Κάποιες φορές, οι άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά μας φεύγουν αιφνίδια, μία παγωμένη νύχτα. Κι εμείς στεκόμαστε ανήμποροι, εξίσου παγωμένοι, απέναντι σε όλη την αγάπη που δεν μπορέσαμε να φτάσουμε, που χάθηκε και πίσω της άφησε μόνο έναν βαρύ κόμπο που μας πνίγει αφόρητα. Το All of us Strangers διηγείται μία γλυκόπικρη ιστορία για αυτούς που κρύβουν κόμπους στις καρδιές και, για να τους απαλύνουν, θέλουν να κατοικούν για λίγο μέσα στις αναμνήσεις που δεν πρόλαβαν να δημιουργήσουν με ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια, ανθρώπους που ήθελαν να αγαπήσουν πολύ.
Ο Adam, ο θλιμμένος κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, είναι ένας σεναριογράφος που (επέλεξε να) μένει μόνος σε ένα αφιλόξενο και ψυχρά μοντέρνο κτήριο στα προάστια του Λονδίνου, μακριά από κάθε ίχνος ζεστασιάς και στοιχειώδους επαφής. Τελευταία, κλωθογυρίζει στο κεφάλι του η ιδέα να γράψει ένα έργο για τους γονείς του, οι οποίοι πέθαναν όταν αυτός βρισκόταν σε μικρή ηλικία. Ένα ακόμα μοναχικό βράδυ, που βρίσκεται κλεισμένος στο σκοτεινό του διαμέρισμα, ένας άγνωστος του χτυπά την πόρτα. Ο γείτονάς του, ο Harry, συστήνεται άνετα. Χαμογελαστός, μα το βλέμμα του μοιάζει ταλαιπωρημένο. Αυτοπροσκαλείται στο σπίτι του Adam, παρέα με το ποτό του. Αλλά ο Adam του αρνείται ευγενικά, σα να διστάζει να επενδύσει σε μία νέα γνωριμία, σα να τον τρομάζουν οι ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις και η ρευστότητά τους. Έτσι, ο Harry αποχωρεί.
Ωστόσο, σε κάθε επόμενη συνάντηση, ένα δέσιμο αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο άντρες. Και οι δύο ομοφυλόφιλοι, ο καθένας ερχόμενος από διαφορετική εποχή. Μιλούν για τα βιώματά τους, τραύματα του παρελθόντος, τις οικογένειές τους, αναπτύσσουν συναισθήματα ο ένας για τον άλλο. Εμφανίζεται η προοπτική μιας ερωτικής σχέσης.
Παράλληλα, ο Adam χρησιμοποιεί ως αφορμή το έργο που ετοιμάζει για να επισκέπτεται τακτικά το μέρος των παιδικών του χρόνων μέχρι την απώλεια των γονιών του. Εκεί, δεν προβαίνει σε νοσταλγική αναπόληση, μα συναντά τις παρελθοντικές εκδοχές των ανθρώπων που στερήθηκε απότομα, συζητά μαζί τους, τους αγγίζει, τους έχει ανάγκη. Ακόμα περισσότερο, έχει ανάγκη να τους δείξει το άτομο στο οποίο εξελίχθηκε, το άτομο που δε γνώρισαν ποτέ. Κυρίως δε, να μοιραστεί μαζί τους την queer του ταυτότητα, να τους δει να τον δέχονται για αυτό που είναι, να τους βοηθήσει να τον καταλάβουν. Σύντομα, οι κόσμοι στους οποίους προσπαθεί να αγαπηθεί από την αρχή, όπως είναι πραγματικά, μακριά από τον κόμπο που εδώ και χρόνια δεν του επέτρεπε να συνεχίζει να ζει, μετατρέπονται σε καταφύγιά του. Όταν ο πόνος γίνεται αφόρητος, στρέφεται εκεί, να θρηνήσει, να γελάσει, να προσφέρει απλόχερα όλη την τρυφερότητα που διαθέτει. Είτε πρόκειται για τη γεμάτη γλυκύτητα και φροντίδα σχέση του με τον Harry, όπου μαθαίνει να εξοικειώνεται με την ευαλωτότητα και τη μόνιμη θλίψη του, είτε για τις φαντασιακές συναντήσεις με την οικογένεια που έχασε απότομα, σε μιαν απέλπιδα απόπειρα να βιώσει αναμνήσεις που στερήθηκε βίαια, να δείξει στη μητέρα και τον πατέρα του ότι δεν έπαψε να τους αγαπά, να του δείξουν, με τη σειρά τους, ότι τον στηρίζουν και τον σκέφτονται, έστω και αν δεν είναι πλέον δίπλα του.
Ο Andrew Heigh, διασκευάζοντας το βιβλίο Strangers του Taichi Yamada, σκηνοθετεί ένα έργο που διερευνά με συγκίνηση και απαιτητικότητα το πώς κάποιος που αδυνατεί να αποτινάξει από πάνω του το διαρκές στίγμα της δυστυχίας και της απώλειας, βρίσκει τρόπους να κρατά ζωντανή την αγάπη που είχε κάποτε αναπτύξει για κάποιους ανθρώπους, τους οποίους τώρα θρηνεί. Το σενάριο δε συνιστά απλώς ιστορία για το πένθος, αλλά αναδεικνύει, υπερβαίνοντας μία γραμμική, ρεαλιστική πλοκή, τις μεταφυσικές δυνατότητες της ψυχής που υποφέρει, να αγνοεί πεισματικά τη σκληρότητα του χρόνου που περνά και τείνει να μας απομακρύνει από τη λιγοστή ζεστασιά που μας είχε προσφερθεί στο παρελθόν. Η ψυχή που υποφέρει είναι η μόνη ικανή να κρατά φυλαγμένους σιωπηρά τους ανθρώπους που στερήθηκε, να συνεχίζει να τους αγαπά πέρα από την υλική τους υπόσταση.
Οι συντελεστές είναι τέσσερις, ένας περιορισμένος αριθμός που μας διευκολύνει να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση του Adam, γιατί περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τους υπόλοιπους τρεις, δηλαδή τη μητέρα του, τον πατέρα του και τον Harry. Κανείς άλλος δεν έχει σημασία, αφού ο σκηνοθέτης θέλει να επικεντρωθούμε στον Adam και τις αλληλεπιδράσεις του με αυτούς. Ο Andrew Scott (Sherlock, Fleabag), ενσαρκώνοντας τον πονεμένο πρωταγωνιστή, είναι σπαρακτικός. Κάθε κίνηση, κάθε λέξη, υποδηλώνουν μια σκιά που τον βαραίνει και δεν προτίθεται να τον εγκαταλείψει. Ιδιαίτερα τα σκούρα μάτια του κουβαλάνε μία αμετάβλητη θλίψη. Ακόμα και όταν το στόμα του γελά, τα μάτια του φανερώνουν πόνο. Συναισθάνεται τον χαρακτήρα του Adam και θρηνεί μαζί του σαν μία ύπαρξη. Συμβαδίζει όμορφα, γλυκόπικρα με τον Paul Mescal (Aftersun, Normal People) στον ρόλο του Harry, του αινιγματικού γείτονα που το μόνο που ήθελε ήταν να αγκαλιάσει κάποιον που τον καταλαβαίνει. Πρόκειται δηλαδή για έναν ακόμα δραματικό ρόλο για τον εν λόγω ηθοποιό, ο οποίος κάθε φορά αποτυπώνει με φυσικότητα το συναίσθημα της μοναχικότητας.
Αξιοσημείωτες και οι ερμηνείες των Claire Foy (The Crown, Unsane) και Jamie Bell (Billy Elliot, Shining Girls) σαν φαντάσματα γονέων, νεκροί εν γνώσει τους, οι οποίοι όμως παρόλα αυτά υποκρίνονται πως δε στενοχωριούνται και επικεντρώνονται στον ζώντα γιο τους, μελαγχολικά εύθυμοι.
Το All of us Strangers κυλά μέσα από τις εικόνες γκρίζων κτηρίων και σιωπηλών νυχτερινών παραθύρων, μα και απ’ τα φωτεινά, ωστόσο κάπως σκονισμένα, χρώματα που συνοδεύουν τις στιγμές που ο Adam συναντά τους γονείς του. Τέτοια άλλωστε ήταν και η ψυχοσύνθεση του Adam, διασπασμένη σε δύο κόσμους, εκείνον της μοναξιάς και της θλίψης κι εκείνον της παρελθοντικής ζεστασιάς. Ακόμα και τα μουσικά κομμάτια κατά τη διάρκειά της, διαποτίζονται από τη μελαγχολία μίας εποχής που έχει πια χαθεί αμετάκλητα, μα ο Adam συνεχίζει να επιστρέφει εκεί, αρνούμενος να εγκαταλείψει την αγάπη που δε γνώρισε όσο θα ήθελε. Για εκείνον, η καρδιά έχει σημασία. Και η καρδιά μένει για πάντα.