Υπάρχουν ταινίες που σε αφήνουν αδιάφορο, μη έχοντας κάτι να σου πουν. Υπάρχουν, όμως, και αυτές που έχουν πολλά, που μετά το τέλος της προβολής σε προβληματίζουν (και το λέω με την θετική του έννοια), και που σίγουρα σε αφήνουν πλήρως ικανοποιημένο, ξέροντας πως έχουν κατακτήσει, ήδη, μια θέση στην καρδιά σου. Το Luzzu, λοιπόν, ανήκει στην δεύτερη κατηγορία.
Ο Jesmark, ένας Μαλτέζος ψαράς που αγωνίζεται να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για τη σύζυγό του και το νεογέννητο παιδί τους, θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει τις αξίες του και να διακινδυνεύσει τα πάντα προκειμένου να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια του, τη στιγμή που ο γιος του δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Alex Camilleri, ο οποίος, μάλιστα, εκτελεί τριπλό ρόλο (σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέρ), αποδεικνύεται ένας μικρός θρίαμβος, στα χέρια του οποίου μια απλή ιστορία μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο σύνθετο και ουσιώδες.
Ο Jesmark είναι ένας έντιμος ψαράς που ψαρεύει με τον παραδοσιακό τρόπο. Δεν χρησιμοποιεί την τράτα ως μέθοδο αλιείας, γιατί, όπως λέει, ο τρόπος αυτός ψαρέματος έρχεται σε αντίθεση με την ηθική του. Επίσης, τα ψάρια που δεν χρειάζεται τα ρίχνει πίσω στη θάλασσα και φροντίζει να μην ψαρεύει σε περιόδους όπου η αλιεία απαγορεύεται. Σύμμαχός του; το σκάφος του, μια μικρή luzzu, που έχει κληρονομήσει από την οικογένειά του και της οποίας η καταγωγή φτάνει έως και τέσσερις γενιές πίσω στον χρόνο. Τα luzzu είναι μικρά παραδοσιακά αλιευτικά σκάφη της Μάλτας, βαμμένα με έντονα χρώματα και στην πλώρη τους φέρουν ανάγλυφα μάτια. Όταν, ωστόσο, το luzzu αρχίσει να μπάζει νερά και, συνεπώς, να χρειάζεται επισκευή, ο Jesmark θα αναγκαστεί να βρει άλλους τρόπους να επιβιώσει, αυτός και η οικογένειά του, οικονομικά.
Η λύση φαίνεται να βρίσκεται στην μαύρη αγορά, με την διαφθορά να είναι μονόδρομος, καθώς η αυστηρή νομοθεσία που ισχύει για τους ντόπιους ψαράδες δεν φαίνεται να εφαρμόζεται εκεί. Σιγά σιγά θα αντιληφθεί πως το «κύκλωμα» είναι μεγαλύτερο από ό,τι φανταζόταν, με τον ίδιο να κλίνεται να απαρνηθεί τις μέχρι τότε αξίες και πιστεύω του για χάρη της οικογένειας του.
Ο Camilleri ρίχνει φως σε μια αθέατη, ως τώρα, πλευρά της τουριστικής και φωτογενούς Μάλτας. Δεν φείδεται στο να παρουσιάσει την πραγματικότητα έτσι όπως είναι. Σκληρή και ωμή. Το πλαίσιο αυτό, του δίνει την ευκαιρία να θίξει και ένα ακόμη επίκαιρο ζήτημα, λυπηρό μεν, αναπόφευκτο δε. Την εξάλειψη της παράδοσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε κοινωνίες όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, οι μικροεπαγγελματίες και τα παραδοσιακά επαγγέλματα δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στον αθέμιτο ανταγωνισμό, δεν λαμβάνουν την πρέπουσα οικονομική υποστήριξη από τα κράτη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, και καταλήγουν να αφομοιώνονται από τους μεγαλοεπιχειρηματίες, δείχνοντας την στροφή του συστήματος προς τα βιομηχανικά επαγγέλματα.
Τις διεφθαρμένες αρχές του λιμανιού, τις εταιρείες που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί, και τους αυστηρούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται να αντιμετωπίσει ο Jesmark, στο πρόσωπο του οποίου ο Camilleri βρίσκει έναν macho -και στην πραγματική ζωή- ψαρά (Jesmark Scicluna). Με απόλυτη φυσικότητα, δίχως λεπτό να προσποιείται, κουβαλάει στις πλάτες του όλο το βάρος του φιλμ, μετατρέπει το πρόσωπο του σε μια παλέτα εκφραστικών αποχρώσεων, και δεν αφήνει λεπτό να εννοηθεί η υποκριτική του «απειρία», καθώς πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενο (!) ηθοποιό.
Προερχόμενο από μια ανέλπιστη γωνία του κινηματογραφικού χάρτη (Μάλτα), το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Camilleri αποτελεί ένα «πάντρεμα» του νεοφιλελευθερισμού με τον σύγχρονο κινηματογράφο, ένας φόρος τιμής στον Rossellini, ένα σχόλιο πάνω στην αλλοίωση της παράδοσης και τις ιστορίας που μαζί της «αργοπεθαίνει», αλλά και έναν ύμνο για την οικογένεια και όλες μας τις αξίες που καθημερινά καλούμαστε να προασπιζόμαστε και που μας καθορίζουν ως ανθρώπους. Ειλικρινές, κυνικό και συνάμα τρυφερό, με το φινάλε να αφορμάται από το περίφημο «παράδοξο του πλοίου του Θησέα» και να συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό τον ηθικό πυρήνα του φιλμ, το luzzu αξίζει την προσοχή σας. Ίσως και την καρδιά σας.