Poster της ταινίας «Blackout» σε σκηνοθεσία Larry Fessenden.

Blackout: Ο Larry Fessenden συνεχίζει να «ζωγραφίζει» στο σκοτάδι

Συγχωρήστε το «καφενειακό» ύφος και τη χρήση πρώτου προσώπου, αλλά γουστάρω πολύ τη φάση σκηνοθετών όπως ο Larry Fessenden. Αδυνατώντας να βρουν χρηματοδότηση για να υλοποιήσουν τα αντισυμβατικά horrorοράματά τους όπως τα επιθυμούν, προτιμούν να τα γυρίζουν με «αντάρτικους» τρόπους παρά να μεμψιμοιρούν διαρκώς για την αδιαφορία της πολιτείας – για την οποία σαφώς και πρέπει να διαμαρτυρόμαστε, αλλά όχι να τη χρησιμοποιούμε ως δικαιολογία. Στο «σκοτεινό» περιθώριο της χολιγουντιανής παραγωγής, χωρίς να διεκδικεί ανόητες ταμπέλες τύπου «αναβαθισμένος τρόμος», ο Fessenden, όπως έκανε ο Stuart Gordon και αρκετοί ακόμα πριν απ’ αυτόν, γυρίζει τα b-movies του δίνοντας την εντύπωση πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να φτιάξει ένα έργο για το οποίο δε θα ντρέπεται. Σ’ αρέσουν δε σ’ αρέσουν οι ταινίες του, αυτή είναι η πιο έντιμη μορφή κινηματογράφου που υπάρχει εκεί έξω.

Στη νέα ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη, Blackout, ήρωας είναι ο Hammond (Marshall Bell), ένας ζωγράφος του οποίου η ζωή πάει από το κακό στο χειρότερο. Η δουλειά του δε συναντά καμία αναγνώριση, η προσπάθειά του να αποκαλύψει τη διαφθορά του τοπικού επιχειρηματία καταλήγει στο κενό εξαιτίας της γραφειοκρατίας και του γεγονότος ότι η δικηγόρος του (η τιτανοτεράστια cultμορφάρα Barbara Crampton) ενδιαφέρεται για εκείνον μόνο σεξουαλικά, και η πρώην του δεν καταδέχεται καν να τον ακούσει. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια νύχτα ο Hammond θα μεταμορφωθεί σε λυκάνθρωπο και θα αρχίσει να μακελεύει κοσμάκη.

Απόσπασμα από την ταινία «Blackout» σε σκηνοθεσία Larry Fessenden.

Δυστυχώς, το Blackout ανήκει στις πιο αδύναμες δουλειές του Fessenden μέχρι σήμερα. Ο 61χρονος σκηνοθέτης αποπειράται με αυτή του την ταινία τη δική του ανάγνωση στο μύθο του λυκανθρωπισμού, ωστόσο η ματιά του δεν περιλαμβάνει τίποτα το αντισυμβατικό ή το φρέσκο στον εν λόγω μύθο. Ακολουθεί απλώς τα κλισέ αφηγηματικά μοτίβα αντίστοιχων ταινιών, όπως είναι το The Wolf Man (1941) του George Waggner και της Universal, το The Curse of the Werewolf (1961) του Terence Fisher και της Hammer, το An American Werewolf in London (1981) του John Landis και άλλες, και μάλιστα χωρίς ανάλογη έμπνευση, αφού δε χτίζει κάποια επαρκή μυθολογία ώστε να μας προετοιμάσει για τη μεταμόρφωση του ήρωα σε λυκάνθρωπο. Η συγκεκριμένη σκηνή, που θα έπρεπε να αποτελεί highlight της ταινίας, έρχεται εντελώς απρόσμενα, ακόμη κι αν έχει προηγηθεί μια εντελώς ασύνδετη σκηνή λυκανθρωποσφαγής που ανοίγει το έργο.

Επιπλέον, η έλλειψη προϋπολογισμού θέτει στον σκηνοθέτη το εξής πρόβλημα: οι τρομακτικές σκηνές που θα περιέχει η ταινία του θα είναι αριθμητικά περιορισμένες. Άρα, ή θα πρέπει να μειώσει τη διάρκεια του φιλμ, ή να το τιγκάρει με διαλογικές σκηνές και exposition. Δυστυχώς, ο Fessenden καταφεύγει στη δεύτερη λύση, με την ταινία να απλώνεται σε 104 κουραστικά λεπτά, τα οποία θα μπορούσαν να είναι 80 με αποτελέσματα ευεργετικά για την ίδια την ταινία.

Απόσπασμα από την ταινία «Blackout» σε σκηνοθεσία Larry Fessenden.

Οι ερμηνείες είναι κι αυτές από το κάτω ράφι, με εξαίρεση την αγαπημένη Barbara Crampton. Έχοντας θητεύσει σε εμβληματικές ταινίες του φανταστικού των προηγούμενων δεκαετιών, η Crampton αποτελεί πλέον θρυλική φιγούρα του είδους, αλλά εδώ περιορίζεται σε ένα σχετικά μικρό και όχι τόσο σημαντικό ρόλο. Το υπόλοιπο cast απαρτίζεται από μονόχνωτους ηθοποιούς που δεν τσαλακώνονται καθόλου, αντίθετα έχουν από την αρχή ως το τέλος την ίδια μουτσούνα, με αποτέλεσμα να καταλήγουν αδιάφοροι. Ευτυχώς, τα αξιόλογα πρακτικά εφέ και η σκηνοθετική μαστοριά του Fessenden κρατούν το θέαμα σε σχετικά υποφερτά επίπεδα και δεν το αφήνουν να κατρακυλήσει στο αίσχος.

Από μια ταινία του Larry Fessenden δεν περιμένεις εντυπωσιακά jumpscares, στοχασμό πάνω στο τραύμα αλά Α24, ψηφιακά εφέ. Περιμένεις, όμως, μερακλίδικο gore, αντισυμβατικές αφηγήσεις, καφρίλα. Με εξαίρεση το πρώτο, το Blackout δε διαθέτει τα παραπάνω στοιχεία και γι’ αυτό δεν είναι έστω χαβαλεδιάρικο. Είναι μια αδιάφορη, απόλυτα προβλέψιμη ταινία τρόμου που δεν προσφέρει τίποτα αξιομνημόνευτο πέρα από ένα-δυο αιματοβαμμένα φονικά και που θα ξεχαστεί εύκολα. Κρίμα.

Σχόλια

Your email address will not be published.