Η παράγραφος 175 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα ήταν η διάταξη εκείνη, που επί δεκαετίες ποινικοποιούσε τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών. Εισήχθη το 1872, παράμεινε αλώβητη στο πέρασμα του χρόνου (και των πολιτικών γεγονότων που ακολούθησαν στη Γερμανία), μέχρι να καταργηθεί το 1994, 5 χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Όλο αυτό το διάστημα είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες άνδρες να φυλακιστούν, να χάσουν τις δουλειές και τα όνειρα τους, και αρκετοί από αυτούς να αυτοκτονήσουν. Και κάπως έτσι, αυτό το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο έδωσε την αφορμή στον Sebastian Meise να δημιουργήσει ένα δράμα φυλακής, τόσο απλό και συνάμα σύνθετο.
Στη Δυτική Γερμανία των 60ς, ο ομοφυλόφιλος Hans φυλακίζεται ξανά και ξανά εξαιτίας της παραγράφου 175 που καθιστούσε την ομοφυλοφιλία ποινικό αδίκημα. Κατά τις κρατήσεις του στο σωφρονιστικό ίδρυμα, σε ένα χρονικό διάστημα 20 και χρόνων, που ξεκινά το 1945 για να ολοκληρωθεί (;) το 1969 (αν και ο θεατής δεν παρακολουθεί με χρονολογική σειρά τα γεγονότα), ο Hans θα συνάψει μια ιδιαίτερη σχέση με έναν συγκρατούμενό του, ονόματι Viktor, που από την αρχική αποστροφή θα μετατραπεί σε έρωτα.
Ο χρόνος (ποσοτικός και ποιοτικός), ως έννοια, αποκτά σάρκα και οστά μέσα από το φιλμ. Όχι μόνο λειτουργεί υπέρ της εξέλιξης και μελέτης των χαρακτήρων, αλλά, ταυτόχρονα, εκφράζει τον αντίκτυπο που έχει ένας μακροχρόνιος εγκλεισμός, για ένα έγκλημα που δεν είναι έγκλημα, στην ψυχή.
Στη δεύτερη, μόλις, ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του, ο Meise αποδεικνύεται πως μπορεί να χειριστεί έξοχα (και) τον χώρο (προσέξτε πως χρησιμοποιεί το κελί απομόνωσης για την εξέλιξη του έργου). Αν και γυρισμένο εξ ολοκλήρου σε φυλακή, οι ουσιαστικοί χώροι που αξιοποιούνται είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, και αυτό γιατί η φυλακή, κυριολεκτικά και μεταφορικά, λειτουργεί ως «βάση» για την αφήγηση μιας ανορθόδοξης ιστορίας αγάπης.
Πρωταγωνιστές της ο ανερχόμενος σταρ του γερμανικού σινεμά Franz Rogowski και ο Georg Friedrich. O πρώτος είναι ο Hans που φυλακίζεται επανειλημμένα λόγω της παραγράφου 175. Ήπιος, συνεσταλμένος και, κυρίως, προστατευτικός, προσπαθεί να επιβιώσει και να υπερασπιστεί το δικαίωμα σε ό,τι, ο ίδιος, ορίζει ως πόθο και έρωτα. Ο Rogowski παραδίδει μια μαγνητική και ειλικρινή ερμηνεία. Σου μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Ταυτίζεσαι μαζί του. Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να εκφραστεί δεν είναι πάντα ο διάλογος, αλλά η γλώσσα του σώματος –ο τρόπος με τον οποίο κινείται, το βλέμμα του, ακόμη και ο τρόπος που χειρίζεται το γυμνό του σώμα στο κελί απομόνωσης. Με λίγα λόγια χαρακτήρας εντελώς αντίθετος από αυτόν του Viktor, έναν ομοφοβικό, σκληρό και οξύθυμο άντρα, ερασιτέχνη τατουατζή και εθισμένο στα ναρκωτικά, με τον οποίο δεν θες να έχεις και πολλά πάρε δώσε. Αμφότεροι βρίσκονται για διαφορετικούς λόγους στη φυλακή και θα αναγκαστούν να μοιραστούν το ίδιο κελί το 1945, για να βρεθούν και πάλι μαζί το 69’, όταν ο χρόνος που γιατρεύει τα πάντα θα έχει θεραπεύσει το αρχικό μίσος του τελευταίου, θα έχει συμβάλει στην αναθεώρηση των έως τότε αντιλήψεών τους, και θα έχει αντιστρέψει τις μέχρι τότε μεταξύ τους ισορροπίες.
Αν νομίζεις πως το Great Freedom είναι, μία ακόμη, ομοφυλοφιλική ταινία με πρωταγωνιστές γκέι χαρακτήρες, καλύτερα να αναθεωρήσεις. Ίσως να είναι και αυτό.
Σίγουρα, ωστόσο, είναι και πολλά περισσότερα. Μια σπουδή χαρακτήρων, ένα σχόλιο πάνω στην ομοφυλοφιλία της εποχής εκείνης, λίγες, μόλις, δεκαετίες μακριά από το «προοδευτικό» σήμερα, όπου οι γκέι άντρες τιμωρούνταν για αυτό που είναι και όχι για αυτό που πράττουν, ένας αγώνας αναφορικά με την προάσπιση των πιστεύω και θέλω σου, μία ωδή στην φιλία και σε ό,τι εσύ ο ίδιος ορίζεις ως έρωτα.
Βραβείο της επιτροπής στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ των Καννών, βραβείο κοινού και βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στις πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας και συγγενές υφολογικά με το προ δεκαετιών Kiss of the Spider Woman, το Great Freedom (αν και σχετικό το κατά πόσο μιλάμε για ελευθερία ή περιορισμό) είναι μία από τις ταινίες της χρονιάς. Σινεμά που σου διευρύνει τους ορίζοντες και σε αλλάζει ως άνθρωπο. Σινεμά που αξίζει να δεις.