Πάντοτε εκτιμώ μια εισαγωγή που καταφέρνει να συμπυκνώσει την ουσία της ιστορίας που πρόκειται να ακολουθήσει και η εισαγωγή του Spa, σε σχέδιο και σενάριο του Σουηδού Erik Svetoft, σπρώχνει τους αναγνώστες κατευθείαν στην ουσία αυτού που θα ακολουθήσει. Το πρώτο πάνελ αποκαλύπτει μια χαμογελαστή φιγούρα, η οποία αμέσως μετά διαπιστώνουμε πως στέκεται μπροστά σε μια συμμορία που ετοιμάζεται να την ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου. Αυτή η αλλόκοτη απάθεια εμπρός σε μια φρικιαστική εξέλιξη διαπερνά κάθε σελίδα αυτού του κόμικ, αποτελώντας ένα από τα βασικά συστατικά της αποτρόπαιης ατμόσφαιρας του. Διότι το Spa είναι από εκείνες τις ιστορίες τρόμου που διαθέτουν ελάχιστη βία, αλλά τρυπώνουν κάτω από το δέρμα με εικόνες ανοίκειες για να στοιχειώσουν τελικά τη μνήμη για καιρό.
Οι λεπτές φιγούρες με τις πειραγμένες αναλογίες, τα μαύρα, άψυχα μάτια τους, τα σχεδόν τετράγωνα πρόσωπα τους και χαρακτηριστικά τόσο κακοσχεδιασμένα που ακόμα και τα χαμόγελά τους μοιάζουν βγαλμένα από κάποιον νοσηρό εφιάλτη θα αρκούσαν για να προκαλέσουν ανατριχίλες. Αλλά ο Svetoft δεν περιορίζεται εκεί. Σχεδόν σε κάθε σελίδα, τούτες οι φρικιαστικές φιγούρες μοιάζουν να σε κοιτάνε κατάματα, ρίχνοντας επίμονα βλέμματα στους πιο ανείπωτους φόβους σου. Το νερό, αντί να χαλαρώνει την ψυχή και να αποβάλλει κάθε άγχος μοιάζει με πίσσα έτοιμη να ρουφήξει το επόμενο θύμα της. Τα πτώματα που συχνά διακοσμούν το πολυτελές ξενοδοχείο δημιουργούν εικόνες που δύσκολα μπορεί να αποβάλλει κανείς, ενώ το παρανοϊκό κλίμα κορυφώνεται από τις διάσπαρτες δόσεις σουρεαλιστικού χιούμορ, το οποίο έρχεται τις πιο απροσδόκητες στιγμές για να ανατρέψει κάθε προσδοκία, τόσο με την κωμική αποτελεσματικότητά του, όσο και με την ικανότητα που το χαρακτηρίζει να εντείνει ακόμα περισσότερο την ήδη άβολη ατμόσφαιρα του κόμικ..
Όταν η χαλαρή, σχεδόν ανθολογική αφήγηση του Svetoft απομακρύνεται από τους εύπορους πελάτες του ξενοδοχείου που αρνούνται να αντιδράσουν εμπρός στην άβυσσο που ετοιμάζεται να κατασπαράξει τον μικρόκοσμο του σπα, υποκρινόμενοι πως απολαμβάνουν στιγμές χαλάρωσης και ευζωίας, ή όταν δεν ασχολείται με τον CEO που χαζεύοντας τους διακοσμητικούς πίνακες γεννά ευχάριστα σενάρια στο μυαλό του ως ένα τελευταίο μέσο διαφυγής από μια κατάσταση που παρά την λάμψη της μάλλον έχει καταλήξει να τον πνίγει, ο Svetoft κοντοστέκεται στους κακόμοιρους υπαλλήλους που είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν την τάξη και την καθαριότητα∙ μια αποστολή που ειδικά υπό αυτές τις συνθήκες αγγίζει νέα ύψη ματαιότητας, πόσω μάλλον όταν η αποτυχία τους τιμωρείται με υποτιμητικές πρακτικές που τρέφουν τα πιο ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου. Παρά το νοσηρό κλίμα, ο Svetoft αναγνωρίζει την προσφορά και την υπομονή τους, υπογραμίζοντας με τον δικό του διεστραμμένο τρόπο την καθοριστική σημασία της εκμετάλλευσης τους στην καλοπέραση των πελατών, όσο τα βλέμματα τους προδίδουν την πνευματική τους εξάντληση.
Αποτελεί άραγε μια αλληγορία για το πως η ύπαρξη και καλοπέραση της αργόσχολης τάξης εξαρτάται από τον μόχθο των εργαζόμενων ή μήπως στρέφει τα βέλη της στην καταναλωτική μανία μιας ολόκληρης κοινωνίας που αρνείται να κοιτάξει κατάματα την επικείμενη καταστροφή, επιλέγοντας να ζει με ψευδαισθήσεις; Αν και τα δύο είναι πιθανά σενάρια, ελάχιστη σημασία έχει να κοπιάζει κανείς να ερμηνεύσει με απόλυτα ορθολογικό τρόπο ένα κατασκεύασμα που βασίζεται κυρίως στην ατμόσφαιρα και αδιαφορεί για κάθε λογής απάντηση. Προκειμένου να εκτιμηθεί δίκαια αυτό που δημιουργεί ο Svetoft, απαιτείται να αφεθείς σε έναν κόσμο που μέσα στον παραλογισμό του, καταλήγει να φαντάζει κάπως οικείος. Κι αυτό, τον κάνει ακόμα πιο ανυπόφορο.
Το κόμικ κυκλοφορεί από την Fantagraphics.