Στο άκουσμα ενός σίκουελ ποικίλα συναισθήματα έρχονται στην επιφάνεια. Ναι, είναι ο φρενήρης ενθουσιασμός. Η ανυπομονησία. Η επιθυμία να βιώσεις ξανά αυτό που είδες, να επιστρέψεις στον εκάστοτε κινηματογραφικό κόσμο, να δεις πως η ιστορία μπορεί να εξελιχθεί. Βέβαια, φοβάσαι, παράλληλα, μήπως το ενδεχόμενο σίκουελ αποδειχθεί κατώτερο των περιστάσεων και δεν αγγίξει καν τις όποιες σου προσδοκίες. Εξ΄αρχής ο Krasinski είχε στην πλάτη του το βάρος του σίκουελ. Ύστερα από την εισπρακτική (με budget μόλις (!) 17 εκατομμυρίων ξεπέρασε τα 340 στο box office) και καλλιτεχνική του επιτυχία, το A Quiet Place επιστρέφει με δεύτερο μέρος, δηλώνοντας έτοιμο να κάνει «θόρυβο» στα ταμεία, ξεκινώντας από εκεί που σταμάτησε, με τον μηχανισμό της αγωνίας και της αδρεναλίνης να φαίνεται σα να μην έσβησε ποτέ.
Το πρώτο μέρος τελείωσε με θρίαμβο, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, της οικογένειας Abbott, ύστερα από 400 και κάτι ημέρες, σε βάρος των εξωγήινων τυφλών πλασμάτων με την οξεία τους ακοή που επιτίθενται αβλεπτί σε οποιοδήποτε ηχητικό ερέθισμα διεγείρει τα μεγάλα τους ώτα. Το δεύτερο μέρος ξεκινά από την ημέρα 0. Σαν ένα πρίκουελ. Τον τοπικό αγώνα μπέιζμπολ που έχει πάει να παρακολουθήσει σύσσωμη η οικογένεια Abbott, καθώς ο μικρός Marcus συμμετέχει σε αυτόν, θα διακόψει μια λάμψη στον ουρανό σαν κομήτης ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Το παιχνίδι, φυσικά, διακόπτεται και όλοι αρχίζουν να γυρίζουν στα σπίτια τους όταν οι θηρευτές κάνουν την εμφάνιση τους. Το γιορτινό και ευχάριστο κλίμα μετατρέπεται σε κλάσματα δευτερολέπτου σε μια σεκάνς πανικού και χάους όπου η λογική δεν ευνοεί κανέναν παρά μόνο το ένστικτο της επιβίωσης. Σε αυτό ακριβώς το σημείο δίνεται η ευκαιρία στον Krasinski να ξεδιπλώσει το σκηνοθετικό του ταλέντο με σεκάνς μεγάλων λήψεων με την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο.
Και ξαφνικά βρισκόμαστε στην 474η ημέρα. Η τετραμελής πλέον οικογένεια Abbott απαρτιζόμενη από τους Evelyn, Marcus, Regan και το νεογεννηθέν μωρό ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι της σε αναζήτηση άλλων απομονωμένων επιζώντων, οι οποίοι μπορεί να αποδειχθούν σωτήριοι ή πιο επικίνδυνοι και από τα εξωγήινα πλάσματα.
Ποιοί είναι, όμως, οι λόγοι που ωθούν την οικογένεια Abbott να εγκαταλείψει το σπίτι-καταφύγιο της; Είναι μήπως η επιθυμία αποζήτησης άλλων επιζώντων που θα τους δώσει κουράγιο να συνεχίσουν τον αγώνα επιβίωσης, στον οποίο ίσως και να μην είναι μόνοι; Είναι η ανάγκη εύρεσης βοήθειας; Σε πρώτο πλάνο την βοήθεια θα την βρουν στο πρόσωπο του Emmett, ενός κρυψίνους γείτονα, ο οποίος δεν καθιστά, εξ΄αρχής, σαφείς όλες του τις προθέσεις, και που, τώρα, κρύβεται μόνος σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, έχοντας χάσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο ενηλίκων είναι η απώλεια, καθώς αμφότεροι έχουν χάσει μέλη της οικογένειάς τους από τα μοχθηρά πλάσματα.
Με το πρώτο μέρος να θίγει την ανάγκη προστασίας του οικογενειακού ασύλου από τους παρείσακτους σε αντικειμενικά ακραίες συνθήκες, καθώς και τις θυσίες των γονέων για χάρη των παιδιών τους, το σίκουελ δεν λησμονεί να μας υπενθυμίσει πως η οικογένεια είναι το παν, ειδικά σε μια εποχή όπου ο οικογενειακός ιστός έχει διαρραγεί. Θύμα και αυτό της πανδημίας, καθώς ήταν προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει τον περασμένο Μάρτη, το δεύτερο μέρος καταφθάνει σε μία χρονική στιγμή όπου, δυστυχώς, επικρατεί η έλλειψη ανθρωπιάς, με την πανδημία να εξωτερικεύει τις αθέμιτες πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Ο ωφελιμισμός, η μισαλλοδοξία, η καχυποψία και η απουσία ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων μετατρέπουν τον άνθρωπο σε απάνθρωπο. Πόσο δε μάλλον σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο.
Με προϋπολογισμό τριπλάσιο του αρχικού (!) το φιλμ του Krasinski είναι τεχνικά αρτιότατο καθιστώντας τον αυτομάτως έναν επιτυχημένο δημιουργό στο είδος θρίλερ-τρόμου, και αναδεικνύοντας, παράλληλα, την ικανότητα του να συγκεντρώνει τους κατάλληλους συντελεστές που θα τον πλαισιώσουν. Το γρήγορο μοντάζ του Shawver εντείνει το σασπένς, τα jump scares, άλλοτε προβλέψιμα και άλλοτε όχι, κρατούν τον μηχανισμό της αγωνίας στα ύψη, οι αεροφωτογραφίες της Morgan αποδίδουν άψογα το δυστοπικό περιβάλλον, και το μουσικό score του Beltrami συνοδεύει το φιλμ καθ΄όλη την διάρκεια του είτε με τους χαρακτηριστικούς ήχους που παράγουν τα τέρατα, είτε με κρότους και εκκωφαντικούς ήχους.
Το σενάριο δεν δίνει χώρο στους χαρακτήρες να αναπτυχθούν επαρκώς σε αντίθεση με το πρώτο μέρος, ενώ κάποια ερωτήματα παραμένουν ακόμη αναπάντητα, όπως για παράδειγμα το φλέγον ερώτημα της προέλευσης των τεράτων. Ίσως να είναι εξωγήινα, ίσως και όχι. Παρ΄όλα αυτά οι ερμηνείες παραμένουν δυνατές και καθόλου «σιωπηρές» (οι διάλογοι έχουν τριπλασιαστεί σε σχέση με το πρώτο μέρος). Η Blunt δείχνει πως δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Εξάλλου το είχε αποδείξει και στο πρώτο μέρος (το ειρωνικό της μειδίαμα πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους προμηνύει τι θα επακολουθήσει). Γεμάτη πυγμή και αποφασιστικότητα είναι έτοιμη να κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να προστατέψει την οικογένειά της, μια και το βάρος της γονικής μέριμνας έχει πέσει όλο στους ώμους της, μετά τον θάνατο του Lee. Νέα προσθήκη στο σύμπαν του «A Quiet Place» αποτελεί ο χαρακτήρας του Cillian Murphy, ο οποίος όσο μυστήριος, άλλο τόσο ανθρώπινος είναι. Την παράσταση, όμως, και δικαίως, κλέβουν οι δύο μικροί πρωταγωνιστές (Noah Jupe και, η πραγματικά κωφή, Millicent Simmonds). Αποδεικνύονται πραγματικοί επαγγελματίες που ανεπιτήδευτα και με απόλυτη εκφραστικότητα ερμηνεύουν τους χαρακτήρες τους, συμβολίζοντας αμφότεροι τη νέα γενιά που αποπνέει ελπίδα προκειμένου τα πράγματα να βελτιωθούν.
Ταινία που μας υπενθυμίζει τι εστί κινηματογραφική εμπειρία, το σίκουελ του A Quiet Place απαιτείται να ιδωθεί στη μεγαλύτερη δυνατή οθόνη. Εκεί που του αρμόζει. Και παρά τις όποιες του αδυναμίες, το φιλμ δεν χάνει καθόλου τη στόφα ταινίας του είδους, ούτε υπολείπεται του αρχικού. Και ίσως να κερδίζει πόντους όντας το πρώτο φιλμ που είδα σε χειμερινή αίθουσα, ύστερα από σχεδόν ένα χρόνο. Ίσως και όχι…