Η πρώτη μου επαφή με τη δουλειά του Gounis ήταν με την ατελή, μα φιλόδοξη, Ηρωική Υπόθεση του κου Γκούνεμπεργκ, μία παράδοξη αφήγηση τοποθετημένη σε μια εναλλακτική Ελλάδα, όπου η πλοκή ξεδιπλωνόταν, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο βαθμό, μέσα από (φανταστικά) άρθρα εφημερίδων. Η νέα του κυκλοφορία, Πλαστικά Όνειρα, διαθέτει καθαρόαιμη κομιξική αφήγηση, αλλά διατηρεί αυτή την -καλώς εννοούμενη- αλλοκοτιά που φαίνεται να χαρακτηρίζει τις δουλειές του Gounis, καταλήγοντας τελικά να αποτελεί ένα άκρως διασκεδαστικό ανάγνωσμα.
Σ’ ένα απροσδιόριστο μέλλον, μια εταιρεία προσφέρει την δυνατότητα σε όσα άτομα το επιθυμούν να μεταφέρουν τη συνείδησή τους σε κάποιο αντικείμενο∙ μια τεχνολογική εξέλιξη που υποτίθεται πως έχει προκαλέσει ένα μπαράζ θετικών εξελίξεων, μεταξύ των οποίων και η μείωση της ανεργίας. Σε αυτή την εταιρεία βρίσκει δουλειά και η νεαρή πρωταγωνίστρια μας, η οποία σύντομα διαπιστώνει πως η αλήθεια δεν είναι όσο ουτοπική φαίνεται…
Δομημένα περισσότερο σαν ένα σύνολο (συνήθως χιουμοριστικών) βινιετών, τα Πλαστικά Όνειρα ρίχνουν μια καυστική ματιά στις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης, δίνοντας -μεταξύ άλλων- ιδιαίτερη έμφαση στην υποτιθέμενη έννοια της συναίνεσης υπό συνθήκες ακραίας ανισότητας. Το αναμφίβολα ενδιαφέρον θέμα παρουσιάζεται μέσω μιας ιδιαίτερα σουρεαλιστικής ματιάς, αν και η χαλαρή δομή της ιστορίας δεν επιτρέπει ουσιαστική εμβάθυνση ούτε στα πολλά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται το κόμικ, ούτε στις εν δυνάμει δραματουργικά ενδιαφέρουσες στιγμές του, οι οποίες προσπερνώνται με βιασύνη. Ευτυχώς όμως, αυτό αποδεικνύεται λιγότερο προβληματικό απ’ όσο ακούγεται, μιας και το ίδιο το κόμικ ποτέ δεν παίρνει τον εαυτό του περισσότερο σοβαρά απ’ όσο πρέπει.
Το καρικατουρίστικο σχέδιο, το οποίο παραμορφώνει τις ανθρώπινες φιγούρες σε τέτοιο βαθμό, ώστε ελάχιστα να θυμίζουν ανθρώπινα όντα, κατεδαφίζει εξαρχής κάθε υπόνοια σοβαρότητας, διαθέτοντας μάλιστα και κάποιες ελαφρώς πειραματικές διαθέσεις ως προς τη δομή των πάνελ, ενώ οι διάλογοι μετατρέπονται σε ένα πολυβόλο σουρεαλιστικά κωμικών ατακών που τις περισσότερες φορές πετυχαίνει τον κωμικό του στόχο, ενίοτε με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Για τους διαλόγους μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως «ακούγονται» απόλυτα οργανικοί και φυσικοί, ιδανικά προσαρμοσμένοι στην ελληνική πραγματικότητα∙ αρετή που δυστυχώς μόνο δεδομένη δεν πρέπει να θεωρείται, ειδικά σε ένα είδος όπως αυτό της επιστημονικής φαντασίας, το οποίο συχνά μεταφράζεται με «άβολα» αποτελέσματα στην ελληνική γλώσσα.
Επιστρέφοντας στο σχέδιο, αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζουν διάφορες λεπτομέρειες, όπως το γεγονός πως άτομα με αρρενωπά χαρακτηριστικά (λόγου χάρη υπερμεγέθη μουστάκια) φαίνονται να φορούν «γυναικεία» ρούχα. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μόνιμη χρήση θηλυκής προσφώνησης (π.χ. «όλες» οι εργαζόμενες, αντί «όλοι» οι εργαζόμενοι) φανερώνουν την ομαλή συνεργασία οπτικού και γραπτού λόγου για το χτίσιμο ενός κόσμου που διέπεται από τους δικούς του εσωτερικούς κανόνες. Τελικά, η ικανότητα του Gounis να διαμορφώνει ένα σετ κανόνων που με τη σειρά τους «χτίζουν» μια πειστική εναλλακτική πραγματικότητα δηλώνει κι εδώ βροντερό παρόν, βάζοντας το λιθαράκι της στο απολαυστικό τελικό αποτέλεσμα.
Αστείο και πρωτότυπο με τον δικό του εκκεντρικό τρόπο, το νέο κόμικ του Gounis προσφέρει μια προσεγμένη και ολοκληρωμένη αναγνωστική εμπειρία, γεμάτη πλαστικά όνειρα που μετατράπηκαν σε εφιάλτες δίχως διαφυγή, εγκλωβισμένα σε έναν κόσμο τόσο «πειραγμένο» που καταλήγει επικίνδυνα οικείος.