Μια ταινία που επικεντρώνεται στο βραχύβιο ερωτικό ειδύλλιο ενός μεσήλικα άντρα και μιας γυναίκας με ελάχιστη αυτοπεποίθηση μοιάζει να φλερτάρει με την κοινοτοπία. Ωστόσο, φιλτραρισμένη μέσα από τη ματιά ενός ιδιοσυγκρασιακού δημιουργού, μπορεί να αναδειχθεί σε μια αφοπλιστικά ειλικρινή, βαθειά ανθρώπινη και υπέρμετρα φιλόδοξη καλλιτεχνική εμπειρία. Τουλάχιστον, αυτό συνέβη με την Anomalisa, τη δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Charlie Kaufman.
Στον πυρήνα της ταινίας, σύμφωνα με την ανάγνωση που θα επιχειρήσουμε στο σημερινό άρθρο, βρίσκεται η καταστροφική μανία με την οποία ο ναρκισσισμός διαλύει τις ανθρώπινες σχέσεις, προτού καν αυτές καταφέρουν να σταθούν γερά στα πόδια τους. Όσο περνάει η ώρα και η ταινία αρχίζει να φανερώνει όλα της τα χαρτιά, διαπιστώνουμε πως ο Michael έχει ανάγκη να νιώθει διαφορετικός, ξεχωριστός και σημαντικός. Μια πρώτη ένδειξη αυτού είναι η ενδιαφέρουσα σεναριακή σύλληψη που τον θέλει να ακούει όλους τους ανθρώπους -από τη γυναίκα του και το γιο του μέχρι τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου που μένει- με την ίδια φωνή. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία δεν γίνεται άμεσα διακριτή. Πρέπει να φτάσουμε μέχρι τα μισά περίπου της ταινίας, ώστε ο ναρκισσισμός του να φανερωθεί πλήρως μέσω μιας ονειρικής σεκάνς στην οποία o διευθυντής και οι υπάλληλου του ξενοδοχείου δηλώνουν ερωτευμένοι με τον σπουδαίο Michael Stone.
Παράλληλα, το συγκεκριμένο όνειρο φέρνει στην επιφάνεια ακόμη μια έγνοια του Michael, την πιθανότητα να μην είναι όσο ιδιαίτερος νομίζει, να αποδειχθεί πως πρόκειται για ακόμη ένα γρανάζι του συστήματος. Αυτός ο φόβος δεν τον στοιχειώνει μονάχα στα όνειρά του, αλλά κόντεψε να επιβεβαιωθεί λίγο νωρίτερα, στην πραγματική ζωή, όταν ο Michael αδυνατούσε να ελέγξει το στόμα του. Τότε, πλησίασε το χέρια του στο πρόσωπο του και προτού το ανοίξει και ανακαλύψει πως είναι μαριονέτα, ακούει, ως εκ θαύματος, μια διακριτή γυναικεία φωνή, τη φωνή της Lisa, η οποία τον υποχρέωσε να παρατήσει την εσωτερική ενδοσκόπηση και να την αναζητήσει από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Όταν τα κατάφερε, έπιασαν συζήτηση, του είπε πως είναι μεγάλη θαυμάστρια του βιβλίου του για την αποτελεσματικότερη τηλεφωνική εξυπηρέτηση πελατών, πήγαν για ποτό και κατέληξαν στο δωμάτιο του. Το βράδυ κύλησε υπέροχα, η Lisa του τραγούδησε το αγαπημένο της τραγούδι, του εκμυστηρεύτηκε την αγάπη της για τις ξένες γλώσσες -τα γαλλικά, τα ιταλικά και προφανώς τα ιαπωνικά (μα, γιατί προφανώς-, έκαναν έρωτα, αποκοιμήθηκαν και το επόμενο πρωί πήραν μαζί το πρωινό τους. Ωστόσο, ο ναρκισσισμός του πάλι θα κάνει την εμφάνιση του. Όσο η Lisa τρώει, οι διάφορες ιδιοτροπίες της, όπως το τρίξιμο των δοντιών της ή η αναθεματισμένη εμμονή της να μιλάει με γεμάτο το στόμα, θα εκνευρίσουν τον Michael. Η φωνή της θα αρχίσει να χάνει την ιδιαιτερότητα της, καταλήγοντας να ακούγεται όπως όλων των άλλων και το φως του ήλιου που λούζει το δωμάτιο του ζευγαριού τώρα θα μοιάζει με προβολέα που φωτίζει τον Michael – πλέον, η Lisa χάνεται μέσα στο πλήθος, μετατρέπεται στο ανώνυμο κοινό που παρακολουθεί με προσήλωση και δέος τον θαυμάσιο πρωταγωνιστή, τον Michael.
Μοιραία, η σχέση τους δεν θα προχωρήσει και εκείνος θα γυρίσει σπίτι του, το ίδιο κενός με όταν έφυγε. Ωστόσο, θα φέρει μαζί του ένα παιχνίδι για τον γιο του – ένα ερωτικό παιχνίδι, μια μηχανοκίνητη ιαπωνική κούκλα, της οποίας το στόμα, δεν προσφέρει μονάχα ερωτική ευχαρίστηση, αλλά τραγουδάει με την γλυκιά, διακριτή φωνή της.
Μισό λεπτό, όμως.
Λίγο νωρίτερα, η Lisa ανέφερε πως λατρεύει τα Ιαπωνικά, ενώ και οι δύο μοιράζονται ένα τραύμα στο κεφάλι, ακριβώς στο ίδιο σημείο. Σημαίνει αυτό, άραγε, πως η Lisa υπήρξε ποτέ; Αν και στην τελευταία σκηνή βλέπουμε τη Lisa να γράφει ένα γράμμα έχοντας αποκτήσει ξανά τη δικιά της φωνή, δεν είναι καθόλου απίθανο η Lisa να είναι η φαντασίωση με την οποία έντυσε ο Michael την ιαπωνική κούκλα, όσο χαριεντιζόταν μαζί της.
Σε κάθε περίπτωση, είτε η Lisa υπήρξε, είτε όχι, η ουσία δεν αλλάζει – ο Michael αποτελεί μια τραγική φιγούρα. Παρ’ ότι έχει γράψει ένα άκρως επιτυχημένο βιβλίο με συμβουλές για τη βελτίωση του τρόπου συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς τους πελάτες, στην πραγματικότητα εκείνος δεν ξέρει πως να αναπτύξει ουσιαστικούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους. Όπως οι συμβουλές του βιβλίου δεν ενδιαφέρονται για ουσιαστική εμβάθυνση των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά εργαλειοποιούν την ανάγκη για επικοινωνία και συντροφικότητα προκειμένου επιτευχθούν τα μέγιστα οικονομικά αποτελέσματα σε επιχειρήσεις, έτσι κι εκείνος εργαλειοποιεί τα άτομα με τα οποία συναναστρέφεται. Δεν ενδιαφέρεται για τις επιθυμίες του, αλλά κοιτάζει μονάχα να καλύψουν τις δικιές του ανάγκες. Όταν ολοκληρώσουν τον σκοπό τους, θα του είναι άχρηστα και η φωνή τους θα μοιάζει με τη μέση φωνή που ακούει καθημερινά. Είναι επόμενο, λοιπόν, το άλλο του μισό να πρόκειται για ένα μηχάνημα με συγκεκριμένη λειτουργία, στην προκειμένη περίπτωση μια κούκλα του σεξ.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως οι λεπτομέρειες με τις οποίες εμπλουτίζεται το σενάριο και η υπέροχη σκηνοθεσία που επικοινωνεί με απόλυτα οπτικό τρόπο τις ιδέες της ταινίας, διαλύουν οποιαδήποτε αμφιβολία μπορεί να είχε κάποιος για εκείνη, αναδεικνύοντάς την σε γνήσιο τέκνο του δημιουργού της. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίον τα δύο πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ταινίας, η ιδέα με της φωνές και το μέσο αφήγησης (το stop-motion), συνδυάζονται αρμονικά προκειμένου να εξυπηρετήσουν πλήρως το καλλιτεχνικό όραμα του Kaufman. Εύκολα θα μπορούσαν να καταλήξουν στοιχεία εντυπωσιασμού που δεν οδηγούνται πουθενά, αλλά υπο την καθοδήγησή του εμπλουτίζουν την παρακολούθηση της ταινίας, συμβάλλοντας στην αποτελεσματική αποτύπωση των ψυχολογικών και υπαρξιακών κρίσεων του πρωταγωνιστή. Συνθέτοντας αυτά τα δύο στοιχεία, ο Kaufman καταθέτει μια τολμηρή και ανα στιγμές άβολη εμπειρία, η οποία όμως καταφέρνει να βουτήξει βαθειά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Τα πανομοιότυπα πρόσωπα των χαρακτήρων πλην της Lisa και του Michael προκαλούν ανατριχίλες, ενώ ποτέ άλλοτε οι μαριονέτες δεν έμοιαζαν τόσο ανθρώπινες, δεν αποτύπωναν στα μάτια τους τόση μελαγχολία και μοναξιά.
Η σκηνοθεσία του Kaufman μένοντας πιστή στην ανθρώπινη προσέγγιση, αφήνει στις σκηνές χώρο να αναπνεύσουν, να μοιάσουν όσο πιο ρεαλιστικές γίνεται, ακόμα και όταν πέφτουν στην αγκαλιά του υπερρεαλισμού. Κάπως έτσι, η ταινία διαθέτει τουλάχιστον δύο σκηνές ανθολογίας. Η πρώτη είναι η ερωτική σκηνή που αποτυπώνει την αμηχανία, το χιούμορ και την απόλαυση της ερωτικής πράξης, ενώ η δεύτερη πρόκειται για τον μονόλογο του Μichael κατά τη διάρκεια της ομιλίας του. Τα μάτια της κούκλας, οι εκφράσεις της, ο ιδρώτας που κυλάει στο μέτωπο, όλες αυτές οι λεπτομέρειες που θεωρούνται δεδομένες σε μια ταινία με πραγματικούς ηθοποιούς, εδώ εντείνουν την ένταση και σε συνδυασμό με την σπαρακτική ερμηνεία του David Thewlis συνθέτουν μια αξέχαστη, πανίσχυρη συναισθηματικά σκηνή.