Ένας εγκληματίας προσλαμβάνεται παρά τη θέλησή του από έναν κυβερνήτη, προκειμένου να ταξιδέψει σε μια μαγική διάσταση για να αναζητήσει την θετή του εγγονή. Αν δεν τα καταφέρει στον προσδοκώμενο χρόνο, τότε ο εκρηκτικός μηχανισμός που έχει τοποθετηθεί στην ειδική στολή του θα τον υποχρεώσει να αποχωριστεί όχι μόνο τον «ανδρισμό» του, αλλά και τα υπόλοιπα άκρα του, με ένα χτύπημα τη φορά.
Ήδη από τη σύνοψη, η νέα ταινία του Nicolas Cage δημιουργούσε προσδοκίες για μια αγνή, βουτηγμένη στην υπερβολή περιπέτεια που θα αποτελεί βούτυρο στο ερμηνευτικό ψωμί ενός ηθοποποιού που λατρεύει να κομματιάζει κάθε ερμηνευτικό κανόνα του σύγχρονου δυτικού κινηματογράφου. Μάλιστα, ο ενθουσιασμός αυξήθηκε ακόμα περισσότερο στο άκουσμα της είδησης πως την σκηνοθεσία της ταινίας έχει αναλάβει ο εκκεντρικός Ιάπωνας σκηνοθέτης Sion Sono, ο σουρεαλιστικός κόσμος του οποίου φαίνεται ιδανικός για να πλαισιώσει το αχαλίνωτο παίξιμο του Cage. Δυστυχώς, όμως, η δημιουργική ένταση των δύο αυτών συντελεστών ποτέ δεν εκφράζεται με τρόπο οργανικό.

Το σενάριο αναδεικνύεται από νωρίς ο μεγαλύτερος εχθρός της ταινίας. Αφενός, φαίνεται να διαθέτει έναν εξαιρετικά προβληματικό ρυθμό που αργεί αδικαιολόγητα να μας εισάγει στη δράση ενώ αργότερα αποδεικνύεται πως κρατά αρκετή περισσότερη ώρα απ’ ότι αντέχει η ίδια η ταινία. Αφετέρου, μοιάζει αδύνατο να εκμεταλλευτεί τους ίδιους τους περιορισμούς που έχει επιβάλλει στον χαρακτήρα του (π.χ. τον εκρηκτικό μηχανισμό) αφαιρώντας του όλη την ένταση που μπορούσε να φανερώνει σταδιακά. Έτσι, αντί να έχουμε μια αλα The Suicide Squad λογική, όπου το ενδεχόμενο της έκρηξης αποτελούσε σοβαρή απειλή για τους χαρακτήρες, εδώ ελάχιστα επηρεάζει την ροή των γεγονότων, αφού όποιο πρόβλημα κι αν δημιουργεί, λύνεται δια μαγείας από το μεταφυσικό σύμπαν. Συνεπώς, στερεί από μια ταινία περιπέτειες όλη την ουσία της, τον άμεσο κίνδυνο για τον πρωταγωνιστή, άρα και το όποιο ενδιαφέρον εκ μέρους του κοινού που αντί να τρέμει από την ανδρεναλίνη, κουρνιάζεται στην ζεστή αγκαλιά του Μορφέα.
Κυρίως, όμως, οι σεναριογράφοι (Aaron Hendry και Reza Sixo Safai) πέφτουν στην μεγαλύτερη παγίδα μιας ταινίας με πρωταγωνιστή τον Cage∙ εκβιάζουν την εκκεντρικότητα, δημιουργώντας συνθήκες ξένες ακόμα και σε ένα τόσο περίεργο κόσμο, όπως αυτόν της συγκεκριμένης ταινίας, υποχρεώνοντας λόγου χάρη τον Nicolas Cage να κάνει ποδήλατο, αντί να οδηγεί αμάξι (με την αντίστροφη μέτρηση να έχει ξεκινήσει!), διότι αυτό για κάποιον λόγο θεωρείται τρομακτικά αστείο και κουλ. Το σενάριο έχει την ψευδαίσθηση πως τέτοιες σαχλαμαρίτσες είναι αρκετές για να αντικαταστήσουν την γνώριμη ορμητική ερμηνεία του Cage, η οποία εδώ είναι απούσα, αφού ποτέ δεν της προσφέρονται οι ιδανικές συνθήκες να κάνει την εμφάνισή της. Ως αποτέλεσμα, ο Cage περιφέρεται σαν φάντασμα με ελάχιστες ουσιαστικές ευκαιρίες να αποτυπώσει την ιδιαίτερη ερμηνευτική του προσέγγιση, αλλά και περιορισμένες δυνατότητες για μια έστω υπόγεια και εσωτερική ερμηνεία.

Με τον Cage αφοπλισμένο και τα σεναριακά διακυβεύματα ανύπαρκτα, το βάρος της επιτυχίας πέφτει στον Sono, ο οποίος αποτυγχάνει να ελευθερωθεί από το συντηρητικό και ανέπνευστο σενάριο. Σίγουρα, ο πολύχρωμος κόσμος που πλάθει με τις πολιτισμικές προσμίξεις έχει ένα ενδιαφέρον, αλλά ο οπτικός οργασμός σύντομα εξασθενεί και αντικαθίσταται από γνώριμα, αλα Mad Max, τοπία και μια άνευρη σκηνοθεσία που αδυνατεί να προσφέρει έστω τα βασικά – απολαυστικές σκηνές δράσεις.
Με σποραδικές μονάχα αξιομνημόνευτες στιγμές, όπως η απολαυστικά γλειώδης ερμηνεία του κυβερνήτη (Bill Moseley) και αμέτρητες αστοχίες, η ταινία αποδεικνύεται κατώτερη της καλλιτεχνικής δυναμικής των Cage και Sono, καταλήγοντας σε εκείνη την κατηγορία ταινιών που αδυνατούν να αποτυπώσουν την συσσώρευση καλλιτεχνικού ταλέντου. Και είναι κρίμα, γιατί είναι δεδομένο πως υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια αξέχαστη εμπειρία.