Όταν ο Nicolas Refn παρουσίασε τη νέα του τηλεοπτική σειρά στο φεστιβάλ των Καννών επέλεξε να δείξει το τέταρτο και το πέμπτο επεισόδιο. Η λογική πίσω από αυτή την απόφαση ήταν ότι ήθελε να δώσει στους θεατές την αίσθηση που βιώνει κάποιος όταν πιάνει ένα βιβλίο και το ανοίγει σε μια τυχαία σελίδα -σπάνια θα το διαβάσει απ’ την αρχή-, ώστε να αποφασίσει αν θα το αγοράσει ή όχι. Αυτό το γοητευτικό, αλλά σαφώς ανορθόδοξο σκεπτικό του Refn είναι ενδεικτικό για το σύνολο της σειράς που στριμάρει εδώ και αρκετό καιρό στο Amazon Prime, αφού το νέο πόνημα του Δανού σκηνοθέτη φαίνεται αποφασισμένο να πειραματιστεί με την απόλυτη ελευθερία που προσφέρει η διαδικτυακή παρακολούθηση σειρών.
Σαμποτάροντας τη λογική του ‘binge watching’
Η κυριαρχία πλατφορμών όπως το Netflix και το Amazon έχει αλλάξει σημαντικά τον τρόπο που οι δημιουργοί αφηγούνται τις ιστορίες τους. Αρχικά, δεν περιορίζονται απ’ την ύπαρξη των διαφημίσεων, ενώ η κυκλοφορία ολόκληρων σεζόν σε μια μέρα, επιτρέπει την αντιμετώπιση των σειρών ως μια γιγαντιαίας διάρκειας ταινίας, την οποία το κοινό καλείται να καταναλώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ωστόσο, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες παρατηρούμε ότι η διάρκεια μιας μέσης σεζόν κινείται γύρω στα οχτώ με δέκα επεισόδια και σπάνια ξεπερνάει τη μια ώρα. Όλα αυτά βέβαια για σειρές που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως “δράματα” μιας και οι κωμωδίες σπάνια ξεπερνάνε το μισάωρο.
Κατά καιρούς, έχουμε δει παραδείγματα που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ελευθερία που προσφέρει το τηλεοπτικό τοπίο, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, με ίσως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το The Girlfriend Experience, το οποίο αν και δράμα, χωρίζεται σε ημίωρα επεισόδια, ενώ στη δεύτερη σεζόν ακολούθησε μια ακόμα πιο πειραματική δομή, όπου οι δύο σκηνοθέτες είχαν αναλάβει την σκηνοθεσία δύο ξεχωριστών ιστοριών, επεισόδια τα οποία προβάλλονταν εναλλάξ (μια βδομάδα η μια ιστορία, την επόμενη η άλλη και πάει λέγοντας).
Συνήθως, τέτοιες πρακτικές ακολουθούν οι σειρές που έχουν από πίσω τους κάποιον γνωστό κινηματογραφικό auteur, στον οποίον έχει δοθεί η ελευθερία να αξιοποιήσει τον τηλεοπτικό του χρόνο, όπως επιθυμεί. Έτσι, η πιο ακραία περίπτωση που ένας δημιουργός έκανε κυριολεκτικά ό, τι ήθελε ήταν ο David Lynch στην επιστροφή του Twin Peaks, όπου βέβαια αξίζει να σημειωθεί πως ο σκηνοθέτης απευθυνόταν σε ένα ήδη διαμορφωμένο κοινό που περίμενε διψασμένο έστω και μια σκηνή που θα πυροδοτούσε τη νοσταλγική του αγάπη για την πιο επιδραστική σειρά των ’90s. Με το Too Old to Die Young ο Refn δημιουργεί κάτι εξίσου τολμηρό, ίσως πολύ πιο καινοτόμο απ’ τη δουλειά του Lynch, καλώντας τους θεατές να βυθιστούν συνειδητά σε μια εξαιρετικά ιδιαίτερη εμπειρία παρακολούθησης.
Η σειρά αποτελείται από δεκατρία επεισόδια με μέση διάρκεια γύρω στην -κρατηθείτε!- μιάμιση ώρα. Οι έμπειροι παίχτες του τηλεοπτικού binge watching ίσως σκάσουν ένα γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμογελάκι πεπεισμένοι πως θα ξεπεράσουν εύκολα αυτή την πρόκληση του Refn. Ωστόσο, καλό θα ήταν να μην προτρέχουν, αφού ο ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης δεν θυσιάζει τίποτα απ’ το χαρακτηριστικό του στυλ. Έτσι, κάθε επεισόδιο αποτελείται από αργόσυρτα μονοπλάνα που επικεντρώνονται πολύ συχνά σε απλές καθημερινές στιγμές, ηθοποιούς που ερμηνεύουν με ιδιαίτερη κενότητα τους ρόλους τους, θυμίζοντας περισσότερο διακοσμητικά αντικείμενα παρά άτομα με κάποιο ίχνος συναισθήματος, αλλά και υπέροχη κινηματογράφηση, πάντα υπό τους ήχους του σπουδαίου Cliff Martinez. Μάλιστα, πάρα πολύ συχνά, χαρακτήρες ετοιμάζονται να ξεκινήσουν μια συζήτηση, αλλά όταν ο συνομιλητής τους αναφέρει ότι θα πάρει χρόνο, εκείνοι υποστηρίζουν πως “έχουν χρόνο”. Και κάθονται. Και δεν λένε τίποτα. Για πολύ ώρα. Και όταν ξεκινάνε να μιλάνε, μιλάνε τόσο μα τόσο αργά. Αν αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο τρολλάρισμα για την εποχή του binge-watching, δεν ξέρω τι είναι.
Η σειρά των αντιφάσεων
Αν η σειρά φαντάζει αφόρητα βαρετή, αυτό συμβαίνει επειδή όντως είναι. Πάρα πολύ συχνά υπάρχουν σκηνές, οι οποίες τραβάνε τόσο πολύ σε διάρκεια που ειλικρινά δεν παλεύονται, ωστόσο με κάποιον μαγικό τρόπο καταφέρνει να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ωστόσο η σειρά μοιάζει να χαρακτηρίζεται από διαρκείς αντιφάσεις ακόμα και -κυρίως- στους πρωταγωνιστές της. Ο Martin του αδιανότητα καλού Miles Teler, είναι ο γνώριμος, σιωπηλός και ανέκφραστος Refn-ικός πρωταγωνιστής. Ένας ψυχρός τύπος, κενός από κάθε συναίσθημα (και αυτό το αποδίδει άπταιστα ο Teler), ο οποίος δουλεύει ως αστυνομικός, αλλά κατά βάθος μισεί τους μπάτσους, ενώ για να δώσει νόημα στην άδεια του ζωή, βγαίνει τα βράδια παγανιά σκοτώνοντας παιδόφιλους, αν και ο ίδιος διατηρεί σχέση με μια ανήλικη.
Στο ίδιο μοτίβο, ο μεξικανός μετροσέξουαλ Jesus με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που σε αντίθεση με τη πασίγνωστη θρησκευτική φιγούρα, ζει για τη βία και σκοπεύει να επεκτείνει την αυτοκρατορία ναρκωτικών της μητέρας του (την οποία δολοφόνησε ο Martin, τον οποίον κυνηγά σ’ όλη τη σεζόν), δίνοντας εντολές να βιάζονται οι γυναίκες των αντιπάλων.
Οι γυναίκες της σειράς τώρα αποτελούν τη σύνδεση της με το υπερφυσικό στοιχείο και ναι, εννοείται πως και εκείνες είναι γεμάτες αντιφάσεις. Η Yaritza, η αρχετυπική μορφή της famme fatale που ερμηνεύει η Cristina Rodlo, αποτελεί μια ελκυστική, αλλά μυστήρια δύναμη της φύσης που έχει έρθει στη Γη για να σώσει τις γυναίκες απ’ την κακοποίηση. Καθόλου τυχαία είναι η γυναίκα που έχει παντρευτεί τον Jesus, δηλαδή έναν άντρα που δεν υπολογίζει ιδιαίτερα το γυναικείο φύλο, εκτός κι αν πρόκειται για τη συχωρεμένη τη μάνα του.
Παρόμοιο στόχο έχει και η Diana της Jena Malone. Η ήρεμη δύναμη της σειράς, επικοινωνεί με υπερφυσικές οντότητες και συνεργάζεται με τον Martin για να προστατέψουν την αθωότητα -όση έχει απομείνει- απ’ τη σύγχρονη κοινωνία που την απειλεί. Κατά μία έννοια λοιπόν, όλοι οι χαρακτήρες έχουν ως στόχο την επιβολή της δικιάς τους ουτοπίας και για να το πετύχουν αυτό θα περπατήσουν πρόθυμα τον αιματηρό δρόμο που οδηγεί σε αυτήν.
Με όπλο τις διδαχές του Carl Jung περί συλλογικού ασυνειδήτου και καταπίεσης, αλλά και τις κάρτες Ταρώ που βοηθάνε στην αποκωδικοποίηση επεισοδίων και χαρακτήρων, ο Refn και ο Ed Brubaker αποδομούν το πρότυπο του ήρωα-σωτήρα που θα φέρει την αγάπη και την ειρήνη σκορπώντας πρώτα τον θάνατο και την αλόγιστη βία. Η σειρά αποτυπώνει μια κοινωνία που στην προσπάθεια της να απομακρυνθεί απ’ την απολίτιστη φύση της, δημιούργησε άτομα που εκτονώνονται μέσω σεξουαλικών εγκλημάτων, καταλήγοντας τελικά να βυθίζεται όλο και περισσότερο στην άβυσσο.
Αφιλτράριστος Nicolas Refn
Με όπλα τη βία, το ακραίο στυλιζάρισμα τόσο στην πλανοθεσία -οι φάρμες ποτέ δεν έχουν κινηματογραφηθεί με τόση μαεστρία!- όσο και στην ερμηνευτική προσέγγιση που μετατρέπει τους ηθοποιούς σε διακοσμητικά στοιχεία, τις κάθε είδους σεξουαλικές φαντασιώσεις, τις γνώριμες αρχετυπικές φιγούρες που συναντάμε σχεδόν σε κάθε του ταινία, αλλά και τις ανθολογικές σκηνές παρωδίας (η απεικόνιση των αστυνομικών-συναδέλφων του Martin είναι απ’ τα ξεκαρδιστικότερα πράγματα που είδα τελευταία) ο Refn στήνει έναν κόσμο γεμάτο αντιφάσεις που μέσα στον παραλογισμό του αποτυπώνει με τρομακτική πιστότητα τη σύγχρονη κατάσταση.
Διαθέτοντας λοιπόν όλα τα γνώριμα στοιχεία του προβοκάτορα σκηνοθέτη -και μάλιστα στον μέγιστο βαθμό- η σειρά μάλλον απευθύνεται περισσότερο στους σκληροπυρηνικούς θαυμαστές του Refn, ωστόσο δεν παύει να πηγαίνει άλλο ένα βήμα πιο πέρα τη σύγχρονη τηλεόραση. Ο δανός σκηνοθέτης δεν υπακούει σε κανένα άγραφο κανόνα περί δομής -το τελευταίο επεισόδιο κρατάει μόλις μια ώρα-, ούτε ενδιαφέρεται να χορέψει στους ταχύτατους ρυθμούς που η επιβάλλει η τηλεοπτική παραγωγή.
Για πολλούς ίσως να μοιάζει χαμένος χρόνος -και εν μέρει είναι- ωστόσο είναι αναζωογονητικό να βλέπεις μια σειρά που απαιτεί την απόλυτη προσοχή σου και σε υποχρεώνει να μειώσεις τους ρυθμούς παρακολούθησης. Σειρές σαν κι αυτές αποτελούν μια καλή ευκαιρία να αναρωτηθούμε πόσο απολαμβάνουμε ένα καλλιτεχνικό προϊόν όταν το καταναλώνουμε βιαστικά, ανάμεσα σε άλλα, δεκάδες ή και εκατοντάδες αντίστοιχα προϊόντα και πόσο το αφήνουμε τελικά να “κάτσει” μέσα μας και να μας μιλήσει με τις ιδέες και τα συναισθήματα που προσπαθεί να επικοινωνήσει.
Εν ολίγοις, το Too Old to Die Young είναι βασανιστική, αλλά απαραίτητη τηλεόραση.