Στις 6 Απριλίου του 1917 δύο νεαροί στρατιώτες του βρετανικού στρατού αναλαμβάνουν μια αποστολή αυτοκτονίας: να διασχίσουν μέσα σε ελάχιστες ώρες εχθρικό έδαφος με σκοπό να παραδώσουν στους λοχαγούς της 2ης διμοιρίας του βρετανικού στρατού την εντολή του Στρατηγού τους να ακυρώσουν την επίθεση ενάντια στους Γερμανούς, οι οποίοι ναι μεν φαίνεται πως υποχωρούν, αλλά στην πραγματικότητα έχουν στήσει παγίδα με σκοπό να αποδεκατίσουν 1600 στρατιώτες, ανάμεσα τους και τον αδερφό ενός απ’ τους δύο στρατιώτες-πρωταγωνιστές.
Σε αυτή τη λιτή ιστορία που είναι βασισμένη σε διηγήσεις του παππού του, υποδεκανέα Alfred Mendes, στηρίζεται ο Sam Mendes (American Beauty, Skyfall, Spectre) για να χτίσει πάνω της τη νέα φιλόδοξη ταινία του που έχει ως στόχο να μοιάζει με μονοπλάνο. Αν κρίνουμε απ’ τις αρκετές φορές που έχει επιχειρηθεί κάτι παρόμοιο, αντιλαμβανόμαστε πως η δημιουργία μιας τέτοιας ταινίας μάλλον αποτελεί ευσεβή πόθο αρκετών δημιουργών, κάτι σαν επιβεβαίωση των ικανοτήτων τους. Στην προκειμένη περίπτωση πάντως, ο Sam Mendes πετυχαίνει στον απόλυτο βαθμό το όραμα του, αφού καταφέρνει να δημιουργήσει μια πραγματική «πολεμική» εμπειρία που μεταφέρει τους θεατές στην πρώτη γραμμή της μάχης. Κάθε εμπόδιο που περνούν οι πρωταγωνιστές, κάθε ενοχλητικό θέαμα ή η οποιαδήποτε βρωμερή μυρωδιά μετατρέπεται σε ένα εφιαλτικό βίωμα για τους θεατές.
Πρωταρχικός στυλοβάτης του εγχειρήματος, όμως, είναι ο Roger Deakins. Η ιδανική ισορροπία ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και το στυλιζάρισμα που μερικές φορές μετατρέπει την φρίκη του πολέμου σε έργο τέχνης, αλλά και ο μαεστρικός τρόπος με τον οποίον χειρίζεται τις γρήγορες εναλλαγές του φωτός αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της επιτυχίας του εγχειρήματος, υπενθυμίζοντας μας γιατί θεωρείται ένας απ’ τους κορυφαίους εν ενεργεία διευθυντές φωτογραφίας.
Επίσης σημαντική είναι και η εξαιρετική αποτελεσματικότητα των ηθοποιών και κυρίως των δύο πρωταγωνιστών που κουβαλάνε και το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος. Αν και το σενάριο δεν βασίζεται τόσο στην ανάπτυξη χαρακτήρων, εκείνοι καταφέρνουν να εκμεταλλευτούν τις μετρημένες ευκαιρίες που έχουν για να διαμορφώσουν δύο διακριτούς χαρακτήρες. Ο νεότερος στρατιώτης (Dean-Charles Chapman) διακατέχεται από έναν αφελή ιδεαλισμό και ελπίζοντας σε μια ηρωική διάκριση. Αντίθετα, ο δεύτερος στρατιώτης (George MacKay) βλέπει αρκετά διαφορετικά τα πράγματα, πιο κυνικά, αδιαφορώντας τελικά για τη δόξα που μπορεί να του στερήσει τη ζωή και προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του απέναντι στις βιαιότητες που βιώνει. Η επιλογή δύο σχετικά άγνωστων ηθοποιών για τους πρωταγωνιστούς ρόλους και πιο γνωστών για τους ανωτέρους τους είναι μια έξυπνη κίνηση απ’ τον Mendes, ο οποίος αναδεικνύει με μέτα τρόπο την αναλωσιμότητα του μέσου στρατιώτη.
Ωστόσο, η ταινία γρήγορα θα αφήσει στην άκρη της όποιες θεματικές της, άρα και την κριτική ματιά πάνω στο φαινόμενο του πολέμου ή/και της αυτοθυσίας, αφήνοντας χώρο στις αδυναμίες της να κάνουν τη δειλή τους εμφάνιση. Σίγουρα, το πολεμικό έπος του Mendes αναδεικνύει τη φρίκη του πολέμου πιο ωμά από πρόσφατες απόπειρες, βλ. Dunkirk, ωστόσο δεν έχει να προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Έτσι, αυτό που ακολουθεί μοιάζει βγαλμένο από video game, όπου η μία σκηνή δράσης δίνει τη θέση της στην επόμενη, συνήθως με τη βοήθεια κάποιας εξαιρετικά βολικής συνθήκης που επιτρέπει στους πρωταγωνιστές να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Συνοψίζοντας, το 1917 πρόκειται για μια ταινία που δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να αμφιβάλλει για την τεχνική της αρτιότητα. Ωστόσο, η θεματική της αφέλεια ή απλοικότητα και η σεναριακή προβλεψιμότητα της τής στερούν την ευκαιρία να αναδειχθεί σε ένα έργο τέχνης, αλλά την εγκλωβίζουν σε έναν σκηνοθετικό αυνανισμό. Βγαίνοντας κανείς απ’ την αίθουσα δεν είναι παράλογο να αναρωτηθεί σε τι διαφέρει το θεματικό πάρκο της Marvel από το θεματικό πάρκο του Sam Mendes και αν τελικά η επιβίωση της κινηματογραφικής αίθουσας εξαρτάται από τέτοια εντυπωσιακά, αλλά κενά θεάματα.