Στις 25 Φεβρουαρίου 1964, ο νεαρός μποξέρ Cassius Clay, όπως ήταν το αρχικό όνομα του Muhammad Ali, αναδεικνύεται νικητής απέναντι στον πρωταθλητή Sonny Liston, κερδίζοντας το πρωτάθλημα. Το βράδυ της ίδιας μέρας γιορτάζει τη σπουδαία του νίκη σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με τους φίλους του – τον Jim Brown, τον Sam Cooke και τον Malcolm X. Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Regina King (WATCHMEN), το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό του Kemp Powers που υπογράφει και το σενάριο, ξετυλίγεται η υποθετική κουβέντα των τεσσάρων αντρών που ξεκινά σαν μια χαλαρή συζήτηση φίλων και καταλήγει σε ένα κρεσέντο ανταλλαγής ιδεών για το ρόλο των μαύρων διασημοτήτων στο κίνημα ενάντια στον ρατσισμό.
Σε αντίθεση με το θεατρικό, το οποίο ουσιαστικά είναι ένα μονόπρακτο και εστιάζε στη συζήτηση, η ταινία παίρνει αρκετό χρόνο να μας εισάγει έναν έναν τους χαρακτήρες. Κοινή συνισταμένη όλων τους είναι πως, παρά τη δημοφιλία τους, ο ρατσισμός εξακολουθεί να υπάρχει, κάποιες φορές εμφανώς, όπως στην περίπτωση του Sam Cooke, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με τον χλευασμό του λευκού κοινού ή πιο διακριτικός, καλυμένος πίσω από πέπλο ευγένειας, όπως συνέβη στον Jim Brown και τον λευκό φίλο του που του απαγόρευσε την είσοδο στο σπίτι του, επειδή ήταν μαύρος.
Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη, καθώς βάζει σε ένα πλαίσιο τη συζήτηση που θα ακολουθήσει στην κλιμάκωση της ταινίας. Εκεί, ο Malcolm X θα ισχυριστεί πως τα άτομα της μαύρης κοινότητας που έχουν τη δύναμη να διαδώσουν το μήνυμα της αντίστασης, οφείλουν να το πράττουν συνεχώς και να μην λειτουργούν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης, εννοώντας κυρίως τον Sam Cook, του οποίου τα τραγούδια δεν είχαν πολιτικό περιεχόμενο, αλλά επικεντρωνόντουσαν σε έρωτες. Σεναριακά, η συζήτηση που ακολουθεί, αν και θα μπορούσε να αναπτυχθεί ελαφρώς περισσότερο, είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, αγγίζοντας διάφορα θέματα για το ρόλο της Τέχνης και την πολιτική της επιρροή, αλλά ακόμα και για τον εσωτερικευμένο ρατσισμό των μαύρων που μπορεί να επιλέξουν λόγου χάρη να φλερτάρουν με τις πιο ανοιχτόχρωμες κοπέλες, έναντι των σκουρόχρωμων.
Σκηνοθετικά βέβαια, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Το κομμάτι της συζήτησης είναι εκείνο που δυσκολεύεται περισσότερο να απαγκιστρωθεί από την θεατρική καταγωγή του υλικού, ενώ στην υπόλοιπη ταινία η Regina King αποδεικνύεται αρκετά ικανή στα ηνία της σκηνοθεσίας, υιοθετώντας μερικές έξυπνες ιδέες και μετααίνοντας εξαιρετικά ομαλά από χαρακτήρα σε χαρακτήρα.
Ωστόσο, σταθερά εξαιρετικό είναι το πρωταγωνιστικό καστ, το οποίο μετατρέπεται στη ψυχή της ταινίας. Ο Eli Goree ερμηνεύει με χειμαρρώδη ενέργεια των Cassius Clay, ο Aldis Hodge ως Jim Brown υποδύεται έναν ήρεμο γίγαντα, ο Sam Cooke του Leslie Odom Jr. προσπαθεί να απολαύσει την εμπορική του επιτυχία, αγνοώντας όσο μπορεί τον ευθύ ρατσισμό που βιώνει, ενώ ο Malcolm X του Kingsley Ben-Adir παρουσιάζεται ως μια ήρεμη δύναμη μεν, που ωθείται στα όρια της παράνοιας δε, έχοντας μονίμως την αίσθηση πως τον παρακολουθούν, προσωποποιώντας έτσι το διαρκές άγχος που προκαλεί η ενεργή συμμετοχή στο κίνημα.
Εν ολίγοις, αυτή η νύχτα στο Μαιάμι μπορεί να μην μας μείνει αξέχαστη, αλλά σε κάθε περίπτωση διαθέτει στιβαρές ερμηνείες, δημιουργεί προσδοκίες για το σκηνοθετικό μέλλον της King, προσφέροντας και αρκετή τροφή για σκέψη.