Μια φιλόδοξη νέα χορεύτρια, η Terry Gionnofrio (Julia Garner), ονειρεύεται τη φήμη και τα πλούτη στη Νέα Υόρκη. Όμως, όταν παθαίνει ένα σοβαρό τραυματισμό, ένα μεγαλύτερο, εύπορο ζευγάρι (Dianne Wiest, Kevin McNally) την καλωσορίζει στο σπίτι τους, στο πολυτελές κτιριακό συγκρότημα Bramford. Όταν ένας μεγάλος παραγωγός του Broadway (Jim Sturgess) που μένει στο ίδιο συγκρότημα, της προσφέρει άλλη μια ευκαιρία στη δόξα, φαίνεται πως όλα της τα όνειρα έχουν επιτέλους γίνει πραγματικότητα. Ωστόσο, μετά από ένα βράδυ που δεν μπορεί να θυμηθεί πλήρως, ενοχλητικά περιστατικά τη φέρνουν αντιμέτωπη με το ερώτημα ως πού θα φτάσει για να εκπληρώσει το όνειρό της. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι κάτι κακό ζει όχι μόνο στο Διαμέρισμα 7Α, αλλά στο ίδιο το Bramford.
Το 1968, ο Roman Polanski με το Rosemary’s Baby έδωσε ένα από τα αριστουργήματα του σινεμά τρόμου, ανοίγοντας νέους δρόμους για το είδος. Η ταινία του επηρέασε όσο λίγες το genre και μια φιλμική αναβίωσή της θα έπρεπε να είναι αναμενόμενη. Το Apartment 7A, δεύτερο μεγάλου μήκους φιλμ της Nathalie Erika James τέσσερα χρόνια μετά το επίσης horror Relic, ξεκίνησε να γυρίζεται ως μια φιλόδοξη απόπειρα prequel του εμβληματικού έργου του Πολωνού δημιουργού, το οποίο θα μας έδειχνε τι συνέβη στο διαμέρισμα της ηρωίδας εκείνης της ταινίας πριν εγκατασταθεί εκείνη εκεί. Η νέα ταινία προοριζόταν για κανονική κυκλοφορία στις αίθουσες, όμως η εμπορική αποτυχία του The First Omen (2024) της Arkasha Stevenson, prequel μιας άλλης κλασικής ταινίας τρόμου του 1976, οδήγησε τους παραγωγούς να στείλουν το φιλμ απευθείας στην πλατφόρμα του Paramount+.
Χωρίς να θέλω να ισχυριστώ ότι το Apartment 7A είναι μια καλή ταινία, θεωρώ άδικο που δεν την είδαμε στη μεγάλη οθόνη. Αν μη τι άλλο, δεν είναι το σκουπίδι που περιμέναμε να δούμε όταν ανακοινώθηκε το concept της ταινίας. Η James είναι αρκετά καλή σκηνοθέτρια και το αποδεικνύει σε ουκ ολίγες σκηνές της ταινίας, όπου, χωρίς να φτάνει τη δεξιοτεχνία και την μαεστρία του Polanski, χειρίζεται αποτελεσματικά τον τρόμο και την αγωνία. Υπάρχουν στο έργο ευφάνταστες σεκάνς φρίκης, ονείρου και σασπένς, ενώ και η διεύθυνση φωτογραφίας, η σκηνογραφία και το όλο εικαστικό κομμάτι της ταινίας είναι απολύτως ικανοποιητικά.
Σε θεματολογικό επίπεδο, η ταινία δεν διαθέτει την αμφισημία του πρωτότυπου φιλμ. Έχει περιεχόμενο, απλώς αυτό είναι μίας μόνο ανάγνωσης: η επιτυχία και το τίμημα που καλείται να πληρώσει η φιλόδοξη ηρωίδα του έργου. Θα πουλήσει, κυριολεκτικά, την ψυχή της στο διάβολο για να πετύχει τους στόχους της, ή θα διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, όπως ισχυρίζεται στην αρχή της ταινίας. Ως προς αυτό, το φινάλε, με την απολαυστική σκηνή χορού, είναι εξαιρετικό και κλείνει ευρηματικά την ιστορία.
Ωστόσο, η ταινία έχει να παρουσιάσει μηδαμινή πρωτοτυπία σε σχέση με το έργο του Polanski. Δεν κομίζει κάτι πραγματικά νέο και, από ένα σημείο και μετά, έχεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς ένα remake της πρωτότυπης ταινίας. Αν το σενάριο δεν είχε καμία σχέση με το Rosemary’s Baby κι ήταν μια καινούργια, φρέσκια ιδέα, το αποτέλεσμα θα ήταν μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ταινία.
Να αναγνωρίσουμε, επίσης, τις καλές προσπάθειες του cast. Η Julia Garner είναι υποδειγματική στο ρόλο της αθώας κοπέλας που καλείται να ωριμάσει απότομα. Η Dianne Wiest παίζει τέλεια το διττό χαρακτήρα της, ίσως ακόμα καλύτερα κι από τη Ruth Gordon του πρωτότυπου. Αλλά, δυστυχώς, οι ηθοποιοί δεν αρκούν για να κάνουν μια ταινία καλή. Και το Apartment 7A δε σώζεται από το εξαιρετικό cast του.
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε πως το φιλμ της Nathalie Erika James υπερέβη τις χαμηλές προσδοκίες μας, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα επιτυχημένο. Έχει στιλ, ξέρει τι θέλει να πει, διαθέτει πρωτοκλασάτο καστ και μια ικανή σκηνοθέτρια, πάσχει όμως από έλλειψη πρωτοτυπίας και ρηχότητα. Ειδικά η σύγκριση με το αριστούργημα του 1968 καταλήγει συντριπτική για την James, από την οποία θα θέλαμε να δούμε κάτι περισσότερο προσωπικό στο μέλλον.