Με τον Thanos να έχει εξαφανίσει τον μισό έμβιο πληθυσμό ολόκληρου του γαλαξία, η μόνη σωτηρία της ανθρωπότητας βρίσκεται στο πρόσωπο και κυρίως τις δυνάμεις της Captain Marvel. “Μισό λεπτό, της ποιάς;” θα αναρωτηθούν οι λιγότερο μυημένοι στον κόσμο της Marvel, ερώτημα το οποίο έρχεται να απαντήσει η νέα ταινία του MCU, παρουσιάζοντας το παρελθόν της γυναίκας που θα μας σώσει απ’ το γάντι του Thanos. Η σημασία όμως της ταινίας δεν εξαντλείται στην εισαγωγή ενός χαρακτήρα που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο πολυαναμενόμενο Avengers: Endgame, αλλά σημαίνει και την ανεπίσημη αναγέννηση του MCU, αφού σε αυτή τη νέα φάση πρόκειται να δούμε αρκετούς νέους χαρακτήρες που θα αλλάξουν μια για πάντα την αντίληψη μας περί του συγκεκριμένου ενωμένου σύμπαντος. Τελικά, καταφέρνει η πρώτη ταινία της Marvel με γυναίκα πρωταγωνίστρια να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και να αφήσει υποσχέσεις για ένα νέο, γεμάτο δημιουργικότητα και πειραματισμούς μέλλον;
Η Carol Denvers μέλος της κορυφαίας στρατιωτικής ομάδας της φυλής των Kree, θα λάβει μέρος σε μια αποστολή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Skrull, εξωγήινη φυλή που μπορεί να αλλάζει διαρκώς μορφή, θα την απαγάγουν, καταλήγοντας τελικά στη Γη, όπου θα ξεκινήσει ένα ταξίδι ανακάλυψης του παρελθόντος της, αλλά και των ασύλληπτων υπερδυνάμεων της.
Η εισαγωγή της ταινίας δείχνει κάποιες προθέσεις να αποφύγει την παγίδα της ανέμπνευστης origin ιστορίας, στερώντας απ’ την Carol τις αναμνήσεις της απ’ το παρελθόν. Δυστυχώς, όμως το σενάριο δεν εκμεταλλεύεται στο μέγιστο αυτή την ιδέα, ενώ όσο η πλοκή προχωράει η ταινία παραδίδεται σε μια όλο και πιο ασφαλή προσέγγιση, μοιάζοντας να μην έχει αποφασίσει προς ποια κατεύθυνση θέλει να κινηθεί, μεταπηδώντας άτσαλα από την space opera, στην buddy κωμωδία και από εκεί στο οικογενειακό δράμα.
Η αμηχανία στην προσέγγιση του υλικού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιλογή των σκηνοθετών. Οι Anna Boden και Ryan Fleck φαίνεται να μην έχουν την παραμικρή ιδέα για το πως θα προσεγγίσουν την ταινία, κάτι απόλυτα λογικό, αφού αν ρίξει κανείς μια ματιά στη μέχρι τώρα φιλμογραφία τους θα διαπιστώσει πως το δίδυμο ήταν έξω απ’ τα κινηματογραφικά νερά του. Έτσι, όταν καλούνται να “αντιμετωπίσουν” πλάσματα όπως οι Skrulls βασίζονται στην ασφαλή μέθοδο του (μέτριου) χιούμορ, ενώ στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη αυτά τα πλάσματα θα αποτελούσαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ατμοσφαιρικό, κοσμικό τρόμο, όπου η απειλή αλλάζει διαρκώς μορφή, δημιουργώντας ανασφάλεια στους χαρακτήρες. Πάνω σε αυτή την ανασφάλεια θα μπορούσε να χτιστεί και η σχέση της Carol με τον Fury, αλλά τελικά οι δυο τους αποφασίζουν πολύ εύκολα να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον, στερώντας έτσι κάποιο πιθανό σεναριακό ενδιαφέρον.
Με τον ίδιο χλιαρό τρόπο προσεγγίζονται και οι φεμινιστικές πτυχές της ταινίες, οι οποίες αποτελούνται από κλισέ ατάκες (“πάμε να δείξουμε στους άντρες πως να κάνουμε το τάδε”), τοποθετώντας την πρωταγωνίστρια σε όποια στερεοτυπικά αντρική θέσει υπάρχει (στρατός, οδηγός καρτ κλπ) μόνο και μόνο για να δείξουν πως κάποιος, κάποτε της είπε πως δεν είναι καλή σε αυτό που κάνει επειδή είναι γυναίκα. Εννοείται πως κάτι τέτοιο θα είχε ενδιαφέρον, αν η ταινία επένδυε χρόνο σε αυτό και δεν το παρουσίαζε σαν φλάσμπακ για ένα δευτερόλεπτο, μόνο και μόνο για να προχωρήσει στην επόμενη σκηνή δράσης. Η υποτιθέμενη φεμινιστική ρητορική που πείθει μόνο όσους θεωρούν οτι η βιομηχανία(!) του Hollywood, όντως μπορεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα ως κάτι περισσότερο από ένα διαφημιστικό κόλπο, μετατρέπεται σε επικίνδυνη στρατιωτική προπαγάνδα, όταν η Captain Marvel αποφασίζει να αλλάξει τα χρώματα της στολής της σε εκείνα της Αμερικάνικης Αεροπορίας, πηγαίνοντας αμέσως μετά να βοηθήσει μια κοινότητα διαγαλαξιακών προσφύγων να βρουν το νέο σπίτι που αναζητούν απεγνωσμένα.
Η κινηματογράφηση της ταινίας αρχικά αφήνει υποσχέσεις για δημιουργική αξιοποίηση του διαστημικού περιβάλλοντος της ταινίας, χαρίζοντας μας κάποια αισθητικά άρτια πλάνα (δείτε για παράδειγμα την προπόνηση της Carol με τον Jude Law στην αρχή της ταινίας), αλλά όπως και η σκηνοθεσία, γίνεται ολοένα και πιο διαδικαστική όσο πλησιάζουμε στη Γη.
Ερμηνευτικά, ξεχωρίζει ο Samuel Jackson, έχοντας όμως υποδυθεί τον ρόλο του αρκετές φορές, ώστε να νιώθει άνετα και να το ευχαριστιέται στον μέγιστο βαθμό, ενώ η Brie Larson αρχικά φαίνεται μουδιασμένη, αλλά σταδιακά αρχίζει να απολαμβάνει πολύ περισσότερο τον ρόλο της, χωρίς όμως να δίνει κάποια έστω παθιασμένη ερμηνεία. O Jude Law λάμπει δια της απουσίας του, ενώ ο Ben Mendelsohn, αποδίδει απολαυστικά έναν κακογραμμένο χαρακτήρα, που το σενάριο στα μισά της ταινίας του φορτώνει μια ξαφνική μεταστροφή, η οποία δεν στήνεται όσο πειστικά θα έπρεπε.
Εν τέλει, το πρόβλημα με την Captain Marvel δεν είναι οτι πρόκειται για μια κακή ταινία, εξάλλου κανείς δεν θα θελήσει να βγάλει τα μάτια του ή θα σιχτιρίζει τις τεχνικές ελλείψεις, ειδικά τα εφέ στο πρόσωπο του Samueal Jackson είναι εντυπωσιακά! Δυστυχώς όμως, πρόκειται για μια αδιάφορη ταινία, πάσχοντας από την ίδια έλλειψη δημιουργικότητας που βρίσκει κανείς σχεδόν σε όλες τις ταινίες του MCU, ειδικά σε εκείνες που στα χαρτιά ήταν κάτι διαφορετικό. Όπως ο Dr. Strange ήταν περίεργος με τον πιο ασφαλή τρόπο ή όπως ο δεύτερος Ant-Man είχε τη δυνατότητα να εξερευνήσει έναν ολόκληρο κόσμο, αλλά διάλεξε να μας παρουσιάζει ένα διαρκές κυνηγητό βαλίτσας, έτσι κι εδώ υπήρχαν οι βάσεις για κάτι πραγματικά ενδιαφέρον, αλλά το στούντιο προτίμησε να μας δώσει άλλη μια ταινία με διαδικαστική σκηνοθεσία, αδιάφορες σκηνές μάχης και αστειάκια που θυμίζουν βιντεάκια με κατοικίδια που χαζεύει κανείς στα κοινωνικά δίκτυα. Δυστυχώς, αν η Captain Marvel αποτελεί πρώτο δείγμα της “νέας εποχής” του MCU, τότε μάλλον μιλάμε για ξαναζεσταμένο φαγητό.