Ο Robbie Williams ως μαϊμού στην ταινία «Better Man».

Better Man: Απίστευτη κι όμως συναρπαστική

Αλήθεια, πώς να πιστέψεις πως το Better Man, η μουσική βιογραφία για την αμφιλεγόμενη περσόνα του Robbie Williams, θα έχει το παραμικρό ενδιαφέρον από τη στιγμή που αφενός ο ίδιος ο Williams είχε ενεργό ρόλο στην παραγωγή της ταινίας κι αφετέρου σε όλη τη διάρκειά της ο τραγουδιστής απεικονίζεται ως… ψηφιακή μαϊμού; Κι όμως, το πείραμα όχι μόνο λειτουργεί, αλλά αποδεικνύεται και μια από τις πιο απολαυστικές κινηματογραφικές εμπειρίες της πρόσφατης μνήμης.

Ξεκινώντας από την μαϊμού στο δωμάτιο, παρ’ ότι είναι προφανές πως λειτουργεί και ως gimmick, ο Michael Gracey φροντίζει να αξιοποιήσει στο έπακρο τις αλληγορικές διαστάσεις της, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ο Williams συνηθίζει να λέει ότι βλέπει τον εαυτό του ως μαϊμού που τη σέρνουν να διασκεδάσει το κοινό. Τελικά, η μαϊμού λειτουργεί ως το όχημα για την εξερεύνηση των προσωπικών ανασφαλειών του Williams, οδηγώντας σε μερικές στιγμές ανθολογίας όπως η συναυλία στο Knebworth που ξαφνικά παίρνει μια απρόσμενη, μα αλησμόνητη στροφή επικών διαστάσεων. Διατηρώντας υποδειγματική ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό της εργατικής καταβολής της οικογένειας του Williams και στο σουρεαλιστικό θέαμα που υπόσχεται η παρουσία της μαϊμού, ο Gracey παραδίδει ένα ατόφιο υπερθέαμα εντυπωσιακών χορογραφιών (αποκορύφωμα η μουσικοχορευτική σκηνή στην Regent Street του Λονδίνου υπό τους ήχους του Rock DJ) και εφιαλτικών σεκάνς που προσφέρουν μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων.

Στιγμιότυπο από το εντυπωσιακό μουσικοψορευτικό νούμερο της ταινίας «Better Man» στην Regent Street του Λονδίνου.

Και κάπως έτσι περνάμε στο πραγματικό ατού της ταινίας, την προθυμία του Williams να μην σταθεί μόνο στις λαμπερές στιγμές της δόξας, αλλά και στις σκοτεινές γωνιές που τον οδήγησαν πολυάριθμες φορές στην αυτοκαταστροφή. Με τη βοήθεια της ζωηρής αφήγησης του ίδιου του Williams, η ταινία μεταπηδά με εντυπωσιακή άνεση  από τις έξαλλες στιγμές ηδονής και κατανάλωσης τόνων ναρκωτικών σε στιγμές θλίψης, απογοήτευσης και αμφιβολιών, υπενθυμίζοντας μας πως ο πόνος δεν είναι «προνόμιο» μονάχα των κοινών θνητών, αλλά και εκείνων που μπορούν να έχουν ακόμα και όλο τον κόσμο στα πόδια τους. Όπως επιβεβαιώνει και το άδοξο φινάλε της σχέσης του Williams με την Nicole Appleton των All Saints, μερικές φορές το τίμημα για την επιτυχία είναι η θυσία της ελευθερίας, η αυτόβουλη απόφαση να κλειστείς σε ένα χρυσό κλουβί, όπου όλη η ύπαρξή σου γίνεται έρμαιο του μάρκετινγκ. Αν και η ταινία ολοκληρώνεται τελικά με την αναμενόμενη αίσθηση εξιλέωσης, μέχρι να φτάσει εκεί διαθέτει αιχμηρότητα που σπάνια συναντάται σε αντίστοιχες περιπτώσεις.

Το κερασάκι στην τούρτα, οι ερμηνείες. Ο Jonno Davies, αν και κρυμμένος κάτω από την ψηφιακή του στολή (απίστευτη δουλειά από την ομάδα της διαχρονικά πρωτοποριακής Wētā FX), παραδίδει μια ερμηνεία πολύπλευρη, όπως και η ίδια η ταινία, ανταποκρινόμενος ιδανικά σε όλα τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, ενώ εξαιρετικός για ακόμη μια φορά και ο Steve Pemberton του Inside No.9, αποδίδοντας στην εντέλεια τον απόμακρο, τυχοδιώκτη πατέρα του Williams, ο οποίος αποτελεί και πηγή των ανασφαλειών του.

Ατίθασο, όπως και ο πρωταγωνιστής του, το Better Man υπόσχεται να κερδίσει τις καρδιές ακόμα και των ορκισμένων εχθρών του Robbie Williams. Κι όχι άδικα, αφού παρέα με τον Michael Gracey καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια αξιομνημόνευτη κινηματογραφική εμπειρία, ένα φαντασμαγορικό θέαμα που σε παρακαλάει να αφεθείς και να επιτρέψεις στον Williams να σε διασκεδάσει όπως μόνο αυτός γνωρίζει!

Σχόλια

Your email address will not be published.