Με την ταινία Έτερος Εγώ (2016) και τις τρεις σεζόν της τηλεοπτικής σειράς που διαδέχθηκαν την επιτυχία της, ο Σωτήρης Τσαφούλιας αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο περιζήτητους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και, κυρίως, τηλεόρασης. Ο λόγος είναι ότι ο Τσαφούλιας έδωσε ένα σπάνιο, ίσως μοναδικό, δείγμα εγχώριας κατάθεσης στη μυθοπλασία είδους που υπηρετεί τους κανόνες του genre με συνέπεια, έχει μεστή αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος δίχως να ξεχειλώνει και φανερώνει μια φροντίδα τόσο στην παραγωγή όσο και στο σενάριο που οι περισσότερες ελληνικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές στερούνται. Το επόμενο βήμα του σκηνοθέτη, με τίτλο 17 Κλωστές, συνεχίζει πάνω στο ίδιο μοτίβο.
Στα Κύθηρα των αρχών του 20ού αιώνα, ο Καστελλάνης (Πάνος Βλάχος) βγάζει το ψωμί του ως τσαγκάρης, είναι αγαπητός από την τοπική κοινωνία και σχεδιάζει το γάμο του με την Άννα (Ντένια Στασινοπούλου). Όταν, όμως, ένα άθλιο ψέμα εις βάρος του αποκτήσει διαστάσεις, ο Καστελλάνης θα βρεθεί αυτοεξόριστος στον Πειραιά, όπου θα πιάσει δουλειά πλάι στον θείο του. Εκεί, για άλλη μια φορά, θα κατηγορηθεί για ένα έγκλημα που δε διέπραξε και θα βρεθεί στη φυλακή. Επιστρέφοντας στα Κύθηρα, έχοντας χάσει τον πατέρα του κι όντας εθισμένος στα ναρκωτικά, θα οδηγηθεί σταδιακά στην τρέλα και θα διαπράξει μια από τις μεγαλύτερες μαζικές δολοφονίες στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Η παραπάνω αληθινή ιστορία ενέπνευσε το ιστορικό μυθιστόρημα του Πάνου Δημάκη στο οποίο βασίζεται η σειρά, με το σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη να ακολουθεί πιστά το υλικό του συγγραφέα, ο οποίος κρατά κι ένα μικρό ρόλο στο τελευταίο επεισόδιο. Η σειρά αποτελείται συνολικά από έξι επεισόδια, με τον Τσαφούλια να τα σκηνοθετεί όλα, και μια από τις βασικές αρετές της σειράς, δυστυχώς όχι αυτονόητη για τις ελληνικές παραγωγές, είναι ότι γνωρίζει εξαρχής τι θέλει να πει και πώς να το πει, δίχως να πλατειάζει, να προσθέτει αχρείαστες υποπλοκές και χαρακτήρες προκειμένου να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή για περισσότερα επεισόδια και να καταφεύγει σε κλισέ και προβλέψιμες λύσεις. Το σενάριο είναι εξαιρετικά σφιχτοδεμένο και κάθε σκηνή προωθεί την ιστορία, χωρίς περιττές παρακάμψεις.
Σκηνοθετικά, ο Τσαφούλιας συνεχίζει να εξελίσσεται και να παρουσιάζει ευπρεπέστατες δουλειές, με την καθοριστική συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας του, Claudio Bolivar, σταθερού του συνεργάτη εδώ και αρκετά χρόνια. Η επιλογή των φυσικών τοπίων, η χρήση του ήχου και των χρωμάτων, τα γενικά πλάνα που αποτυπώνουν την άγρια ομορφιά της περιοχής αποτελούν στοιχεία που προσελκύουν το μάτι και, όπως και να το κάνουμε, σε προϊδεάζουν για μια φροντισμένη δουλειά, έστω κι αν δεν αρκούν για να χαρακτηριστεί μια σειρά καλή.
Σε επίπεδο ερμηνειών, η σειρά επίσης τα πηγαίνει καλά. Αναμφισβήτητα την παράσταση κλέβει ο Πάνος Βλάχος, ο οποίος μεταμορφώνεται για τις ανάγκες του ρόλου, ειδικά στις σκηνές που διαδραματίζονται στη φυλακή. Είναι η πρώτη φορά που ο ηθοποιός αναλαμβάνει έναν τόσο απαιτητικό ρόλο στην οθόνη και βγάζει τον σκηνοθέτη του ασπροπρόσωπο. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί βρίσκονται σε εξίσου καλό επίπεδο, απολύτως εναρμονισμένοι με τις απαιτήσεις της δραματουργίας, και για σπάνια φορά σε εγχώρια δουλειά δεν έχουμε να προσάψουμε ιδιαίτερη θεατρικότητα στις ερμηνείες – γιατί, δυστυχώς, η Ελλάδα δε διαθέτει αμιγώς κινηματογραφικούς ηθοποιούς, για πρακτικούς λόγους, αφού κανένας δεν μπορεί να βιοποριστεί αποκλειστικά από τον κινηματογράφο.
Ελαττώματα υπάρχουν. Ένα βασικό είναι ότι οι ηθοποιοί στις ελληνικές παραγωγές δε γνωρίζουν να κλαίνε ρεαλιστικά και οι σκηνοθέτες δεν τους καθοδηγούν σωστά. Ως αποτέλεσμα, οι αντίστοιχες σκηνές προκύπτουν κάπως μελοδραματικές, καθώς οι ηθοποιοί καταφεύγουν σε μούτες, μεγάλες κινήσεις και χειρονομίες θυμίζοντας θέατρο, ενώ ο σκηνοθέτης κολλά την κάμερα στα πρόσωπα που κλαίνε προσπαθώντας να τονίσει τη στιγμή. Επιπλέον, μια τάση που εντοπίζεται σε όλες τις δουλειές του Τσαφούλια προς τον διδακτισμό δεν απουσιάζει κι από εδώ, όντας κάπως ενοχλητική σε στιγμές όπου το σενάριο γίνεται ιδιαίτερα επεξηγηματικό.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι 17 Κλωστές είναι μια αληθινά καλή ελληνική τηλεοπτική σειρά, που μιλά για τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία επιδρά στο άτομο. Ο Τσαφούλιας αναδεικνύει χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, και ειδικά της επαρχιακής, ενώ θέτει το ερώτημα – χωρίς, βέβαια, να δίνει την απάντηση – πώς ένας άνθρωπος τόσο συμπαθής και ήρεμος μπορεί να οδηγηθεί σε μια πράξη αδιανόητης βιαιότητας εις βάρος συνανθρώπων του. Τέλος, είναι μια σειρά που σε κάνει να σκεφτείς, στο συγκλονιστικό φινάλε της, πάνω στη δύναμη του ίδιου του κινηματογράφου: δείχνοντάς μας πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα για τον Καστελλάνη, ο Τσαφούλιας του χαρίζει τη λύτρωση που δεν μπόρεσε να βρει ποτέ όσο ζούσε.