Ύστερα από πολλές αναβολές λόγω της πανδημίας (να σημειωθεί πως ήταν η πρώτη μεγάλη παραγωγή που τον περασμένο Μάρτη πήρε την απόφαση να μετατεθεί μήνες αργότερα η κυκλοφορία της στις αίθουσες, για να ακολουθήσει ένα ντόμινο αναβολών και από τα υπόλοιπα μεγάλα στούντιο, εξαίρεση αποτελεί το Νολανικό Tenet, για να φτάσουμε στο σήμερα, ενάμησι χρόνο μετά, με το No Time to Die να αποτελεί, ταυτόχρονα, και ένα πείραμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας ενόψει της κυκλοφορίας πολυαναμενόμενων ταινιών στην επί κόβιντ εποχή), το φαινόμενο Bond-Craig επιστρέφει εκεί που του αρμόζει, στην μεγάλη αίθουσα, για να ολοκληρώσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) έναν κύκλο δεκαπέντε χρόνων, αν και όχι με την καλύτερη ταινία (του Craig), σίγουρα αντάξια του βεληνεκούς ενός τέτοιου ήρωα.
Το βάπτισμα του πυρός για τον Daniel Craig (Knives Out) στον κόσμο του 007 έγινε το 2006 με το Casino Royale αλλάζοντας ριζικά το franchise, καθώς μετέφερε όλη τη φιλοσοφία του πιο διάσημου μυστικού πράκτορα στον 21ο αιώνα, μιας και η «συνταγή» του Ψυχρού Πολέμου φαινόταν να μην πουλάει άλλο. Αλλά οι καινοτομίες δεν σταματούν εδώ. Η εποχή Craig χαρακτηρίζεται, επίσης, από αφηγηματική συνέχεια. Η συναισθηματική σύνδεση του με την Vesper Lynd είναι εμφανής μέχρι και την τελευταία ταινία, οι αποκαλύψεις για το παρελθόν των χαρακτήρων αναδύονται σταδιακά στην επιφάνεια, ενώ, ακόμη, και οι villains δεν είναι αυτοτελείς (βλέπε σχέση Bond-Blofeld).
Η 25η ταινία της σειράς βρίσκει τον Bond στην Τζαμάικα έχοντας αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Έχει, βέβαια, προηγηθεί μια σκηνή από το παρελθόν της Madeleine και την σχέση της με τον Lyutsifer Safin (Rami Malek), τον κακό της ταινίας. Όταν, ωστόσο, μαθαίνει πως η εγκληματική οργάνωση Spectre, για την οποία ίσως να δουλεύει και η Madeleine, βρίσκεται πίσω από την απαγωγή ενός επιστήμονα που τρέχει ένα μυστικό πρότζεκτ της βρετανικής κυβέρνησης , θα δεχτεί να ταξιδέψει ως την Κούβα, αλλά η ΜΙ6 φαίνεται να έχει διαφορετική άποψη.
Το έργο του Cary Joji Fukunaga (Maniac, True Detective) ως συνεχιστή του δρόμου που είχε ανοίξει ο Mendes ήταν δύσκολο εξαρχής. Αντιμετωπίζει, παράλληλα, και το «βάρος» της ολοκλήρωσης της σειράς με ένα φινάλε που αρμόζει στον ήρωα. Και το πετυχαίνει εν μέρει. Μπορεί η απουσία της σκηνοθετικής ματιάς του Mendes να είναι εμφανής, ο Fukunaga, ωστόσο, καταφέρνει να συνεχίσει και, συνεπώς, να ολοκληρώσει τον εξανθρωπισμό του Bond, προσπάθεια που είχε αρχίσει από το Casino Royale.
Πρόκειται για τον πιο συναισθηματικό και θνητό Bond στην ιστορία του franchise. Συνειδητοποιημένος πως οι καιροί αλλάζουν και εκείνος παραμένει αδύναμος να ακολουθήσει τις μοιραίες εξελίξεις, έρχεται αντιμέτωπος με την δύση της κατασκοπικής του καριέρας. Στοιχειωμένος από το παρελθόν και πληγωμένος από το παρόν, ο χαρακτήρας του Craig αναδύει μια γήινη οικειότητα και ανθρωπιά, εντελώς αντίθετη από την επί 6 δεκαετίες macho αντρίλα που αποτυπωνόταν στο πανί. Ο Bond πλέον ερωτεύεται, εξαπατάται, τιμωρείται για τις πράξεις του, βιώνει την αμηχανία στο πετσί του. Παύει να είναι συναισθηματικά και σωματικά άτρωτος.
Στην πληθωρική, σχεδόν τρίωρη, διάρκεια του, ο νέος Bond είναι γεμάτος αναφορές (γυρνώντας αναπόφευκτα όχι μόνο στην προγενέστερη τετραλογία, αλλά και στις απαρχές του, στο Dr. No για να συνεχίσει με το You Only Live Twice και να καταλήξει στο The Spy Who Loved Me), βρετανικό χιούμορ, κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, μπόλικες σκηνές δράσεις, αλλά κυρίως συναισθηματισμό. Άθελα του γίνεται και αλληγορικός (ο αόρατος ιός που απειλεί την ανθρωπότητα και μεταδίδεται με την επαφή, έτσι ώστε να μην μπορείς να αγκαλιάσεις τα πρόσωπα που αγαπάς, διόλου δεν διαφέρει από το σήμερα).
Σαφώς και υπάρχουν κάποιες σεναριακές ευκολίες. Σαφώς και το φιλμ δεν φτάνει τον (υψηλότατο) πήχη που έθεσε ο Mendes με το Skyfall. Αλλά και ο Fukunaga, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, δεν αποδεικνύεται λίγος στο σκηνοθετικό τιμόνι μιας τέτοιας παραγωγής, πετυχαίνοντας διάνα στη δημιουργία ενός φιλμ που όχι μόνο τιμά τα προγενέστερα, αλλά και σε συγκινεί, γεμίζοντας σε με μια γλυκόπικρη μελαγχολία, όμοια αυτής που αναδύεται από το εναρκτήριο (στοιχειωτικό) τραγούδι της Billie Eilish.
Έτσι, λοιπόν, ένας κύκλος κλείνει. Και ένας άλλος ανοίγει. Τώρα το πώς είναι ένα λίγο μακρινό και αβέβαιο ερώτημα. Μέχρι τότε, όμως, χρόνος υπάρχει.