Τις περισσότερες φορές, η μεταφορά μιας ιστορίας από το ένα στο άλλο μέσο προκαλεί αμέτρητα ερωτήματα για το τελικό αποτέλεσμα. Ειδικά στις περιπτώσεις που ταινίες μετατρέπονται σε σειρές, τα ερωτήματα αυξάνονται γεωμετρικά, καθώς, αν εξαιρέσουμε την ανάγκη για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, το μέσο του κινηματογράφου ελάχιστα διαφέρει πλέον από εκείνο της τηλεόρασης. Η συνηθέστερη -και προτιμότερη, αν μας ρωτάτε- επιλογή είναι η σειρά να δανείζεται την κεντρική ιδέα ή το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται η ταινία και να το επεκτείνει, αφού αυτή η προσέγγιση μας έχει δώσει αρκετά επιτυχημένα παραδείγματα. Ένα από αυτά είναι και το What We Do in the Shadows, βασισμένο στο ανεξάρτητο κωμικό διαμάντι του Taika Waititi (Thor: Ragnarok, Jojo Rabbit), το οποίο απέδειξε με την πρώτη του σεζόν πως η τηλεοπτική αφήγηση του ταιριάζει γάντι, βοηθώντας τον κόσμο της ταινίας να επεκταθεί με ξεκαρδιστικό τρόπο. Έτσι, οι προσδοκίες για τη δεύτερη σεζόν ήταν αυξημένες, αλλά ευτυχώς εκείνη δεν μας απογοήτευσε καθόλου, παραδίδοντας το ένα απολαυστικό επεισόδιο μετά το άλλο.
Συνεχίζοντας το μοτίβο της πρώτης σεζόν, η δεύτερη εστιάζει στις καθημερινές περιπέτειες των βρικολάκων με τις πιο αστείες στιγμές να προκύπτουν, όταν προσπαθούν να προσαρμοστούν στον σύγχρονο κόσμο. Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε ένα ξεκαρδιστικό επεισόδιο στο οποίο ο Nador προσπαθεί να φτιάξει έναν λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή ένα άλλο, στο οποίο η τριάδα είναι καλεσμένη σε ένα γειτονικό σπίτι προκειμένου να δουν το Super Bowl, το οποίο τα αγαπημένα μας βαμπίρ επιμένουν να διαβάζουν ως Superb Owl.
Η τακτική του ψαριού που βγαίνει έξω από τα νερά του είναι ένας σίγουρος τρόπος για την πρόκληση ασταμάτητου γέλιου, ωστόσο λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά στην προκειμένη περίπτωση, επειδή το σενάριο συνδυάζει τις καθημερινές καταστάσεις με τον υπερφυσικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Το επεισόδιο με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι ενδεικτικό αυτού του τόσου όμορφου, έξυπνου και εν τέλει αστείου παντρέματος, της ικανότητας της σειράς να παίρνει πράγματα που φαντάζουν συνηθισμένα σε εμάς και να παραδίδει κάτι ανόθευτα αστείο, φιλτράροντάς το μέσα από την οπτική των βρικολάκων.
Ωστόσο, όσο έξυπνα και πρωτότυπα να είναι τα αστεία -που είναι-, το αποτέλεσμα σύντομα θα μπορούσε να καταλήξει μονότονο, δίχως ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Όπως και στην πρώτη σεζόν, έτσι και τώρα, το πρωταγωνιστικό δίδυμο φορτώνεται με τις καλύτερες ατάκες, οι οποίες σε συνδυασμό με το ερμηνευτικό ρεσιτάλ τους, προσφέρει αξέχαστες κωμικές στιγμές. Πώς γίνεται να μην λατρέψει κανείς την γλυκύτατη αφέλεια του Nador, την υπεροψία της Nadja ή τον αβίαστα cool και σέξυ Lazlo;
Εντούτοις, εκείνοι οι χαρακτήρες που για άλλη μια φορά διαθέτουν τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες είναι εκείνοι που συνεχίζουν να αγνοούνται επιδεικτικά από την πρωταγωνιστική τριάδα, το ενεργειακό βαμπίρ, ο Collins, και ο familiar του Nador, Guillermo. Ο πρώτος κάνει ειλικρινείς προσπάθειες να ενταχθεί στην παρέα των συγκατοίκων του, αλλά εκείνοι, νομίζοντας πως απλά θέλει να τους απορροφήσει ενέργεια, τον αγνοούν επιδεικτικά, υποχρεώνοντας μας να συμπαθήσουμε έναν χαρακτήρα που κάνει ο, τι μπορεί για να προκαλεί ατελείωτες βαρεμάρες.
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, όμως, είναι η περίπτωση του Guillermo, ο οποίος στέκεται υπομονετικά στο πλάι του αφεντικού του με την ελπίδα εκείνος να τον μετατρέψει κάποια στιγμή σε βρικόλακα, κάτι που φαντάζει με άπιαστο όνειρο, όσο περνάνε οι μέρες, οι νύχτες, τα χρόνια. Λες και το βάσανο της αναμονής δεν ήταν αρκετό, ανακαλύπτει πως ίσως αποτελεί απόγονο του Van Helsing, του πασίγνωστου κυνηγού βρικολάκων! Έτσι, καταλήγει εγκλωβισμένος σε μια εξαιρετικά αμήχανη κατάσταση, όπου από τη μια προσπαθεί να αγνοήσει το αίμα που κυλάει στις φλέβες του και να επιμείνει στο όνειρο του για μια ζωή ως βρικόλακας και από την άλλη, κάθε του επιλογή μοιάζει να τον οδηγεί μ’ έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο στην αγκαλιά της πραγματικής του ταυτότητας.
Είναι γεγονός πως η κωμωδία των τελευταίων ετών έχει αλλάξει ριζικά. Η άνοδος της prestige τηλεόρασης έχει ωθήσει τις περισσότερες σειρές -ανεξαρτήτως είδους- να αφήσουν στο παρελθόν τα όποια εκκεντρικά τους στοιχεία για χάρη της σοβαρότητας. Έτσι και οι κωμωδίες έχουν εξελιχθεί σε dramedy, ένα κράμα δράματος και κωμωδίας που συνήθως καταπιάνονται με σημαντικά ζητήματα. Το What We Do in the Shadows, όμως, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Περισσότερο φλερτάρει με σειρές τύπου American Vandal, σειρές δηλαδή που βασίζονται σε ένα ακραία χαζό κόνσεπτ (μην παρεξηγηθώ, το χαζό εδώ χρησιμοποιείται ως κομπλιμέντο), το οποίο όμως αντιμετωπίζουν με το κατάλληλο μείγμα σοβαρότητας και αυτοπαρωδίας. Κάπως έτσι, μας προσφέρει γνήσια κωμικές στιγμές, ευφυείς ατάκες και μοναδικούς χαρακτήρες που δεν γίνεται να μην λατρέψεις. Αν νομίζετε πως η κωμωδία έχει πεθάνει, το What We Do in the Shadows θα σας πείσει για το αντίθετο. Η κωμωδία ζει και βασιλεύει, απλώς ίσως έχει πάψει να κυκλοφορεί υπό το φως του ήλιου και να προτιμά τις βραδινές ώρες παρέα με εκκεντρικούς βρικόλακες.