Φόρος τιμής ή «ωραιοποίηση» της Ιστορίας; Δίπολο που εγείρει πληθώρα συζητήσεων, και προφανώς απαντήσεων, πάνω σε ένα κινηματογραφικό είδος, τα όρια του οποίου είναι πολύ λεπτά, οι απαιτήσεις υψηλές και η αλήθεια των γεγονότων ο πιο αυστηρός κριτής.
Όλα τα παραπάνω δε θα έβγαζαν και πολύ νόημα αν δεν υπήρχε το All Quiet on the Western Front που εδώ και λίγες μέρες στριμάρει στην πλατφόρμα του Netflix, αποτελώντας νέα κινηματογραφική ανάγνωση του κλασικού μυθιστορήματος του Remarque και, ταυτόχρονα, μια ακόμη προσθήκη στην κατηγορία των αντι-πολεμικών ταινιών, πρόθεμα που όσο περνάει ο χρόνος τείνει να χάνει και την ουσία του, καθώς έχουμε την τάση να εφησυχάζουμε με το ρεαλιστικό/ωμό, αλλά, στην πραγματικότητα, μιλάμε για το ίδιο και το αυτό.
Η ταινία πραγματεύεται την κάθοδο τεσσάρων νέων, με κεντρικό χαρακτήρα τον 17άχρονο Bäumer, προς την κόλαση από όπου και δεν υπάρχει γυρισμός όταν και αποφασίζουν εθελοντικά,καυλωμένοι μεν από υπερχειλή πατριωτισμό, αγνοώντας δε την ζοφερή πραγματικότητα που πρόκειται να αντιμετωπίσουν, να καταταγούν στον γερμανικό στρατό και να σταλούν στο Δυτικό Μέτωπο.
Αλλά αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο τον Bäumer. Η εναρκτήρια, αλά Mendes, σκηνή που ξεκινά με την ζωή (θηλασμός) για να καταλήξει στον θάνατο (αφαίρεση ζωής) σε πιάνει από τον λαιμό και σε πατάει στα βαθιά, παρακολουθώντας έναν άλλο στρατιώτη μέσα στα χαρακώματα και έξω στο πεδίο της μάχης, το αμπέχονο του οποίου, μετά το θάνατό του, θα καταλήξει στα χέρια του Bäumer, ο οποίος αφελώς νομίζει πως του παραδόθηκε στολή αλλουνού. Αλλά όχι. Οι ράφτρες θα συνεχίζουν να μπαλώνουν τις τρύπες από τις στολές των νεκρών που παραδίδονται ως καινούργιες στους νεοσύλλεκτους συντηρώντας έναν φαύλο κύκλο θανάτου. Κάνουν όμως οι στολές τους άντρες;
Εμπνευσμένο από τις σημαντικότερες δημιουργίες του είδους, το φιλμ κάνει μια διαδρομή από το Paths of Glory του Kubrick και τη σπιλμπεργκικό Saving Private Ryan, μέχρι το Come and See του Klimov και το πρόσφατο 1917 του Mendes για να αποτυπώσει ρεαλιστικά και αυτό με τη σειρά του τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την προβολή ωμών σκηνών, τη χρήση ψυχρής φωτογραφίας, πολυάριθμου καστ, σταθερών πλάνων στους κλειστούς χώρους και εκτενών μονοπλάνων στα πεδία μάχης και στα χαρακώματα ακολουθώντας κατά πόδας το ταξίδι του Bäumer και των συντρόφων του.
Το φιλμ κερδίζει πόντους χάρη στην αβίαστη εκφραστικότητα του πρωτοεμφανιζόμενου Felix Kammerer, ο οποίος περνάει μια οδύσσεια συναισθημάτων, τα οποία σου επικοινωνεί στο έπακρο, ερμηνεύοντας μια τραγική φιγούρα κάνοντάς σε να τον λυπηθείς πραγματικά αφότου πέσουν οι τίτλοι τέλους. Ενώ αρμονικά δένει με το υπόλοιπο σύνολο το μοντέρνο score του Bertelmann που ενώ πατάει σε τρεις μονάχα νότες πετυχαίνει να δημιουργήσει μια διαρκή αίσθηση απειλής και θανάτου.
Το βιβλίο του Remarque, λογοκριμένο από τους Ναζί αφότου ανέβηκαν στην εξουσία, δεν είχε έντονο το αντιμιλιταριστικό στοιχείο, αλλά περισσότερο αποτελούσε μια σπουδή πάνω στον άνθρωπο/απάνθρωπο με έντονο βιωματικό χαρακτήρα από τις μέρες του στα χαρακώματα του Μετώπου και γύρω από αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και η κινηματογραφική μεταφορά στα αγγλικά (για ευνόητους λόγους) από τον Milestone το 1930.
Το φιλμ του Edward Berger, από την άλλη, είναι γυρισμένο στα γερμανικά, ενώ αποτελεί και την επίσημη υποβολή της χώρας στην κατηγορία της Διεθνούς Ταινίας. Το γεγονός αυτό, η εξιστόρηση δηλαδή των γεγονότων μέσα από την οπτική των γερμανών στρατιωτών σε κάνει, θέλεις δε θέλεις, να νοιαστείς για αυτούς. Σωροί στοιβαγμένων πτωμάτων, διαμελισμένα κορμιά, νέα «κύματα» στρατιωτών έτοιμα να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Όλα τους, ανεξαρτήτως φυλής, παιδιά ενός κατώτερου θεού, πιόνια ενός παιχνιδιού που υπερβαίνει τις δυνάμεις τους και οι αποφάσεις του οποίου λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών. Εκεί όπου ο Berger αναπτύσσει παράλληλα μια δεύτερη ιστορία καθαρά για δραματουργικούς σκοπούς, αυτή του «καλού» πατέρα/αντικαγκελάριου, ο οποίος έχοντας χάσει τον γιο του στη μάχη προσπαθεί να συνθηκολογήσει με τους Γάλλους ζητώντας ανακωχή.
Σα να μαζεύτηκαν πολλοί, ωστόσο, οι «καλοί» Γερμανοί στη ταινία του Berger, το φιλμ του οποίου αποφασίζει να μην είναι αιχμηρό πολιτικά υιοθετώντας μια στάση που ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, επιλέγοντας εκ συνειδήσεως να αναδείξει, χωρίς ηρωισμούς, αλλά με ρεαλισμό, τη βία και να σχολιάσει το γεγονός πως 100 χρόνια μετά η κατάσταση (βλέπε Ουκρανία) παραμένει, δυστυχώς, ίδια και απαράλλαχτη.