να κινήσει γη και ουρανό προκειμένου να σώσει τον εαυτό της, αλλά και την οικογένεια της. Ξεπερνώντας τις ευκολίες ενός φιλμ με ντοκιμενταρίστικη διάθεση και χωρίς καμία πρόθεση αναθεώρησης της Ιστορίας, το υποψήφιο για Όσκαρ και βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα Quo Vadis Aida λειτουργεί ταυτόχρονα ως κλειστοφοβικό θρίλερ και ταινία επιβίωσης, κομμένο και ραμμένο πάνω σε μια ηλεκτρισμένη ερμηνεία της Jasna Djuricic.

Φ.Κ.

Don’t Look Up

Παντρεύοντας το χιούμορ του Dr. Strangelove με την υπαρξιακή αγωνία του Melancholia, ο  Adam McKay αποτυπώνει με τρόπο υπερβολικό, μα όπως αποδείχθηκε εξαιρετικά ρεαλιστικό την ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί στην κρίση (την οικολογική, αλλά και της πανδημίας), το γλέντι των φεουδοκαπιταλιστών έναντι των κοινωνιών και την μετατροπή κάθε κρίσης σε ευκαιρία, την αποπροσανατολιστική φύση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την εμμονή της δυτικής κοινωνίας να αντιμετωπίζει ακόμα και την μεγαλύτερη καταστροφή με γέλιο, λες και πρόκειται για παιχνίδι. Ο σχολιασμός του μόνο διακριτικός δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, ωστόσο μόνο διακριτικά δεν είναι όσα λαμβάνουν χώρα γύρω μας, δίχως να ιδρώνει το αυτί κανενός. Συνεπώς, αν κάποιος ήθελε ένα ιστορικό τεκμήριο για την στάση της ανθρωπότητας απέναντι στην οικολογική καταστροφή (και την πανδημία, άλλωστε η δεύτερη είναι συνέπεια της πρώτης), δεν χρειάζεται να κοιτάξει πέρα από το Dont Look Up, όπου ο McKay συμπυκνώνει όλα τα κακώς κείμενα της σύγχρονης κοινωνίας σε δυόμιση ώρες, παραδίδοντας μας την καλύτερη μαύρη κωμωδία της χρονιάς με ένα αξιοζήλευτο καστ ηθοποιών που καταφέρνει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, αποφεύγοντας τις παγίδες αντίστοιχων ταινιών που συνήθως τα μεγάλα ονόματα διαθέτουν ελάχιστο κινηματογραφικό χρόνο.

Λ.Κ.

TOP 10

Σινεμά μεγάλης οθόνης και φτιαγμένο με μπόλικο μεράκι, το ριμέικ του Σπιλμπεργκικού West Side Story είναι η (χολιγουντιανή) ταινία της χρονιάς, με τον σκηνοθέτη να επιλέγει να αναμετρηθεί για πρώτη του φορά με το είδος του μιούζικαλ ξαναδιαβάζοντας την εκμοντερνισμένη εκδοχή του σαιξπηρικού Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Περισσότερο κοντά στο θεατρικό του ’57 και πατώντας σε γνώριμα κινηματογραφικά μονοπάτια, το φιλμ σέβεται το παρελθόν και την παρακαταθήκη που άφησε το αρχικό, αφουγκράζεται το κοινωνικο-πολιτικό παρόν της διχασμένης τραμπικής Αμερικής, αναβιώνει την αξεπέραστη μουσική του Bernstein, και γεμίζει την οθόνη με άρτια εκτελεσμένα μουσικοχορευτικά νούμερα. Βαθύτατα πολιτικό και συνάμα νοσταλγικό, τραγικό και τρυφερό, επίκαιρο και συγκινητικό, αυτό το West Side Story είναι χάρμα οφθαλμών!

Φ.Κ.

Χρυσός Λέοντας στη Βενετία, βραβείο κοινού στο Τορόντο, κυρίαρχος των περσινών  Όσκαρ (βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και α’ γυναικείου), το Nomadland της κινεζοαμερικανίδας Chloe Zhao είναι ένα δείγμα ανθρωποκεντρικού, ανεξάρτητου και αναγκαίου σινεμά. Το φιλμ δε σκιαγραφεί μόνο το πορτρέτο της Fern, της μεσήλικης Frances McDormand που έχει πάρει τους δρόμους ζώντας ασκητικά, κάνοντας εποχικές δουλειές, προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, αλλά, συγχρόνως, και το πορτρέτο των ίδιων των νομάδων, καθώς και αυτό της Αμερικής. Συγγενές αισθητικά με το Badlands του Malick, όπως και με το πιο πρόσφατο Into the Wild του Penn, και με ντοκιμενταρίστικη διάθεση, το έργο πρόκειται για ένα οδοιπορικό προσωπικής αναζήτησης με φόντο το ονειρικό τοπίο της Δύσης της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης. Αισθητικά αψεγάδιαστο, το φιλμ της Zhao σου «μιλάει» στην καρδιά, ταξιδεύοντας σε (με ή χωρίς το βαν του) μακριά από την μιζέρια της καθημερινότητας.

Φ.Κ.

Memoria

Με ρυθμούς εξαιρετικά αργούς, μακρινά πλάνα, ώστε το κοινό να θεωρεί εαυτόν ως εξωτερικό παρατηρητή, υπόκωφους γδούπους άψογα μονταρισμένους, προξενώντας τρόμο και αμφισβήτηση σε όσους μέχρι πρότινος εκλάμβαναν κάθε πτυχή της ζωής τους ως δεδομένη, διαλόγους ουσίας και εκκωφαντικές σιωπές, το Memoria, του ταϊλανδού, βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα, σκηνοθέτη Apichatpong Weerasethakul,  αποτελεί ένα υπαρξιακό ταξίδι, ουσιαστική γνωριμία με τις γωνιές του μυαλού μας που αποφεύγουμε συστηματικά να ξεσκονίσουμε. Το  αγωνιώδες, σχεδόν εξωγήινο βλέμμα της Tilda Swinton, η οποία βρίσκεται κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου, ίπταται σε κόσμους που υπερβαίνουν τον απλό άνθρωπο, σε μία αδιάκοπη προσπάθεια αναζήτησης της απροσδιόριστης φύσης της. Προσιδιάζοντας ελαφρώς στο ταρκοφσκικό, βραδείας καύσεως, σύμπαν, συγκαταλέγεται στα φιλμ που οδηγούν τον εκάστοτε θεατή σε μία δική του, προσωπική ερμηνεία σχετικά με τα όσα μόλις βίωσε, καθώς η συγκεκριμένη προβολή πρόκειται μάλλον για εμπειρία. Εδώ διακρίνει κανείς και τη γοητεία του κινηματογράφου, όπως και κάθε άλλης μορφής καλλιτεχνικής έκφρασης: στο δέος, τους προβληματισμούς φιλοσοφικής ή άλλης φύσεως, αλλά και την ομορφιά των εικόνων καθ’ εαυτή, που δύναται να προσφέρει ένα έργο τέχνης.

Ε.Μ.

Έχοντας ξεκινήσει το ταξίδι του από τον περσινό Ιανουάριο, όπου και πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ του Sundance, σαρώνοντας τα βραβεία και αποσπώντας θερμά σχόλια, το C.O.D.A. είναι το ανεξάρτητο «διαμάντι» της χρονιάς. Ταινία μικρού budget, αλλά μεγάλης καρδιάς. Αποτελώντας ριμέικ (το δεύτερο της φετινής λίστας μετά το West Side Story) μιας γαλλικής ταινίας, το φιλμ σκιαγραφεί τόσο το πορτρέτο μιας έφηβης, όσο και αυτό μιας τετραμελούς οικογένειας, και δη κωφών. Με κινητήριο άξονα τον οικογενειακό πυρήνα, δράττεται της ευκαιρίας και παραθέτει ένα εύστοχο κοινωνικό σχόλιο πάνω στην συμπερίληψη και αποδοχή της διαφορετικότητας. Συγκινητικό (χωρίς να γίνεται μελοδραματικό), μα πάνω από όλα ουμανιστικό, το εν λόγω φιλμ πρόκειται για ανεξάρτητο σινεμά ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα. Εκείνο το είδος που αξίζει (και πρέπει) να βλέπουμε.

Φ.Κ.

C’ mon C’ mon

Την φετινή χρονιά, οι αίθουσες κατακλύστηκαν από εντυπωσιακά μπλοκμπάστερ, τρομακτικής διάρκειας – ένα χρονοβόρο αντίτιμο ως αντάλλαγμα γιατο υπερθέαμα που πρόσφεραν. Ωστόσο, η νέα ταινία του Mike Mills κινήθηκε σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Χαμηλών τόνων και μακριά από οπτικούς μαξιμαλισμούς, αποτυπώνει μια ιστορία εξαιρετικά τρυφερή και εν τέλει βαθιά ανθρώπινη. Μέσα από τη λιτή, αλλά γοητευτική ασπρόμαυρη φωτογραφία της εξιστορεί την προσωρινή συγκατοίκησητου Johnny με τον μικρό ανιψιό του, όπου αρχίζουν να αναπτύσσουν έναν ισχυρό δεσμό.

Ο Mills αποτυπώνει με ακρίβεια την γονική εμπειρία – το διαρκές άγχος, τον εκνευρισμό, αλλά και τις αμέτρητες χαρές- στηριζόμενος στην σπουδαία χημεία του πρωταγωνιστικού διδύμου που αποτελεί και την καρδιά της ταινίας. Ο Joaquin Phoenix κάνει ένα βήμα πίσω, αναδεικνύει το βάθος του χαρακτήρα του με απόλυτα διακριτικό τρόπο, αφήνοντας χώρο στον πιτσιρικά Woody Norman να ξεδιπλώσει μια αναπάντεχα ενήλικη ερμηνεία που συγκινεί με την ευαισθησία της και εντυπωσιάζει με το εύρος που διαθέτει.

Συγκινητική, αλλά όχι μελοδραματική∙ ασπρόμαυρη, αλλά δίχως ίχνος δηθενιάς και με ερμηνείες που τσακίζουν κόκκαλα, κερδίζει επάξια μια θέση στη φετινή δεκάδα. Ας ελπίσουμε, αυτές οι ταινίες να μην εκλείψουν από τη σκοτεινή αίθουσα.

Λ.Κ.

Έχοντας ωριμάσει σκηνοθετικά όλα αυτά τα χρόνια και κατασταλάξει στους θεματικούς πυρήνες που επιλέγει να αναδείξει με κάθε του φιλμ, η νέα ταινία του Almodóvar είναι ένας ύμνος στην μητρότητα. Ο ρόλος του διπλός: σκηνοθετεί την Μούσα του, Cruz, με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, και ως άλλος αρχαιολόγος, ανασύρει στην επιφάνεια μνήμες του παρελθόντος. Οργανωμένο γύρω από ένα έξυπνο σενάριο, το φιλμ εξερευνά τον ρόλο και την σημασία της μητέρας, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τους δαίμονες του παρελθόντος αποτίοντας φόρο τιμής στους εκτελεσθέντες του Ισπανικού Εμφυλίου, ενώ, παράλληλα, δεν αμελεί να σχολιάσει φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Λιγότερο προσωπικό, περισσότερο, όμως, καίριο, το φιλμ του Almodóvar είναι τόσο τρυφερό όσο και μια μητρική αγκαλιά.

Φ.Κ.

Εμμένοντας στο άμεσα αναγνωρίσιμο προσωπικό του ύφος, το οποίο όμως μπολιάζει με μερικές ενέσεις φρεσκάδας, και έχοντας στο πλάι του την αφρόκρεμα του σύγχρονου Hollywood, ο Wes Anderson στήνει τρεις οπτικά ερεθιστικές ιστορίες μικρού μήκους γεμάτες εκκεντρικότητα και χαριτωμενιά, επιχειρώντας να ζωντανέψει επί της οθόνης όχι μονάχα την αισθητική ενός άρτιου περιοδικού, όπως το New Yorkerαλλά και την εμπειρία ξεφυλλίσματος κάποιου εντύπου. Ένας ύμνος στη δημοσιογραφία μιας άλλης εποχής, το French Dispatch αποτελεί την πιο Γουες-Αντερσονική στιγμή στην καριέρα του Wes Anderson.

Λ.Κ.

Όσοι την έχουν δει (και όσοι δεν την έχουν, καλό θα είναι να το κάνουν), έχουν να σου πουν τα καλύτερα. Δεν είναι μόνο η ανατριχιαστική ερμηνεία ζωής του Hopkins, στον ρόλο ενός υπερήλικα που πάσχει από άνοια (ερμηνεία, η οποία του έδωσε και το Όσκαρ Α’ ανδρκού στα περσινά βραβεία), που σε καθηλώνει. Είναι ολόκληρο το φιλμ και συγκεκριμένα: το σενάριο, η διεύθυνση παραγωγής και το μοντάζ του. Μια take it or leave it εμπειρία βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό του Zeller, φτιαγμένη για την μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον θεατή, τον οποίο και (προ)καλεί να αφεθεί, αν τα καταφέρει, στις πιο ενδόμυχες σκέψεις του ανθρώπινου μυαλού.

Φ.Κ.

Inside

Μετά από μια πενταετία προσωρινής απόσυρσης, ο Bo Burnham ετοιμαζόταν να επιστρέψει με ένα νέο comedy special. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια (ξέρετε γιατί…), οπότε και εκείνος έπρεπε να προσαρμοστεί. Χωρίς κοινό, αλλά με συντροφιά μια κάμερα, μερικά φώτα, το λάπτοπ του και την ακόρεστη έμπνευσή του, ο Bo προσαρμόστηκε στις συνθήκες και μας παρέδωσε το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της χρονιάς. Τα όρια ανάμεσα στα είδη τέχνης θολώνουν (είναι άραγε ένα απλό stand up ή μπορεί να θεωρηθεί ταινία; Μήπως είναι σειρά;) κι η φαντασία μπλέκεται με την πραγματικότητα, καθώς ποτέ δεν είναι ξεκάθαρο αν η κατάθλιψή του είναι όντως τόσο έντονη, όσο την παρουσιάζει ή αν έχει «ενισχυθεί» για δραματικούς σκοπούς.  Μέσα στον περιορισμένο χρόνο που διαθέτει, ο Bo μιλάει σχεδόν για τα πάντα. Για το υπαρξιακό άγχος των τριάντα, τις αμφιβολίες για τη θέση του ως κωμικό σε έναν κόσμο που οδεύει προς την καταστροφή,  για τον αμύθητο πλούτο που παράγεται εις βάρος των εργαζομένων, για την διαμεσολάβηση των ψηφιακών μέσων στην κοινωνική επαφή, για το instagram. Εξομολογήσεις διαδέχονται εθιστικά τραγούδια διαφόρων ειδών, δημιουργώντας μια αφήγηση τόσο ρευστή όσο το feed των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καταφέρνοντας ωστόσο να διαπερνάται από έναν κοινό αφηγηματικό ιστό.

Κατά μία έννοια, ο Bo καταφέρνει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί με τόσο αφοπλιστικό τρόπο∙ οπτικοποιεί το ίντερνετ, δίνει μορφή στις επιπτώσεις του στην ψυχολογία, καταγράφει ένα ημερολόγιο «καραντίνας» σε μορφή ιδιότυπου μιούζικαλ -δημιουργεί τελικά την προσωπική του Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης, την πιο «2021» δημιουργία της χρονιάς τόσο σε ανθρωπολογικό, όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο (είπαμε, είναι και μιούζικαλ!). Το Inside κρύβει μέσα του όλες τις παθογένειες της σύγχρονης κοινωνίας, όλη τη θλίψη που προσπαθεί να αποσιωπηθεί κάτω από χαρωπά βιντεάκια και να κρυφτεί πίσω από αισθητικά άρτιες φωτογραφίες. Μετατρέπει με εμφατικό τρόπο την επανάσταση, την θλίψη και την ενοχή σε «θέαμα». Το Inside είναι καλλιτεχνικό κειμήλιο για όλα αυτά που ζήσαμε και πρόκειται να ζήσουμε.

Λ.Κ.

Σχόλια

Your email address will not be published.