Όταν αγαπάς κάποιον, επιθυμείς να τον δεις ευτυχισμένο, ακόμα κι αν η ευτυχία του βρίσκεται κάπου πέρα από εσένα. Επιθυμείς να του απαλύνεις τον πόνο, να τον βοηθήσεις να πάψει να ταλαιπωρείται από εκείνα που τον βασανίζουν. Επιθυμείς να του κρατάς το χέρι δίχως να φοβάσαι μια κοινωνία που σε εχθρεύεται. Τέτοιου είδους πτυχές του συναισθήματος της αγάπης πλέκονται η μία μέσα στην άλλη στο Μπλε Καφτάνι της Maryam Touzani, το οποίο έχει λάβει υποψηφιότητες και βραβεύσεις σε διεθνή φεστιβάλ.
Στην παλιά πόλη του Σαλέ, στο Μαρόκο, ο Halim και η Mina, παντρεμένοι χρόνια, διατηρούν μαγαζί με είδη ραπτικής. Ο Halim, ράφτης με ευγενικό βλέμμα, που κληρονόμησε το ταλέντο του από τον πατέρα του, αρνείται να υποκύψει στην τυποποίηση των ραπτομηχανών και φτιάχνει χειροποίητα ενδύματα για τους πελάτες, που ολοένα και λιγοστεύουν καθώς προτιμούν την ταχύτητα από την ποιότητα. Η Mina με τη διανοητικότητά της έχει αναλάβει τα διοικητικά καθήκοντα της μικρής τους επιχείρησης. Φαινομενικά, η ζωή τους κυλά αρμονικά, δίχως εντάσεις. Δύο προοδευτικοί άνθρωποι, που αγαπιούνται θερμά και ελπίζουν κάποτε πως η χώρα τους, μια χώρα βαθιά συντηρητική, προσκολλημένη στις παραδόσεις και τους θρησκευτικούς της νόμους, θα στραφεί προς την ελευθερία. Όταν προσλαμβάνουν έναν νεαρό υπάλληλο, τον Youssef, να μάθει την τέχνη και να τους βοηθά, εκείνος έρχεται κοντά με τον Halim. Και τότε, οι ανθρώπινες σχέσεις αρχίζουν να περιπλέκονται. Πίσω από ένα αδιόρατο πέπλο (ποτέ ξεκάθαρα, ποτέ στην επιφάνεια) αναδύονται ενδόμυχες ανασφάλειες, λόγια ανείπωτα, ασαφείς φόβοι. Μα, δε στέκουν μόνα τους. Στην αντίπερα όχθη, ξεπροβάλλει το συναίσθημα της κατανόησης, της αποδοχής, της ανιδιοτελούς αγάπης.

Η Touzani, με σκηνοθετική ματιά υπαινικτική, υπόγεια, υφαίνει σταδιακά μια ιστορία με θεματολογία κατ’ αρχήν πικρή, ωστόσο δοσμένη με τρόπο αισιόδοξο. Φροντίζει να εξελίξει την πλοκή συνειρμικά, με σκηνές και εικόνες αποσπασματικές (τα δάχτυλα του Halim που περιεργάζονται το ύφασμα, η Mina που περιμένει, με θλιμμένη αποδοχή, τον σύζυγό της όταν αργεί να επιστρέψει από τη δουλειά, ο Yussef που προσπαθεί να καταλάβει τι αισθάνεται, ράβοντας ένα μπλε καφτάνι), αποκαλύπτοντας, βελονιά- βελονιά, τις αλληλεπιδράσεις και τα βιώματα των ηρώων. Κατευθύνει τον θεατή να ενώσει μόνος του τα κομμάτια, να συναισθανθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον κάθε χαρακτήρα χωριστά.
Η σκηνοθέτιδα φροντίζει να μην αναλωθεί στην πεπατημένη λύση ενός απλού ερωτικού τριγώνου, αλλά, ορμώμενη από το τρίτο πρόσωπο που «διαταράσσει» τη συζυγική εστία, κατευθύνει το ευρηματικό, τρυφερό σενάριο στο μονοπάτι της ευαισθησίας, της καλοσύνης. Επιθυμεί να δείξει πως δεν απαιτείται πάντα να είμαστε ερωτευμένοι με κάποιον, για να τον αγαπήσουμε και να του σταθούμε σε όποια δυσκολία αντιμετωπίσει, ούτε ο μονόπλευρος έρωτάς μας ν’ αποτελέσει εμπόδιο στο να σεβαστούμε ή και να υποστηρίξουμε την επιλογή του ανθρώπου που ήταν πάντα δίπλα μας, παρ’ όλο που δε μας αγάπησε με τον ίδιο τρόπο. Ακόμη, αναδεικνύει πως ήρθε πια ο καιρός οι κοινωνίες να πάψουν ν’ απομονώνουν το διαφορετικό. Ήρθε πια ο καιρός που οι γυναίκες θα μπορούν να πηγαίνουν ελεύθερα σε καφενεία, που πατροπαράδοτα ήταν ανδροκρατούμενα, που θα είμαστε ελεύθεροι να γκρεμίσουμε τα τείχη που υψώνονται γύρω από την ευτυχία μας.
Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών, και ιδιαίτερα της Mia (Lubna Azabal) είναι εντελώς προσωπικές. Εσωτερικεύουν τους συναισθηματικούς κόσμους των ρόλων τους, γίνονται ένα με αυτούς. Κάθε συναίσθημα, η ζήλια, ο εκνευρισμός, ο πόνος, η χαρά, η αγάπη, είναι διάχυτα στο βλέμμα ή τη στάση του σώματος, με γλαφυρότητα.

Η φωτογραφία και η κίνηση της κάμερας εν γένει ακολουθούν πιστά τον υπαινικτικό τόνο της ταινίας, προβάλλοντας ασαφή στιγμιότυπα από χώρους(το ραφτάδικο, το χαμάμ, το σπίτι), αντικείμενα(μανταρίνια, κοντινά πλάνα από το καφτάνι του Yussef και του Halim, το συζυγικό κρεβάτι) και μακρινά πλάνα από τα σοκάκια του Μαρόκου, τα οποία όμως συνδέονται μεταξύ τους, καθώς αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα του ψυχισμού των ηρώων.
Το γεγονός, πάντως, ότι η πλοκή στο δεύτερο μέρος της ταινίας αυξάνει αρκετά την ταχύτητά της σε σχέση με το εμφανώς βραδύτερο πρώτο μέρος, ίσως προκαλέσει κάποια ανισορροπία στη ροή που ο θεατής συνήθισε. Ωστόσο, η συναισθηματική φόρτιση που προξενείται στην πορεία και μέχρι το αναμενόμενο μεν, συγκινητικό δε, αποκορύφωμα, είναι τέτοια, ώστε η εν λόγω αδυναμία μπορεί να παραβλεφθεί.
Τελικά, αυτό που ίσως μένει από την ταινία είναι ότι εκτυλίσσεται σαν παραμύθι, σαν περίτεχνο, αργόσυρτο κέντημα που μιλά με τον δικό του, βαθύτατα προσωπικό τρόπο για τη δύναμη της Αγάπης. Τα βλέμματα που οι χαρακτήρες ανταλλάσσουν, βλέμματα γεμάτα στοργή και ζεστασιά, φέρνουν δάκρυα στα μάτια του θεατή. Αντιλαμβάνεται πως σ’ αυτόν τον κόσμο, δε στέκουμε μόνοι στον δρόμο για την ανυπαρξία. Μπορεί να ελπίζει πως η τρυφερότητα δε χάθηκε ακόμα, πως βρίσκεται στο χαμόγελο της ύπαρξης εκείνης που θα μας σφίξει στην αγκαλιά της και θα μας ψιθυρίσει πως, ό,τι και να γίνει, θα μείνει εδώ, μαζί μας. Γιατί μας αγαπά. Και η αγάπη δε γνωρίζει εμπόδια, μονάχα χτίζει γέφυρες.