Με περιπετειώδη παραγωγή (η σειρά αναμενόταν να προβληθεί στην πλατφόρμα του HBO, προτού πάρει μεταγραφή για της Amazon Prime), αλλά και τεράστια ανυπομονησία λόγω της άμεσης εμπλοκής του Bruce Timm, του συν-δημιουργού του θρυλικού πλέον Batman: The Animated Series, το Batman: Caped Crusader προσγειώθηκε στις μικρές οθόνες έχοντας γεννήσει γιγαντιαίες προσδοκίες. Αφενός, η ελπίδα για κάτι αντίστοιχο με την κλασική σειρά της δεκαετίας του ‘90 ήταν δεδομένη, δημιουργώντας βέβαια ερωτήματα για το πόσο πιο ψηλά μπορεί να φτάσει τούτο το εγχείρημα, αφετέρου οι υποσχέσεις από πλευράς του Timm ότι αυτή η εκδοχή του Σκοτεινού Ιππότη θα είναι πολύ πιο… σκοτεινή, υιοθετώντας ιδέες που δεν «χώραγαν» στους περιορισμούς του B:TAS, εκτόξευσαν την ανυπομονησία στα ύψη. Τελικά, με την ολοκλήρωση της πρώτης σεζόν μπορούμε να πούμε με μια σχετική ασφάλεια πως το πείραμα σε γενικές γραμμές κρίνεται επιτυχημένο, αν και με μερικούς αστερίσκους.
Η αισθητική του σχεδίου είναι εκείνη που παραπέμπει ευθέως στο B:TAS. Παλιομοδίτικος σχεδιασμός, η Γκόθαμ σχεδόν ίδια και απαράλλαχτη με τότε, οι χαρακτήρες ακολουθούν σε γενικές γραμμές τα πρότυπα εκείνης της σειράς, προσθέτοντας μερικούς εκσυγχρονισμούς (λόγου χάρη τα γυναικεία σώματα συχνά είναι πιο μπαμπάτσικα) και η νουάρ ατμόσφαιρα έχει τον πρώτο λόγο. Καμία έκπληξη εν ολίγοις, η ποιότητα του σχεδίου κινείται στα αναμενόμενο επίπεδα, αν και μεταξύ μας, οι δρόμοι της Γκόθαμ θα μπορούσαν να είχαν γεμίσει με λίγο περισσότερο κόσμο, ώστε η πόλη να αποκτήσει περισσότερη ζωντάνια, ενώ το σχεδόν κωμικά έντονο μαύρο περίγραμμα γύρω από τα μάτια πολλών ανδρών θα μπορούσε να απουσιάζει (μα όλοι έχουν κατάμαυρες βλεφαρίδες στη Gotham;!).
Ωστόσο, κάπου εδώ σταματούν οι νοσταλγικές δόσεις του Batman: Caped Crusader, μιας και σε γενικές γραμμές εντοπίζονται αρκετές -συχνά τολμηρές- διαφοροποιήσεις, όχι μόνο από τη σειρά της δεκαετίας του 1990, αλλά και από την ίδια τη μυθολογία του Batman. Σε επίπεδο αφήγησης, η σειρά ναι μεν διατηρεί μια σχετική αυτονομία για το κάθε επεισόδιο, ωστόσο υπάρχει ένας κοινός αφηγηματικός ιστός που τα ενώνει όλα, ενώ ο Batman παύει να μονοπωλεί πλέον το ενδιαφέρον της σειράς. Κάπως έτσι, ο Gordon, η κόρη του Barbara, καθώς και άλλοι χαρακτήρες, όπως η η ντετέκτιβ Mondoya, αυξάνουν αισθητά την τηλεοπτική τους παρουσία, ενώ ο Batman κάνει λιγότερες εμφανίσεις από το αναμενόμενο.
Το αυξημένο μωσαϊκό χαρακτήρων επιτρέπει στο σενάριο να εστιάσει σε πιο σκοτεινές και ενήλικες θεματικές, μένοντας πιστό στις υποσχέσεις του Timm. Χωρίς σε καμία περίπτωση να μετατρέπεται στην υπερηρωική εκδοχή του The Wire, η σειρά ασχολείται ενεργά με την διαπλοκή αστυνομίας, υποκόσμου και πολιτικής σκηνής, τις δυναμικές εντός του αστυνομικού τμήματος της Γκόθαμ και τα εμπόδια που καλείται να αντιμετωπίσει ο Gordon και η ντετέκτιβ Montoya, ενώ μέσω της Barbara επιχειρείται και μια τολμηρή (για τα δεδομένα του συντηρητικού υπερηρωικού είδους) ανάγνωση του εγκλήματος όχι ως ατομική επιλογή, αλλά ως κοινωνικό φαινόμενο.
Ακούστε ακόμη:
Αυτή η λογική καθοδηγεί και την επαναπροσέγγιση κάποιων χαρακτήρων. Ξεχάστε τον Harvey Dent ως τον Λευκό Ιππότη της Γκόθαμ που παλεύει με όλες του τις δυνάμεις για την δικαιοσύνη. Εδώ, δεν διστάζει να βρωμίσει τα χέρια του για να εξυπηρετήσει προσωπικές φιλοδοξίες. Σε αντίθεση με τον κανόνα του χαρακτήρα, το ατύχημα που τον μετατρέπει σε Two-Face προκύπτει ως νέμεση στην ύβρη του, ωθώντας τον στην απεγνωσμένη αναζήτηση της εξιλέωσης. Ακόμα πιο συναρπαστική, αν και προς το παρόν με μικρότερη παρουσία, η σαδιστικότατη εκδοχή της Harley Quinn, που μπορεί εδώ να μην διαθέτει τον γνωστό, πληθωρικό χαρακτήρα της, αλλά κλέβει τις εντυπώσεις με τις μεθόδους βασανισμού που επιλέγει για τα θύματά της. Αλώβητος δεν βγαίνει ούτε ο Bruce Wayne, ούτε ο Batman. Ο δεύτερος παρουσιάζεται αρκετά πιο βάρβαρος απ’ ότι συνήθως, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ψυχοσύνθεση του Wayne. Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρείται μια καλύτερη κατανόηση του τραύματος του και μια έμμεση κριτική στο σύνδρομο του ήρωα που τον χαρακτηρίζει.
Κάπου εδώ όμως αρχίζουν να εμφανίζονται και οι περιορισμοί του όλου εγχειρήματος. Από τη μία, το γεγονός ότι η «ενήλικη ταυτότητα» της σειράς δεν μεταφράστηκε (μόνο) σε ισχυρότερη παρουσία της βίας -ακόμα και από πλευράς του Batman-, αλλά σε μια βαθύτερη εξερεύνηση διάφορων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων -παραδείγματος χάριν, ένας ανταγωνιστής κλέβει λεφτά αποκλειστικά από φτωχούς γιατί θεωρεί τη δημοκρατία καταστροφική!- τιμά τη δημιουργική ομάδα και αναδεικνύει την ποιοτική της στόφα. Ωστόσο, μια τέτοια ρεαλιστική προσέγγιση θα πρέπει νομοτελειακά να οδηγηθεί στην τολμηρή αμφισβήτηση του ίδιου του Batman, σενάριο που φαντάζει μάλλον αδιανόητο, προσδίδοντας μια αίσθηση ματαιότητας στο όλο εγχείρημα.
Πέρα από τον παραπάνω αστερίσκο πάντως, ελάχιστα είναι τα πραγματικά προβλήματα της σειράς. Ένα από αυτά είναι το μάλλον αδιάφορο ξεκίνημα, με τα επεισόδια να φορτσάρουν από τη μέση και μετά, ενώ για γέλια και για κλάματα είναι η Penguin. Και όχι, το πρόβλημά μας δεν είναι η αλλαγή φύλου, αλλά ότι η νεανική και σχεδόν αισθησιακή φωνή της Minnie Driver, η οποία δανείζει τη φωνή της στο ρόλο, δεν είχε καμία σχέση με την μεσήλικη εικόνα της μαφιόζας Penguin. Μάλιστα, αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, φέρνει στο μυαλό κάποια από τις κακόγουστες θηλυκές μεταμφιέσεις του Σεφερλή. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αστοχία της σειράς, η οποία προς το παρόν δεν έχει να επιδείξει κάτι αξιομνημόνευτο στο κομμάτι των ερμηνειών.
Δίχως να επαναπαύεται στις νοσταλγικές δόξες του παρελθόντος, το Batman: The Caped Crusader τολμά ρηξικέλευθες αλλαγές που αποδεικνύουν την διάθεσή του για αναζήτηση νέων κατευθύνσεων στη μυθολογία του Σκοτεινού Ιππότη. Σίγουρα απέχει αρκετά από την τελειότητα, αλλά αν συνεχίσει με αυτόν τον ρυθμό και του επιτραπεί να βρει τα βήματά του στις επόμενες σεζόν, έχει τις προοπτικές να διεκδικήσει ένα σημαντικό μερίδιο στις πιο αξιομνημόνευτες ιστορίες του Batman.