Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες

Εκεί Που Τραγουδάνε Οι Καραβίδες

Η εύλογη απορία που γεννιέται ακούγοντας τον τίτλο της ταινίας είναι “Τραγουδάνε οι καραβίδες;” Προφανώς έχει μεταφορική σημασία (εξηγείται στην ταινία άλλωστε), ωστόσο η απάντηση είναι η εξής: οι καραβίδες τραγουδάνε, αν και κάπως άτονα και χωρίς συναίσθημα.

Η ταινία περιστρέφεται γύρω από την Κάθριν “Κάια” Κλαρκ (Daisy Edgar-Jones), γνωστή και ως “Κορίτσι του Βάλτου”. Η Κάια ζει στις παρυφές του Μπάρκλι Κόουβ, μιας επαρχιακής πόλης στη Βόρεια Καρολίνα το έτος 1969. Είναι πανέξυπνη και εξαιρετικά παρατηρητική, γνωρίζοντας έτσι τα πάντα για τη ζωή όλων των έμβιων όντων του βάλτου. Παρά τον πόθο της να ενταχθεί στην κοινωνία, οι προσπάθειές της τη φέρνουν αντιμέτωπη με το χλευασμό, την περιφρόνηση και εν τέλει την περιθωριοποίηση. Παρατημένη από όλους, γυρίζει πλάτη στον κόσμο και απορροφάται πλήρως από το βάλτο, που τη συντηρεί και ταυτόχρονα της μαθαίνει όλα τα μυστικά του. Ελάχιστοι άνθρωποι υπάρχουν στη ζωή της, με σημαντικότερο τον πιστό της φίλο Τέιτ (Taylor John Smith), που αναλαμβάνει το ρόλο του μέντορά της, μαθαίνοντάς την να διαβάζει, να γράφει και να ανακαλύπτει τον κόσμο μέσα από τα βιβλία που της δανείζει. Την ισορροπία στη ζωή της ταράζει ο θάνατος του Τσέις Άντριους (Harris Dickinson), πολυαγαπημένου τοπικού αθλητή της περιοχής, που βρίσκεται νεκρός στα όρια του βάλτου. Οι κάτοικοι του Μπάρκλι Κόουβ στοχοποιούν την Κάια ως «εύκολο θύμα» αλλά και επειδή γνωρίζουν το ιστορικό της με τον Τσέις, που φανερώνεται όσο προχωράει η πλοκή. Η Κάια δικάζεται και καλείται να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ξετυλίγοντας το νήμα της δύσκολης ζωής της.

Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες

Τα γεγονότα της αφήγησης λαμβάνουν χώρα σε δύο κυρίως χώρους: στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου δικάζεται η υπόθεση και στο βάλτο. Η εναλλαγή μεταξύ των δύο γίνεται με αναδρομές στο παρελθόν, ανάλογα με τα γεγονότα που εξιστορούνται. Την εναρκτήρια σκηνή με το μυστηριώδη θάνατο του Τσέις ακολουθεί μια πλοκή ομαλή, χωρίς κενά ή δυσνόητα σημεία, που όμως δεν αμφισβητεί τίποτα, άρα και δε δημιουργεί  το απαιτούμενο σασπένς που χαρακτηρίζει τις ταινίες μυστηρίου. Συστήνονται πολλοί χαρακτήρες που, πέρα από πολύ βασικές πληροφορίες που δίνονται αναφορικά με το ρόλο τους στην ιστορία, είναι ανυπόστατοι και χωρίς βάθος, με αποτέλεσμα να μη δημιουργούνται συμπαθείς ή αντιπαθείς χαρακτήρες ούτε να υπάρχει διαφορά μεταξύ «καλού» και «κακού», επίσης υψίστης σημασίας. Τέλος, θίγονται ελάχιστα κοινωνικά ζητήματα που υπάρχουν εμφανώς στην ταινία και είναι δυστυχώς πιο επίκαιρα από ποτέ. Για ακόμα μια φορά όμως απουσιάζει το απαιτούμενο βάθος, που θα καθιστούσε την αναφορά και το αντίκτυπό τους ουσιώδη.

Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο της Delia Owens. Η αιώνια μάχη μεταξύ κινηματογραφικής μεταφοράς και μυθιστορήματος μοιάζει να έρχεται αυτή τη φορά σε ισοπαλία, καθώς η πρώτη φαίνεται να ακολουθεί πιστά το δεύτερο, πολλές φορές μάλιστα χρησιμοποιώντας αυτούσιους ορισμένους διαλόγους. Τη μεταφορά του στην οθόνη ανέλαβε η Lucy Alibar, συνδημιουργός του αριστουργηματικού “Τα μυθικά πλάσματα του νότου”. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι το μυθιστόρημα έγινε ταχύτατα επιτυχία, μιας και θεωρείται πλέον παγκόσμιο best seller.

Η σκηνοθέτρια Olivia Newman στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της (η πρώτη είναι το First Match), επιχειρεί με ποικίλα σκηνοθετικά τεχνάσματα να δώσει χρώμα και “ζωή” σε μια κατά τα άλλα επίπεδη και αρκετά προβλέψιμη ταινία. Την έναρξη σηματοδοτεί μια σειρά πανοραμικών πλάνων του βάλτου που καταλήγουν σε ένα πτώμα, το οποίο αποκαλύπτεται λίγο αργότερα ότι είναι του Τσέις.  Ορισμένες υποβρύχιες λήψεις εντυπωσιάζουν και κερδίζουν κάπως το ενδιαφέρον, διαρκούν όμως μερικά δευτερόλεπτα και το όποιο ενδιαφέρον εξανεμίζεται σχεδόν αμέσως.

Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες

“Σωτήριο” στοιχείο της ταινίας είναι η φωτογραφία, δια χειρός της Polly Morgan. Γνωστή από τη σειρά Legion και την ταινία Lucy in the Sky, στήνει την κάθε σκηνή αποδίδοντας άψογα την απαιτούμενη ατμόσφαιρα και αναδεικνύει στο έπακρο τον κάθε χώρο που χρησιμοποιεί, χωρίς να παραλείπει τη φυσική του ομορφιά. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η χρωματική παλέτα της ταινίας, με κυρίαρχα χρώματα το πράσινο και το καφέ (ζεστά, γήινα χρώματα) σε ποικίλες αποχρώσεις, που δημιουργούν μια θαλπωρή και προσδίδουν ταυτόχρονα έναν αέρα μυστηρίου. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η πολύ όμορφη ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Daisy Egar-Jones (Normal People, Fresh). Με μια άγρια ομορφιά που ταιριάζει απόλυτα στο χαρακτήρα της Κάια, καταφέρνει να αποδώσει σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό τα ποικίλα συναισθήματα που τη διακατέχουν κατά τη διάρκεια της δίκης.

Αδυνατώντας να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που κρύβονται στην πλοκή, η ταινία καταλήγει κατώτερη των προσδοκιών. Ωστόσο, αν τυχόν ο δρόμος σας βγάλει εκεί που τραγουδούν οι καραβίδες, μη βιαστείτε να φύγετε, στήστε αυτί και απολαύστε τον πανέμορφο υδροβιότοπο, μακριά από την άδικη και σκληρή πραγματικότητα.

Στέλλα Παπαδημητρίου

Σινεφίλ σε εξέλιξη

Σχόλια

Your email address will not be published.