Φέτος το καλοκαίρι, ο ερωτευμένος με την αισθητική της συμμετρικής εικόνας και των ήρεμων χρωμάτων Wes Anderson έφερε στο σινεμά(και άρα, στη ζωή) την καινούρια ιστορία που έπλασε το ονειροπαρμένο του μυαλό. Το όνομά της, Asteroid City, όπως και το όνομα της πόλης στην οποία λαμβάνει χώρα. Πρόκειται για έναν μικρό, απομονωμένο οικισμό καταμεσής στην έρημο, εκεί που τα πάντα κυλούν άστατα κι απρόσμενα, μα παράλληλα μένουν παραδόξως στάσιμα.
Η ταινία πραγματεύεται την απόπειρα ενός σεναριογράφου να μεταφέρει στη θεατρική σκηνή ένα κείμενο με αλλοπρόσαλλη πλοκή, για μία πόλη φανταστική, αποτελούμενη από κατοίκους μόνιμους ή παροδικούς, εκ των οποίων ο καθένας βασανίζεται, κρυφά, από τραύματα και σκέψεις. Στην πόλη αυτή, η οποία φαντάζει αυτάρκης (με το δικό της συνεργείο αυτοκινήτων, μοτέλ, ερευνητικό κέντρο ουρανίων σωμάτων…) διοργανώνεται το 1955 ένας επιστημονικός διαγωνισμός- βράβευση των εφευρέσεων νέων ατόμων που έχουν αναγνωριστεί ως παιδιά- θαύματα. Έτσι, στην πόλη καταφθάνουν πολλοί ετερόκλητοι επισκέπτες, μεταξύ άλλων μία ομάδα μαθητών με τη δασκάλα τους (Maya Hawke) που τους διδάσκει τα μυστικά του διαστήματος και παιδιά- θαύματα με τους περίπλοκους γονείς τους, εκ των οποίων ένας προσφάτως χήρος πατέρας (Jason Schwartzman) και μία μελαγχολική, μοιραία σταρ του σινεμά (Scarlett Johansson). Η Asteroid City είναι ολόκληρη ένα κέντρο ερευνών, όπου σε καθημερινή βάση πραγματοποιούνται πυρηνικές δοκιμές, και φημίζεται για τον κρατήρα που είχε πριν πολύ καιρό σχηματίσει ένας μικρός κομήτης, ο οποίος έχει διατηρηθεί ως έκθεμα.
Ξαφνικά, εν μέσω μίας εκδήλωσης, ξεπροβάλλει από τον νυχτερινό ουρανό ένα διαστημόπλοιο που πιλοτάρουν εξωγήινοι. Ένας εξ αυτών, με ντροπαλές και επιφυλακτικές κινήσεις, θυμίζοντας καρτούν, αρπάζει τον πολύτιμο κομήτη και εξαφανίζεται. Μετά, το χάος. Η πόλη κηρύσσεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, καταφθάνει ο εξοργισμένος αμερικανικός στρατός επιρρίπτοντας λυσσασμένα ευθύνες στον εξωγήινο και θεωρώντας τον αυτόματα σαν απειλή, οι διαμένοντες υποχρεώνονται σε καραντίνα. Όλοι περιμένουν να βρεθεί κάποια λύση. Στο μεταξύ, αναπτύσσονται ιδιαίτερες δυναμικές μεταξύ ορισμένων χαρακτήρων μέχρι, τελικά, τα πράγματα να επιστρέψουν στην πρότερη κατάσταση, σα να μη συνέβη ποτέ, τίποτα.
Ο Wes Anderson, με περισσότερο πάθος από ποτέ, σκηνοθετεί ένα συνονθύλευμα αισθητικά και γεωμετρικά αψεγάδιαστων πλάνων, γεμάτων με κτήρια, τοπία, ανθρώπους σε απαλές αποχρώσεις του γαλάζιου, του κίτρινου, του πορτοκαλί. Επιχειρεί, όπως είδαμε και στο French Dispatch, τη διαρκή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο επίπεδα, δύο κόσμους, τον πολύχρωμο της ερήμου κατά την εκτέλεση του θεατρικού έργου και τον ασπρόμαυρο, τον παρασκηνιακό, όπου συμβαίνουν οι πρόβες και γνωρίζουμε τους συντελεστές του. Ωστόσο, αυτή τη φορά, κινδυνεύει να παρασυρθεί από την αγωνιώδη και πεισματική του προσπάθεια να κατακτά σε κάθε σκηνή την μοναδική, την απόλυτα συμμετρική λήψη, εκείνη που δεν εμφανίζει κανένα αισθητικό ψεγάδι. Το αποτέλεσμα είναι ότι απομακρύνεται από τον σχηματισμό μίας συνεκτικής ιστορίας, εντός της οποίας γνωρίζουμε σε βάθος τους χαρακτήρες και μπορούμε να την παρακολουθήσουμε χωρίς να χαωθούμε.
Ακόμα, ο αριθμός των συντελεστών είναι τόσο μεγάλος, ώστε είναι αντικειμενικά αδύνατον να εμβαθύνουμε σε όλους τους ήρωες εντός μίας ώρας και 45 λεπτών. Άλλοι χαρακτήρες είναι πιο αποσπασματικοί, άλλοι παίζουν ουσιαστικότερο ρόλο στην ιστορία. Μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στον τελειομανή θεατρικό συγγραφέα Conrad Earp (Edward Norton), καθώς και στη χημεία που αναπτύσσεται ανάμεσα στους διαρκώς θλιμμένους Jason Schwartzman (η κλασικά αγαπημένη φιγούρα του Wes Anderson) και Scarlett Johansson. Κατά τα άλλα, παρελαύνει στην οθόνη πληθώρα ηθοποιών, όπως ο Tom Hanks, η Margot Robbie, ο Jeffrey Wright, η Tilda Swindon, ο Steve Carell… και η λίστα συνεχίζεται, χωρίς ωστόσο να αφήνουν όλοι κάποιο αντίκτυπο.
Αν και σαφώς λοιπόν υστερεί σε σχέση με προηγούμενες κινηματογραφικές δουλειές του, το Asteroid City δεν στερείται θεματικού ενδιαφέροντος. Όσο ξεδιπλώνεται το σενάριο, με τα σουρεαλιστικά στοιχεία να αυξάνονται, αποκαλύπτεται σταδιακά ότι στην ζωή, σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, όσο κοσμοϊστορικά κι αν φαντάζουν, όσο κι αν πιστεύουμε ότι θα μας καθορίσουν, όπως η επίσκεψη ενός εξωγήινου στη γη, δεν υπάρχει εν τέλει κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Νομίζουμε ότι τα συναισθήματα που μας ταλαιπωρούν είναι αβάσταχτα, ότι η κλοπή ενός κομήτη από ξένα πλάσματα ανατρέπει την ισορροπία της φύσης, ότι η συγγραφή ενός θεατρικού έργου αποτελούν γεγονότα ύψιστης σημασίας. Όμως, τα συναισθήματα ξεθωριάζουν με τον χρόνο, στη θέση τους γεννιούνται νέα, η φύση δεν ταράσσεται από διαστημικούς εισβολείς, μα ταρασσόταν ανέκαθεν από τους εγχώριους (ο Anderson παρουσιάζει με διακριτική σάτιρα τον στρατό των ΗΠΑ), η ζωή μας συνεχίζεται ασχέτως του αν πετύχει το δημιούργημά μας ή όχι. Επομένως, ίσως η τόσο επιφανειακή σκιαγράφηση των ηρώων του έργου να είναι εσκεμμένη, ώστε να δένει με τη ματαιότητα της ύπαρξης. Μάλιστα, το γενικότερο αφηγηματικό μοτίβο του σκηνοθέτη παρουσιάζει μία ελαφριά ειρωνεία, μια τάση διακωμώδησης των τεκταινόμενων, σα να μην τα παίρνει σοβαρά ούτε ο ίδιος. Οι ερμηνείες, όπως συνηθίζεται άλλωστε στα φιλμ του Anderson, συνοδεύονται από ένα ύφος σχεδόν ανέκφραστο, συχνά ελαφρά ειρωνικό, απομακρυσμένο από τους διαλόγους, προκειμένου να επιτευχθεί στο έπακρο το συμπέρασμα περί απουσίας νοήματος στη ζωή.
Κινηματογραφικά, η ταινία είναι αξιοσημείωτα κομψή και ντελικάτη, κάθε πλάνο αποτελεί και έναν εικαστικό πίνακα. Η αισθητική απόλαυση είναι αναντίρρητη, ενώ δε λείπουν και τα παιχνιδιάρικα, πληθωρικά πλάνα, εκείνα που γεμίζουν την οθόνη με κάθε είδους χρώματα και κάθε όγκου αντικείμενα, με αποτέλεσμα να μην προφτάνεις να εστιάσεις κάπου συγκεκριμένα. Αν έπρεπε να χαρακτηρίσει κανείς την ταινία από μία λήψη, πάντως, θα διάλεγε τους γλυκόπικρους διαλόγους που ανέπτυσσαν οι δύο σιωπηροί πρωταγωνιστές (η Scarlett και ο Schwartzman), ο καθένας από το δωμάτιό του στο παρακμιακό μοτέλ.