Δεκαπέντε χρόνια μετά τη δολοφονία της αδερφής του, ο Michael Myers αποδράει από την ψυχιατρική κλινική που ήταν εγκλεισμένος και επιστρέφει στην πόλη του για να σκορπίσει τον θάνατο σε αθώες κοπέλες.
Η πλοκή της ταινίας μπορεί να μην είναι κάτι τρομερό, αλλά μέσα από την απλότητά της, επιτρέπει στον John Carpenter να κάνει τα σκηνοθετικά του κόλπα και να γράψει κινηματογραφική ιστορία. Το εισαγωγικό μονοπλάνο μας παρουσιάζει την πρώτη δολοφονία του εξάχρονου Michael Myers μέσα από τα παιδικά, αλλά κενά συναισθήματος μάτια του. Συνεχίζοντας στην ίδια λογική των μεγάλων σε διάρκεια γενικών πλάνων, ο Carpenter εστιάζει στις απλές, καθημερινές στιγμές. Έτσι, δίνει την αίσθηση της συνεχούς παρακολούθησης, στερώντας από τους θεατές οποιαδήποτε αίσθηση ασφάλειας τους προσφέρει ο ιδιωτικός τους χώρος, αφήνοντας στη συνέχεια τον Michael να σουλατσάρει ανενόχλητος, κάνοντας τους δικούς του αιματοβαμμένους θεατρινισμούς. Μακριά από φθηνά σκηνοθετικά τρικ προσωρινής αγωνίας, καταφέρνει και χτίζει ένταση κυριολεκτικά από το τίποτα και εκεί κρύβεται η σκηνοθετική του μαεστρία.

Εξίσου σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας παίζει και ο τρόπος παρουσίασης του Michael. O Carpenter δεν ασχολείται ούτε στιγμή με το “σκοτεινό” παρελθόν του και τους λόγους που μπορεί να τον οδήγησαν σε αυτή τη συμπεριφορά. Αντ’ αυτού, επιλέγει να ακολουθήσει μια σχεδόν μεταφυσική οδό και να τον παρουσιάσει σαν μια δύναμη της φύσης, την οποία κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει, αλλά και κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Η αίσθηση απειλής που εκπέμπει η σχεδόν μυθική περσόνα εντείνεται ακόμα περισσότερο από τις μικρές στιγμές που αφήνει ο Carpenter να αναδυθούν. Ναι, η ανέκφραστη, λευκή μάσκα του είναι από μόνη της τρομακτική, αλλά είναι σκηνές σαν κι εκείνη που ο Michael κοιτάζει -μάλλον- με θαυμασμό το θύμα του, το οποίο μόλις έχει κρεμάσει με ένα μαχαίρι στον τοίχο, που ανατριχιάζουν ακόμα περισσότερο τον θεατή και ανεβάζουν τον χαρακτήρα στην κορυφή των πιο αξέχαστων serial killers της έβδομης τέχνης!

Σεναριακά, όπως ήδη αναφέρθηκε δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τρομερό. Κανένας χαρακτήρας δεν αναπτύσσεται ιδιαίτερα, τα θύματα κάνουν τις κλασικές ανόητες επιλογές -ναι, ακόμα και η πρωταγωνίστρια-, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αυτό το απλοϊκό σενάριο επηρέασε άπειρες ταινίες του είδους. Βέβαια, μέσα στην απλότητα του, ο Carpenter και η συνσεναριογράφος Debra Hill, τοποθέτησαν μερικά διακριτικά, αλλά επικριτικά σχόλια για τις προαστιακές γειτονιές, όπου ο καθένας κοιτάζει την ασφάλεια του και αδιαφορεί, αν ακριβώς έξω από το σπίτι του κυκλοφορεί μια νεαρή γυναίκα κραυγάζοντας απεγνωσμένα για βοήθεια. Εξάλλου, μάλλον θα πρόκειται για καμιά ελευθέρων ηθών, οπότε και μαχαιρωμένη να βρεθεί, μικρό το κακό.
Σαν κάθε ταινία τρόμου που σέβεται τον εαυτό της, το Halloween έχει τη τύχη να συνοδεύεται και από ένα εκπληκτικό soundtrack, το οποίο έγραψε ο ίδιος ο Carpenter. Μπορεί να είναι τρομακτικά απλό, παρ’ όλα αυτά χαράζεται στη μνήμη σαν σημάδι από ξώφαλτση μαχαιριά του Michael, βάζοντας και εκείνο το λιθαράκι του, ώστε η ταινία να θεωρείται μέχρι και σήμερα μια από τις καλύτερες του είδους.
Σίγουρα, η ταινία έχει τις ατέλειες της με τις αδύναμες ερμηνείες, τις σεναριακές ευκολίες (όλως τυχαίως ο Myers αστοχεί μόνο όταν είναι να πετύχει την πρωταγωνίστρια) και την αργή για τα σημερινά δεδομένα εξέλιξη της πλοκής να είναι οι κυριότερες. Εστιάζοντας όμως σε αυτές είναι σα να κοιτάμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος, αφού με ελάχιστο προϋπολογισμό και εφοδιασμένος με μπόλικη όρεξη και δημιουργικότητα, ο Carpenter έθεσε τις βάσεις για ένα ολόκληρο κινηματογραφικό υποείδος, δημιούργησε κλισέ που ακολούθησαν ευλαβικά εκατοντάδες σκηνοθέτες και παρουσίασε έναν χαρακτήρα που οι τρομάρες που σκορπίζει εμπνέουν ακόμα και σήμερα νέες γενιές τρομολάγνων δημιουργών. Ε, δεν τα λες και λίγα όλα αυτά!