Αποτελώντας κεντρικό θέμα συζήτησης ακόμη και σε κουβέντες που ξεπερνούν την τηλεοπτική θεματολογία, το Adolescence έχει αναδειχθεί ήδη στο τηλεοπτικό φαινόμενο της χρονιάς, διαγράφοντας μια αντίστοιχη, αν όχι μεγαλύτερη, επιτυχία με εκείνη του περσινού Baby Reindeer. Βλέπετε, η σειρά, της οποίας το σενάριο υπογράφουν οι Jack Thorne και Stephen Graham, μιλάει για Σημαντικά Ζητήματα (τα φαινόμενα βίας που έχουν παρατηρηθεί στους εφήβους) με έναν απολύτως εντυπωσιακό τρόπο που φλερτάρει με την κινηματογραφική αίγλη (τα μονόπλανα), οπότε πώς να μην συζητηθεί; Τα καλά νέα είναι πως το Adolescence όντως καταπιάνεται με ένα επίκαιρο θέμα και ναι, το κάνει με τεχνικά εντυπωσιακό τρόπο. Τα κακά νέα είναι πως η ματιά του διεισδύει ελάχιστα στην ουσία του προβλήματος και ο τρόπος κινηματογράφησής του είναι μία από τις βασικές αιτίες.
Προφανώς ουδείς μπορεί να αγνοήσει το τεχνικό επίτευγμα∙ κάθε επεισόδιο είναι γυρισμένο ως μονοπλάνο (πραγματικό, όχι απ’ τα άλλα που μας κοροϊδεύουν με κρυφά κοψίματα) με περίπλοκες χορογραφίες των ηθοποιών, οι οποίοι ανταποκρίνονται εξαιρετικά στους ρόλους τους. Ειδικά ο πιτσιρικάς που ερμηνεύει τον James δίνει ρέστα. Ειρωνικός, βίαιος, απειλητικός και τρομαγμένος, ο νεαρός Owen Cooper παραδίδει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας που δικαιωματικά θα του χαρίσει ένα σωρό βραβεία όταν έρθει η ώρα. Επίτευγμα ακόμα πιο εντυπωσιακό, αν αναλογιστεί κανείς πως είναι η πρώτη του ερμηνευτική δουλειά! Εξίσου συγκλονιστικός, αλλά με πιο υπόγεια ξεσπάσματα είναι και ο Graham. Αποτυπώνοντας με καθηλωτικό τρόπο την απελπισία ενός πατέρα που βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει και τις ενοχές του να τον κατακλύζουν, ο Graham αποτελεί τον έτερο ερμηνευτικό πυλώνα της σειράς.

Ωστόσο, αν στρέψουμε για λίγο το βλέμμα μας πέρα από την τεχνική φιλοδοξία του εγχειρήματος, δεν θα αργήσουμε να αντικρίσουμε τα πρώτα σημάδια που προδίδουν την επιδερμικότητα του σεναρίου. Για σειρά που επιθυμεί να προσεγγίσει το φαινόμενο της εφηβικής βίας με ρεαλισμό, η αποτύπωση της λειτουργίας του αστυνομικού τμήματος ως έναν υποδειγματικό μηχανισμό φαντάζει εξωπραγματική. Αντίστοιχα, η απλουστευτική κριτική που ασκείται στο εκπαιδευτικό σύστημα, παρουσιάζοντας τους καθηγητές ως κακόμοιρα πλάσματα που άγονται και φέρονται από πιτσιρίκια, δεν μπαίνει ποτέ στην ουσία του προβλήματος, κάνοντας τα στραβά μάτια στον ασφυκτικό αριθμό μαθητών ανα τάξη, ενδεχομένως τις ελλείψεις προσωπικού και φυσικά το εκπαιδευτικό σύστημα που μαραζώνει όλο και περισσότερο χρόνο με τον χρόνο (δεν πειράζει όμως, γι’ αυτό έχουμε το Abbott Elementary, κι ας μην είναι γυρισμένο με μονοπλάνο).
Βέβαια, και να θες να παρουσιάσεις όλες τις περίπλοκες όψεις του προβλήματος, πώς να τα καταφέρεις, όταν το σενάριο υποδουλώνεται πλήρως στις ανάγκες του μονοπλάνου, εξυπηρετώντας το τέχνασμα αντί της ουσίας; Πώς να προσεγγίσεις ένα πρόβλημα στην ολότητά του (ή όσο πιο κοντά σε αυτήν), όταν η επιδεικτική σκηνοθεσία σε καθηλώνει σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και τόπο σε κάθε επεισόδιο; Κάπως έτσι, η σειρά είτε καταλήγει να ανακυκλώνει καταστάσεις, είτε να ωθείτε σε σκηνικά εντυπωσιασμού (όπως ο σύντομος ξυλοδαρμός δύο μαθητών που δεν προσφέρει κάτι ουσιώδες) μόνο και μόνο για να γεμίσει τον τηλεοπτικό χρόνο της.
Παρ’ όλα αυτά, η μεγαλύτερη αστοχία της σειράς είναι στον τρόπο αξιοποίησης του ίδιου του μονοπλάνου. Αντί να χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο (όσο το δυνατόν πιο) αποστασιοποιημένης παρατήρησης ενός τραγικού φαινομένου, η κάμερα κινείται διαρκώς για να προσδώσει ένταση, δίνοντας έτσι έμφαση στις θριλερικές διαστάσεις της πλοκής (ωραίο αντι-παράδειγμα, το στατικό μονοπλάνο στο έκτο επεισόδιο του Monsters). Αντίστοιχα, η χρήση δραματικής μουσικής και τα κοντινά πλάνα σε κλαμένα πρόσωπα σιγοντάρουν τον εκβιασμό του συναισθήματος και κάτι αεροπλανικές κινήσεις της κάμερας στο τέλος του δεύτερου επεισοδίου κυνηγούν τον αχρείαστο (δεδομένου της θεματικής) εντυπωσιασμό.

Θυσιάζοντας τελικά την αιχμηρή ματιά για το σοκαριστικό, αναλώσιμο θέαμα της μιας εβδομάδας, το Adolescence κουνάει το δάχτυλο και κλείνει το μάτι στον ηθικό πανικό: ψελίζει κάτι γενικόλογα για το «κακό διαδίκτυο», τους αδιάφορους γονείς, τους ανίκανους εκπαιδευτικούς και την πιασάρικη «τοξική αρρενωπότητα» (λες και τα έφηβα κορίτσια δεν αριστεύουν και εκείνα πλέον στους ξυλοδαρμούς συνομηλίκων τους), χωρίς να λέει ποτέ κάτι συγκεκριμένο. Μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη και το κινηματογραφικό παρελθόν του σκηνοθέτη Philip Barantini με το επίσης γυρισμένο ως μονοπλάνο Boiling Point, αρχίζουμε να υποπτευόμαστε πως η χρήση του μονοπλάνου δεν εξυπηρετεί και πολλά, πέρα από την ικανοποίηση κάποιου προσωπικού σκηνοθετικού φετίχ…
Φιλόδοξο και εντυπωσιακό ως εγχείρημα, χρήσιμο για την εκκίνηση συζητήσεων γύρω από την εφηβική βία, μα δίχως κάτι ουσιαστικό να πει για εκείνη, το Adolescence αξίζει να μνημονεύεται για την ευκαιρία καθολικής αναγνώρισης που έδωσε στον Graham, αλλά και για το γεγονός πως συστήνει ένα πολλά υποσχόμενο νεαρό ηθοποιό.