Η ύπαρξη ιστοριών που τοποθετούν αγαπημένους υπερήρωες σε ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο είναι ενα από τα προσωπικά μου αγαπημένα υπερηρωικά «υπο-είδη». Ωστόσο, οι περισσότερες εξ’ αυτών των -συνήθως αυτόνομων- ιστοριών, παρά τις ειλικρινείς προθέσεις τους για αποδόμηση, καταλήγουν να αποδέχονται το υπερηρωιλίκι ως κάτι θετικό ή έστω απαραίτητο – τουλάχιστον ως έναν βαθμό. Ακόμα κι όταν καταλήγουν σε μια πραγματικά τολμηρή κατάληξη, όπως το πρόσφατο Batman: The Imposter, η απλουστευτική προσέγγιση στις πολιτικο-κοινωνικές συνέπειες των μασκοφόρων εκδικητών (πχ μείωση εγκλήματος) στερεί αυτομάτως ένα σημαντικό μέρος της πολυπόθητης ρεαλιστικότητας. Εν ολίγοις, για να λειτουργήσει μια τέτοια ιστορία πρέπει να είναι πρόθυμη εξαρχής να πάει στα άκρα.
Το Batman: Ego, σε σχέδιο και σενάριο του σπουδαίου, μα πρόωρα χαμένου Darwyn Cooke, ναι μεν πέφτει και εκείνο εν μέρει σε αυτή την παγίδα, ωστόσο καταφέρνει να δώσει την εντύπωση πως τελικά έκανε τους λιγότερους δυνατούς συμβιβασμούς. Τα πάντα ξεκινούν όταν ο Batman έρχεται «αντιμέτωπος» με έναν κακοποιό, τον Buster, ο οποίος κάρφωσε τον Joker, βοηθώντας έτσι την αστυνομία να τον φυλακίσει, τουλάχιστον προσωρινά. Ωστόσο, το κυνηγητό παίρνει μια απροσδόκητη τροπή, αφού ο κακοποιός δεν τρέχει να σωθεί από τον Batman, αλλά από τον Joker. Γνωρίζοντας πως μόλις το σκάσει από τη φυλακή, ο Joker θα πάρει στο κατόπι εκείνον και την οικογένεια του, ο «προδότης» πήρε τα μέτρα του – σκότωσε γυναίκα και παιδί (!) και τώρα ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει για να σωθεί από την σαδιστική εκδίκηση του μεγαλύτερου εγκληματία της Gotham. «Χθες απειλούσες να με ρίξεις από το κτίριο και σήμερα θες να με σώσεις;», ρωτά γεμάτος εκνευρισμό, οργή και απόγνωση ο Buster έναν Batman που έχει χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του, έναν Batman που συνειδητοποιεί απότομα πως οι πρακτικές του απέχουν αρκετά από την ηθική καθαρότητα που ονειρευόταν.
Όταν επιστρέφει στην νυχτεριδο-σπηλιά, το σοκ όχι μόνο δεν κατευνάζεται, αλλά οδηγείται στα άκρα. Ξάφνου, εμφανίζεται μπροστά του μια απειλητική, σχεδόν φρικιαστική φιγούρα! Έκπληκτος διαπιστώνει πως δεν πρόκειται για κάποιο παιχνίδι ψευδαισθήσεων, από αυτά στα οποία αρέσκονται διάφοροι ανταγωνιστές του, αλλά η φιγούρα δεν είναι άλλη από εκείνη του Batman που πλέον έχει αποκτήσει δικιά του υπόσταση. Εδώ, εντοπίζεται η πρώτη καινοτομία της προσέγγισης του Cooke, κάνοντας πράξη αυτό που υπονοείται συχνά, αλλά σπάνια υλοποιείται – διαχωρίζει τον Batman από τον Bruce (ή τον Bruce από τον Batman), αναγνωρίζοντας τη δυαδική του υπόσταση και αυτομάτως μας ενημερώνει πως ο ρεαλισμός της ιστορίας του θα φλερτάρει με τη φαντασίαδιαχωρίζοντας το Batman:Ego από τη μέση ρεαλιστική ιστορία αποδόμησης του χαρακτήρα.

Σύντομα, γίνεται φανερό πως το μόνο πιο φρικιαστικό από την όψη του Batman είναι τα αιχμηρά, μα αληθινά του λόγια, τα οποία υπενθυμίζουν στον Bruce την πραγματικότητα που δεν ήθελε να αποδεκτεί, που δεν τολμούσε να αντικρύσει κατάματα. Μέσα από τη συνομιλία των δύο περσόνων, ο Cooke μας υπενθυμίζει πως οι πρακτικές του Batman μείωσαν τους μικροεγκληματίες, αλλά γέννησαν νέους, απειλητικότερους αντιπάλους, πολλές φορές με άμεση ευθύνη του Batman (όπως ο Joker). Λίγο αργότερα, όταν ο Bruce αναφέρει πως δεν σκοτώνει, ο Batman τον καλεί να σοβαρευτεί και να αποδεχτεί πως οι πράξεις του σπέρνουν, έστω και έμμεσα, τον θάνατο! Οπότε, γιατί να μην κάνει το μεγάλο βήμα και να σκοτώσει μια για πάντα τον μεγάλο ανταγωνιστή του, τον Joker; Ειδάλλως, ο φαύλος κύκλος των αποδράσεων και των συλλήψεων του δεν θα σπάσει ποτέ. Κι όλα αυτά συμβαίνουν όσο ο Bruce βυθίζεται σε ένα βουνό από νεκροκεφαλές!
Είναι αυτή ακριβώς η αλληγορική διάσταση του σχεδίου, το οποίο μοιάζει βγαλμένο από την animated τηλεοπτική σειρά και τον γοτθικό κόσμο του Tim Burton, που βοηθά την ιστορία να μην μοιάζει τετριμμένη, ακόμη μία μάταιη απόπειρα κριτικής του χαρακτήρα. Το σχέδιο του Cooke που δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την προσγειωμένη, κλισέ αισθητική που συναντάται σε τέτοιες περιπτώσεις, του επιτρέπει να συνοδεύσει τις κατηγορίες του σεναρίου έναντι του Batman με καθαρά οπτικούς και συναρπαστικούς τρόπους. Ντύνει την ιστορία με έντονα κόκκινα και πράσινα χρώματα και σχεδιάζει έναν Bruce μικρόσωμο μπροστά στον τιτάνιο Batman που καταβροχθίζει τον χώρο των πάνελ, τοποθετώντας τον συνομιλήτη του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στη γωνία. Η οπτική απόδοση της ιστορίας εντείνει ακόμα περισσότερο την κριτική στάση απέναντι στον Bruce, ενώ το έντονο στυλιζάρισμα μας υπενθυμίζει πως βρισκόμαστε εντός ενός παραμυθιού που απέχει από την πραγματικότητα, οπότε οι στρογγυλεμένες γωνίες του φινάλε γίνονται ευκολότερα αποδεκτές. Κάπως έτσι, ο Cooke έχει και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο (ψιλο)χορτάτο.
Από τη μια, αν η ολοκλήρωση της ιστορίας οδηγούνταν στην κατάλληλη κλιμάκωση, κλείνοντας τον κύκλο που άνοιξε η εισαγωγή της ιστορίας (και ο Cooke έφτασε μια ανάσα μακριά), τότε θα μιλάγαμε για ένα ατόφιο διαμάντι, μια άπιαστη ιστορία στην πλούσια μυθολογία του χαρακτήρα. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, παρά την εν μέρει συμβιβαστική κατάληξη, το αποτέλεσμα διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του, παραμένοντας κορυφαία προσθήκη. Απ’ την άλλη, ο Bruce αναγνωρίζει τα σφάλματα του και ελπίζει σε ένα διαφορετικό μέλλον. Κι εκεί ακριβώς εντοπίζεται η ματαιότητα του χαρακτήρα του, στην αδυναμία να απεγκλωβιστεί μια για πάντα από το φάντασμα του Batman με την ψευδαίσθηση πως μπορεί να το χαλιναγωγήσει. Κάπως έτσι, ο Cooke οδηγεί σε ένα φινάλε που φαντάζει αισιόδοξο, αλλά ίσως να κρύβει την τραγικότητα του Bruce. Ίσως να μην είναι τελικά όσο συμβιβαστικό φαντάζει με μια πρώτη ανάγνωση…