Το θεατρικό έργο Catch the Butcher του Adam Seidel, που προκάλεσε αίσθηση όταν πρωτο – παρουσιάστηκε στο Broadway το 2015, ανεβαίνει και στα μέρη μας, στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Λίνας Φούντογλου, για δεύτερη χρονιά, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη από τις 23 Οκτωβρίου 2024. Είδαμε την παράσταση, η οποία μας άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις, τις οποίες και θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε παρακάτω.
Στο Catch the Butcher, το πρώτο έργο του Seidel που ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι από επαγγελματικό θίασο, μεταφερόμαστε κάπου στην επαρχία του Τέξας, σε μια κάπως απροσδιόριστη χρονική στιγμή της δεκαετίας του 1960, όπως διαπιστώνουμε από τις εξαιρετικές μουσικές επιλογές, τα άριστα επιμελημένα κοστούμια και τα παστέλ χρώματα της σκηνογραφίας, που παραπέμπουν όλα στην αισθητική της εποχής, όπως μπορούμε να την δούμε αποτυπωμένη σε ταινίες, φωτογραφίες, αφίσες της περιόδου. Η όψη του έργου μοιάζει βγαλμένη από κάποιο μελόδραμα του Douglas Sirk ή του Vincente Minnelli.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Seidel “φυτεύει” μια ιστορία απαγωγής, το πορτρέτο ενός κατά συρροή δολοφόνου και το χρονικό μιας καταβύθισης σε ένα διαταραγμένο μυαλό. Ο William, Bill για τους απειροελάχιστους φίλους, έχει ήδη σκοτώσει έντεκα γυναίκες. Κάθε φορά που σκοτώνει ένα θύμα του, το τεμαχίζει και το εγκαταλείπει ώστε να το βρουν οι αρχές, αφήνοντας δίπλα στα απομεινάρια ένα υπέροχο ποίημα, που ο ίδιος έχει γράψει. Το δωδέκατο θύμα του πρόκειται να γίνει η Nancy, μια εξίσου μοναχική νεαρή γυναίκα, εγκαταλελειμμένη από το σύντροφό της, που αναζητά ένα νόημα στη μίζερη ύπαρξή της.

Και κάπου εδώ έχουμε το μεγαλύτερο twist, που ξεχωρίζει το έργο του Seidel από κάθε άλλη ιστορία με serial killer που έχουμε δει στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση. Η Nancy, γοητευμένη από την αντίφαση του δολοφόνου, ενός ανθρώπου ικανού για την πιο φρικτή βιαιοπραγία εις βάρος συνανθρώπων του, όπως αποδεικνύουν τα εγκλήματά του, αλλά και για την πιο όμορφη ποίηση, όπως υποδεικνύουν οι στίχοι του, αφήνεται να απαχθεί συνειδητά από τον Bill, θέλοντας να τον γνωρίσει. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή της δεν την ενδιαφέρει και τόσο πια, το μόνο που θέλει είναι να καταλάβει ποια είναι η θέση της σε αυτόν τον κόσμο.
Για ένα σύντομο διάστημα, τη θέση της θα τη βρει… δίπλα στον Bill. Δολοφόνος και υποψήφιο θύμα θα ερωτευθούν, θα αγαπηθούν και θα ξεκινήσουν μια ζωή μαζί. Σύντομα, ωστόσο, η κοινωνική απομόνωση που, για ευνόητους λόγους, επιβάλλει ο Bill στη Nancy θα αρχίσει να ενοχλεί την τελευταία, που αποζητά την κοινωνική συναναστροφή. Η κατάσταση θα βγει εκτός ελέγχου, όταν η Joanne, η κουτσομπόλα γειτόνισσα, θα επισκεφθεί το σπίτι του ζευγαριού.
Ισορροπώντας θαυμάσια ανάμεσα στο θρίλερ δωματίου, την κατάμαυρη κωμωδία, την υπαρξιακή τραγωδία και τα screwball στοιχεία – ειδικά στις σκηνές όπου εμφανίζεται η Joanne, που είναι και οι πιο αστείες του έργου – η παράσταση “παίζει” διαρκώς με τις προσδοκίες του θεατή, μεταπηδώντας από διάθεση σε διάθεση με χαρακτηριστική άνεση και ισορροπία, δίχως ποτέ να δίνει την εντύπωση του βεβιασμένου ή της προχειρότητας. Τα εύσημα γι’ αυτό πρέπει να αποδοθούν, φυσικά, όχι μόνο στον συγγραφέα αλλά και στους συντελεστές της παράστασης.

Η Λίνα Φούντογλου, στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα μετά από υπολογίσιμη διαδρομή στο χώρο της υποκριτικής, καταφέρνει να αποδώσει τον καυστικό τόνο του κειμένου μέσα από μια σκηνοθεσία που οφείλουμε να χαρακτηρίσουμε ευρηματική. Από την προαναφερθείσα αξιοποίηση των στοιχείων της σκηνογραφίας, της ενδυματολογίας και της χρωματικής παλέτας για την απόδοση της εποχής μέχρι τον έξυπνο τρόπο με τον οποίο σκηνοθετούνται τα κομμάτια εκείνα όπου το έργο περιλαμβάνει κάποιο ξέσπασμα βίας (εδώ να επισημάνουμε την εκπληκτική δουλειά της Κατερίνας Μαραγκουδάκη στους φωτισμούς), η σκηνοθέτρια αποδεικνύει ότι ξέρει ακριβώς τι κάνει και σίγουρα θα δούμε πολλά ακόμη αξιόλογα δείγματα δουλειάς από εκείνη μελλοντικά.
Εξίσου αποτελεσματική είναι και η διεύθυνση των ηθοποιών, χωρίς την οποία η παράσταση οπωσδήποτε δε θα ήταν η ίδια. Ο Χρίστος Κοκαράκης, υπεύθυνος και για τη μετάφραση του έργου, αποδίδει στην εντέλεια το χαρακτήρα του, ισορροπώντας ανάμεσα στην παράνοια και τη συστολή, το χιούμορ και την εσωστρέφεια. Η ερμηνεία του έχει κάτι από τις απολαυστικές εξάρσεις του λατρεμένου Nicolas Cage, σε συνδυασμό με τον John Doe του Kevin Spacey από το Seven (1995) του David Fincher. Εξαιρετική είναι και η Λέα Κοντοστάνου – Βούλγαρη στο ρόλο της Nancy, ενσαρκώνοντας ένα χαρακτήρα που, με τη σειρά του, ισορροπεί ανάμεσα στην τραγικότητα, τη συνειδητοποίηση και τη διακωμώδησή της. Η χημεία μεταξύ τους είναι αδιαμφισβήτητη και καθιστά την παρακολούθηση του έργου ακόμα πιο απολαυστική. Τέλος, η Ναταλία Αθανασιάδη κρατά τον πιο μικρό χρονικά ρόλο της γειτόνισσας Joanne, είναι όμως τέτοια η δεξιοτεχνία κι η δύναμη με την οποία τον ερμηνεύει, ώστε στέκεται επάξια δίπλα στους δύο συμπρωταγωνιστές της και ανεβάζει επίπεδο την παράσταση. Βλέποντάς τη, είναι σαν να ζωντανεύει μπροστά σου με απόλυτα πειστικό τρόπο μια ενοχλητική γειτόνισσα από αυτές που όλοι μας έχουμε, κάποια στιγμή, συναντήσει.
Το Catch the Butcher είναι μια παράσταση που αξίζει να δείτε, καθώς χαρακτηρίζεται από ένα βασικό, για τον γράφοντα τουλάχιστον, στοιχείο που κάνει ένα καλλιτεχνικό έργο σημαντικό: την ισορροπία ανάμεσα στην ψυχαγωγία και τον προβληματισμό, την οξυδερκή παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης και της ακομπλεξάριστης διακωμώδησής της. Αστεία, διασκεδαστική, ενίοτε όμως συγκινητική και με δόσεις τραγικότητας, η παράσταση αυτή θα σας κάνει να θέλετε να την ξαναδείτε αμέσως μόλις τελειώσει.