Η ύπαρξη μιας ταινίας σαν το Joker μοιάζει με κινηματογραφικό παράδοξο. Αρχικά, πρόκειται για μια ταινία που διακηρύττει την αυτονομία της, γεγονός που στη σημερινή εποχή των ενωμένων συμπάντων μοιάζει εξαιρετικά επικίνδυνη, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι προέρχεται απ’ τη DC, η οποία δεν φαίνεται να έχει ιδέα τι διάολο θέλει να κάνει με τις ταινίες της. Παράλληλα, έχει ως πρωταγωνιστή έναν απ’ τους πιο δημοφιλείς χαρακτήρες της ποπ κουλτούρας, τον οποίον όμως -επειδή ακριβώς δεν θέλει να έχει σχέση με άλλες ταινίες- τον αποκόβει απ’ το έτερον του ήμισυ, τον Batman, πράξη αδιανόητη και τρομερά ρηξικέλευθη.
Προτού όμως προλάβουμε να αναρωτηθούμε αν υφίσταται Joker χωρίς Batman, μια ματιά στους συντελεστές της ταινίας δημιουργεί άμεσα μια ακόμη, ίσως πιο σημαντική απορία: μα είναι δυνατόν ο Todd Phillips, σκηνοθέτης κάφρικων κωμωδιών να αποδώσει το απαραίτητο βάθος σ’ έναν εξαιρετικά πολυσχιδή χαρακτήρα, όπως ο Joker; Η απάντηση έρχεται με τον πιο βροντερό τρόπο, με την βράβευση της ταινίας στο φεστιβάλ της Βενετίας, κάνοντας όλους, ακόμα και εκείνους που μέχρι πρότινος άκουγαν κόμικς και σκεφτόντουσαν μικιμάους, να δείξουν ενδιαφέρον για την ταινία.
Με άλλα λόγια, το Joker με μια πρώτη ματιά μοιάζει γεμάτο αντιφάσεις που αναπόφευκτα θα το οδηγούσαν σε καλλιτεχνικά αδιέξοδα. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι εκκεντρικότητες του εξηγούνται (ή τέλος πάντων αυτό θα επιδιώξουμε να κάνουμε εμείς) και μάλιστα λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό, αποτελώντας τελικά τα υλικά για μια ταινία που θα εξοργίσει κάποιους, θα εντυπωσιάσει πολλούς, θα προβληματίσει ακόμα περισσότερους και εν τέλει θα δημιουργήσει υπαρξιακή κρίση σ’ ένα ολόκληρο “είδος”.
Ξεφεύγοντας απ’ τη σκιά του Heath Ledger
Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας ο υπερηρωικός κινηματογράφος καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό απ’ την ανατριχιαστική ερμηνεία του Heath Ledger στο Dark Knight του Nolan. Λίγο η πραγματικά εξαιρετική του ερμηνεία, λίγο περισσότερο ο θάνατος του που συνέδεσε τον χαρακτήρα με μια μεταφυσική κατάρα που τρελαίνει όσους ηθοποιούς βουτάνε στη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα, ε δεν ήθελε και πολύ για να στοιχειωθεί ο ρόλος του Joker, αναγκάζοντας οποιαδήποτε μετενσάρκωση του από εκείνο το σημείο και μετά να συγκρίνεται με την Ερμηνεία. Με την απόπειρα του Jared Leto να έχει ξεχασθεί απ’ τους πάντες, χωρίς ωστόσο να είναι αποκλειστικά δικό του λάθος. Αυτή τη φορά όμως, ο Joaquin Phoenix στέκεται πιο τυχερός, του δίνεται ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο πάνω του, καταφέρνοντας ετσι να αυτονομηθεί απ’ το κινηματογραφικό παρελθόν του χαρακτήρα και να δημιουργήσει έναν δικό του Joker, προσφέροντας μας τελικά κάτι ολότελα διαφορετικό και φρέσκο στην πλούσια μυθολογία του χαρακτήρα.
Ο Arthur του Joaquin Phoenix δουλεύει ως κλόουν, προσπαθώντας να συντηρήσει τον εαυτό του και την άρρωστη μάνα του, πηγαίνει τακτικά στη ψυχίατρο του που ελάχιστη σημασία του δίνει, γράφει ένα ημερολόγιο το οποίο γεμίζει με αρνητικές σκέψεις και πορνογραφικό υλικό, ενώ έχει σαν όνειρο κάποια στιγμή να γίνει stand up κωμικός, δικαιώνοντας τη μητέρα του που από μικρό τον φώναζε Happy, υποστηρίζοντας πως η αποστολή του σε αυτόν τον κόσμο είναι να γεμίζει τους ανθρώπους με χαρά. Όμως, η εγκεφαλική πάθηση εξαιτίας της οποίας αρχίζει να γελάει σε πραγματικά ακατάλληλες στιγμές είναι ένας ακόμη λόγος, ώστε όλοι -απ’ τους συναδέλφους του μέχρι και απλούς περαστικούς- να τον θεωρούν, αν όχι τρελό, τουλάχιστον παράξενο.
Ο Arthur θα νιώσει αρκετές φορές αόρατος, θα πέσει πολλές φορές στα βρώμικα στενά της Gotham υπομένοντας τη χλευαστική και αδικαιολόγητα αγενή συμπεριφορά περαστικών που τον μετατρέπουν σε άλλο ένα σκουπίδι που μολύνει την πόλη, θα οδηγηθεί πολλές φορές σε ψυχολογικά αδιέξοδα με τον Phoenix να επικοινωνεί μαεστρικά όλη αυτή την τραγωδία. Κάθε του βαριεστημένο βλέμμα, κάθε κίνηση και κάθε λέξη είναι γεμάτη πόνο και θλίψη. Η φωνή του διαθέτει μια εύθραυστη, ευγενική χροιά, η οποία βρίσκεται “μια κακιά μέρα” μακριά απ’ το να μετατραπεί σε ουρλιαχτό απόγνωσης, ενώ το χαμόγελο του αποτελεί ένα συνονθύλευμα γέλιου και κλάματος, χαράς και τρόμου, όπως ακριβώς οφείλει να είναι το χαμόγελο ενός τόσο μοναδικού χαρακτήρα, όπως του Joker.
Το δράμα πίσω απ’ το γέλιο
Η πάθηση του Arthur που συνεπάγεται αυτό το τόσο άβολο πάντρεμα γέλιου και κλάματος κατά κάποιον τρόπο υπογραμμίζει τη μεταφυσική σχέση ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, το γέλιο και τη κατάθλιψη (μην ξεχνάμε άλλωστε πως πολλοί κωμικοί πάσχουν από κατάθλιψη). Υπό αυτό το πρίσμα, το γεγονός ότι απ’ όλους τους σκηνοθέτες του Hollywood ήταν ο “κωμικός” Todd Phillips εκείνος που επιδίωξε (και εν τέλει κατάφερε) να παρουσιάσει την πιο τραγική απεικόνιση του Joker, φαντάζει ξαφνικά τόσο λογικό, προσδίδοντας ένα απροσδόκητο ενδιαφέρον στην ταινία. Το τελικό αποτέλεσμα λοιπόν, αν και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αμιγώς κωμικό, διαθέτει τις απαραίτητες δόσεις σχιζοφρενικού χιούμορ που συμπληρώνουν ιδανικά, την κατά τα άλλα δραματική ατμόσφαιρα της ταινίας και ταιριάζει με το ιδιαίτερο γέλιο που περιγράψαμε νωρίτερα.
Ο Todd Phillips που έχει αναλάβει και το σενάριο σε συνεργασία με τον Scott Silver φαίνεται να παίρνει εξαιρετικά σοβαρά το υλικό του, δημιουργώντας μια έντονα φορτισμένη πολιτική ταινία, αν και ποτέ δεν πέφτει στην παγίδα του διδακτισμού. Παρουσιάζει μια Gotham που παρ’ ότι βουλιάζει υπό το βάρος των σκουπιδιών και πάσχει από έντονες ταξικές ανισότητες, όλοι καλούνται να συμπεριφέρονται σα να μην συμβαίνει τίποτα. Αν είσαι ένα κοινωνικό απόβλητο πιθανότατα δεν προσπάθησες αρκετά να βελτιώσεις τις συνθήκες ζωής σου, ενώ αν αρχίσεις να τρελαίνεσαι μάλλον δεν ακολούθησες τις παροτρύνσεις της αδιάφορης ψυχιάτρου σου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όμως, το ιδιαίτερο γέλιο που υιοθετεί ο Joaquin έρχεται πάλι στο προσκήνιο, αφού φαίνεται να αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην επιβαλλόμενη ευτυχία και την αντίστοιχη δαιμονοποίηση κάθε αρνητικού συναισθήματος που κυριαρχεί τον τελευταίο -αρκετό- καιρό.
Εξάλλου, η πραγματικότητα της Gotham στην οποία λαμβάνει χώρα η ταινία, ελάχιστα απέχει απ’ τη δικιά μας, όπου η επίτευξη της ευτυχίας και της εσωτερικής ηρεμίας αποτελεί μονόδρομο, αποσυνδέεται πλήρως απ’ τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες επιβιώνει το άτομο και η οποιαδήποτε αποτυχία επίτευξης τους χρεώνεται αποκλειστικά σε αυτό και στην έλλειψη επαρκούς προσπάθεια εκ μέρους του (μήπως είστε δυστυχισμένοι επειδή δεν κάνετε γιόγκα προτού αρχίσετε τη δωδεκάωρη, μονότονη εργασία σας;). Κάπως έτσι, ο κωμικοτραγική πάθηση του Arthur αντικατοπτρίζει την “πάθηση” της σύγχρονης κοινωνίας που υποχρεώνεται να γελά σε καταστάσεις που απαιτούν το κλάμα της.
Η ταινία προσεγγίζει με παρόμοια περιπλοκότητα και τα εγκληματικά φαινόμενα, ακολουθώντας μια ολιστική προσέγγιση που φέρνει στο μυαλό το επιδραστικό The Killing Joke του Alan Moore. Έτσι, δεν αντιμετωπίζει το έγκλημα μονάχα ως αποτέλεσμα της ατομικής ελεύθερης βούλησης, αλλά και ως αντίδραση στις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που επικρατούν σε μια κοινωνία. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως η ταινία επιχειρεί να ωραιοποιήσει τη βία, μετατρέποντας τον πρωταγωνιστή της σε έναν συμπαθή αντιήρωα που μπορεί να καταπατά το νόμο, αλλά διαθέτει έναν ηθικό κώδικα. Το αντίθετο μάλιστα, οι εξάρσεις βίας ωραιοποιούνται μονάχα στα μάτια του, ενώ η ταινία τον σκιαγραφεί ως μια ουδέτερη χαοτική δύναμη (χαοτική όχι με την έννοια της καταστροφής, αλλά της τυχαιότητας, της απροσδιοριστίας) που τυχαίνει να βρίσκεται στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, ίσα ίσα για να πυροδοτήσει εκρηκτικές εξελίξεις. Τώρα, το ότι κάποιοι επέλεξαν να αντιμετωπίσουν την ταινία ως μια πρόσκληση για βία, μάλλον αποτελεί δείγμα επιλεκτικής ευαισθησίας, αγνοώντας τις εκατοντάδες ταινίες της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας που προσφέρουν συνήθως δύο “ανέμελες ώρες” αιματοβαμμένης διασκέδασης.
Κόβωντας τον ομφάλιο λώρο με τα κόμικς
Πέρα από την τολμηρή διάθεση της ταινίας να αγγίξει καυτά ζητήματα, εξίσου τολμηρή είναι και η επιδίωξη της να έχει τη λιγότερη δυνατή σχέση με τον κόσμο των κόμικς, επιλέγοντας ωστόσο να αφηγηθεί την ιστορία ενός απ’ τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες στην ιστορία του μέσου. Αυτή η επιλογή αν και είναι αρκετά παράδοξη, στην πραγματικότητα εξηγείται αρκετά εύκολα. Ο Joker ούτε υπερδυνάμεις διαθέτει, ούτε κάποια παρδαλή στολή φοράει, ώστε να δημιουργηθεί πονοκέφαλος για τον ρεαλιστικό σχεδιασμό της, ενώ η ρευστή του ταυτότητα επιτρέπει κάθε είδους πειραματισμό.
Έτσι, η σχετικά προσγειωμένη προσέγγιση που επιλέγει ο Todd Phillips σε καμιά περίπτωση δεν φαντάζει απαγορευτική, ωστόσο φαίνεται περιοριστική για την απεικόνιση της ψυχοσύνθεσης ενός τόσο σχιζοειδή χαρακτήρα όπως ο Joker, όπου όσο πιο βαθειά επιλέγεις να βουτήξεις στο διαταραγμένο του μυαλό, τόσο πιο πολύ θα ανταμειφτείς. Δεδομένου όμως πως αυτή η προσέγγιση ήταν το αρχικό όραμα του σκηνοθέτη, ο Phillips όφειλε να ικανοποιήσει τις δύο ελάχιστες απαιτήσεις για την απεικόνιση του δημοφιλούς χαρακτήρα. Αφενός να διατηρήσει θολό το “νεφελώδες” παρελθόν του χαρακτήρα και αφετέρου να παρουσιάσει -με κάποιον, οποιοδήποτε τρόπο- τη σχέση του με τον Batman.
Τα καλά νέα είναι ότι σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει.
Όσο αφορά το παρελθόν του, απ’ τη μια η μεταμόρφωση απ’ τον Arthur στον Joker είναι αρκετά ξεκάθαρη και απόλυτη, οπότε εν μέρει χάνεται το μυστήριο, απ’ την άλλη το σενάριο διατηρεί αμφίσημα κάποιες σημαντικές πληροφορίες για το παρελθόν και τον παρόν του χαρακτήρα, μπλέκοντας την αλήθεια με τη φαντασία, εξυπηρετώντας με ταιριαστό τρόπο τις θεματικές της ταινίας. Κατά μία έννοια λοιπόν, τον πρώτο στόχο τον πετυχαίνει.
Όμως, η κατάσταση περιπλέκεται λίγο περισσότερο στη σύνδεση του χαρακτήρα με τον Batman. Στον κόσμο της ταινίας, ο Bruce είναι ακόμα πιτσιρίκι, οπότε ο Wayne που μας απασχολεί είναι ο πατέρας του, ο Thomas, τον οποίον η ταινία δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα κολακευτικά, παραμένοντας όμως πιστή στο σκηνοθετικό και σεναριακό όραμα. Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι ο χαρακτήρας του Thomas Wayne θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε εκπρόσωπος της αστικής τάξης της Gotham και ουσιαστικά λίγα πράγματα θα άλλαζαν στο σενάριο.
Ωστόσο, το φινάλε της ταινίας κρύβει έναν άσσο στο μανίκι, ο οποίος -χωρίς να έχουμε διάθεση για την παραμικρή υπερβολή- ανοίγει το δρόμο για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση του Batman (την οποία μάλλον δεν θα δούμε ποτέ), όπου οι αξίες και τα κίνητρα του πίσω απ’ την εκστρατεία εναντίον του “εγκλήματος” τοποθετούνται σε μια ριζοσπαστικά διαφορετική βάση απ’ αυτή που είχαμε στο μυαλό μας μέχρι στιγμής.
Ωστόσο, για όλα αυτά θα μιλήσουμε πιο αναλυτικά (δηλαδή με spoilers) σε μελλοντικό άρθρο.
Η απάντηση του ανεξάρτητου κινηματογράφου στην κυριαρχία του MCU
Η επιλογή του Todd Phillips να αποτινάξει από την ταινία του τη ρετσινιά της comicbook ταινίας βασιζόμενος σε έναν απ’ τους πιο δημοφιλής χαρακτήρες των κόμικς σίγουρα δεν φαντάζει με προφανή επιλογή, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίον έχει διαμορφωθεί το σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως στην πραγματικότητα, η ύπαρξη του Joker εκφράζει την αγανάκτηση των ανεξάρτητων δημιουργών για την ασφυκτική πίεση που ασκούν τα ενωμένα σύμπαντα όπως το MCU στην κινηματογραφική παραγωγή, αποτελώντας μια απόπειρα να φέρουν το μεγαθήριο στα μέτρα τους. Απόδειξη γι’ αυτό είναι η καθόλου τυχαία βράβευση της ταινίας στο φεστιβάλ της Βενετίας. Εξάλλου, η φετινή πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, η Lucrecia Martel, μια απ’ τις σπουδαιότερες auteur-ίστικες φωνές του ισπανόφωνου κινηματογράφου, λίγο καιρό πριν απέρριψε πρόταση της Marvel για τη σκηνοθεσία της Black Widow, όταν οι παραγωγοί της ταινίας της πρότειναν να “μην αγχώνεται για τις σκηνές δράσεις”, γιατί θα τις αναλάβουν οι δικοί τους άνθρωποι (όπως συμβαίνει δηλαδή σε κάθε ταινία της εταιρίας, σε περίπτωση που αναρωτιέστε γιατί όλες οι σκηνές δράσεις είναι ίδιες μεταξύ τους).
Η βράβευση του ρεαλιστικού και δραματικού Joker δεν έχει να κάνει τόσο με την κινηματογραφική του αξία, η οποία σαφώς και είναι υπαρκτή, αλλά περισσότερο υποδεικνύει έναν νέο δρόμο που φαίνεται να ικανοποιεί τους πάντες (παραγωγούς, σκηνοθέτες και κοινό).
Σημείο τομής στο υπερηρωικό σινεμά
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω εύκολα συμπεραίνουμε πως η ταινία του Todd Phillips είναι τολμηρός, άβολος κινηματογράφος με ουσία και όραμα, που τελικά ξεπερνάει το δίπολο της καλής-κακής ταινίας. Η ύπαρξη της μοιάζει ικανή να τινάξει στον αέρα τα θεμέλια του υπερηρωικού σινεμά, με τον Phillips να στέκεται ικανοποιημένος λίγο παραπέρα και με μισή ντουζίνα βραβεία ανα χείρας, αγναντεύοντας το χάος που προκάλεσε. Με άλλα λόγια, το Joker είναι σημαντικό, διότι μας καλεί να αναρωτηθούμε ποιό είναι τελικά το βασικό χαρακτηριστικό που προσδίδει τον χαρακτηρισμό του “υπερηρωικού” σε μια ταινία. Μπορεί ένα δράμα σαν το Joker να θεωρηθεί αυθεντική υπερηρωική ταινία; Άραγε, τo Endgame είναι υπερηρωική ταινία ή ταινία επιστημονικής φαντασίας; Μήπως τελικά το υπερηρωικό σινεμά δεν είναι καν είδος, αλλά ένα κόνσεπτ, μια ιδέα, που μπορεί να προσαρμοστεί σε άλλα, πραγματικά είδη;
Χάρη στο Joker, αυτή τη στιγμή το μέλλον του “υπερηρωικού σινεμά” φαντάζει πιο αβέβαιο, αλλά και πιο ενδιαφέρον από ποτέ.