Όταν, πριν έναν χρόνο και κάτι, ολόκληρος ο κόσμος αναγκάστηκε να κλειστεί στα διαμερίσματα του, οι δημόσιοι χώροι πρασίνου αναστήθηκαν. Ξαφνικά, χώροι που οι περισότεροι προσπερνούσαν βιαστικά ή και αδιάφορα άρχισαν να σφύζουν από ζωή, αφού αποτελούσαν τη μοναδική διέξοδο για τους κατοίκους των πόλεων, προσφέροντας τη μοναδική ευκαιρία για κάποιου είδους έξοδο από την ρουτίνα της καραντίνας. Λίγους μήνες αργότερα, μια απροσδόκητη σειρά έκανε πρεμιέρα στην πλατφόρμα AppleTV+, ένα μιούζικαλ κινουμένων σχεδίων με θέμα το δημοφιλέστερο πάρκο της Νέας Υόρκης, το Central Park. Η παραδοξότητα του συγκεκριμένου πρότζεκτ συναντάνται σχεδόν σε κάθε λέξη της περιγραφής του, αφενός επειδή το μιούζικαλ δεν είναι ένα συνηθισμένο είδος για την τηλεόραση, παρά τα πολυάριθμα επεισόδια-μιούζικαλ διάφορων σειρών, αφετέρου η ιδέα να επικεντρώνεται σε ένα… πάρκο είναι από μόνης της εξαιρετικά ιδιαίτερη.
Η σειρά εστιάζει στις περιπέτειες της οικογένειας Tillermans, η οποία κατοικεί σε μια γοτθική κατοικία του πάρκου που συνοδεύεται από διάφορους αστικούς θρύλους, μιας και ο πατέρας δουλεύει ως επιστάτης του πάρκου. Το κάθε μέλος της οικογένειας καταλήγει αντιμέτωπο με καταστάσεις βγαλμένες από την καθημερινότητα, οι οποίες ωστόσο παρουσιάζονται με μπόλικες δόσεις υπερβολής, όπως άλλωστε αρμόζει σε κάθε μιούζικαλ κινουμένων σχεδίων που σέβεται τον εαυτό του. Η κόρη προσπαθεί να εντοπίσει και να γοητεύσει ένα αγόρι που πετάει τον χαρταετό του στο πάρκο, ο γιος κάνει ο, τι περνάει από το χέρι του για να περάσει λίγο περισσότερο χρόνο με έναν σκύλο που γνώρισε τυχαία να περιφέρεται στο πάρκο, η μητέρα ψάχνει εκείνη την είδηση που θα ωθήσει την δημοσιογραφική της καριέρα, ενώ ο πατέρας, ο οποίος είναι εμμονικός με τις “παραδόσεις” του πάρκου και τους κανόνες περιποίησής του, καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προβλημάτων που απειλούν να καταστρέψουν μια για πάντα τη φήμη του πάρκου – προβλήματα για τα οποία ευθύνεται η Bitsy, μια μικροκαμωμένη, αλλά με περίσσεια κακία, ζάμπλουτη επιχειρηματίας που θέλει να μετατρέψει το πιο γνωστό πάρκο του κόσμου σε οικόπεδο προς πώληση, γεμίζοντας την τσέπη της με ακόμη περισσότερο ζεστό χρήμα.

Αν και το σενάριο ιδιωτικοποίησης και πώλησης του συγκεκριμένου πάρκου μάλλον κινείται στο πεδίο της φαντασίας, τα ζητήματα που θίγει η σειρά είναι άκρως ρεαλιστικά και επίκαιρα για κάθε μεγάλο αστικό κέντρο. O στόχος της Βitchy, δηλαδή η προσπάθεια υποβάθμισης του πάρκου, προκειμένου η αντικατατάσταση του πρασίνου από ξενοδοχεία και καζίνο να παρουσιαστεί ως η σωτηρία του χώρου, είναι βιωμένη πραγματικότητα για τα περισσότερα αστικά κέντρα που πάσχουν από την παθογένεια του «εξευγενισμού» που θυσιάζει τους δημόσιους χώρους και στερεί από τους κατοίκους το «δικαίωμα στην πόλη» προς όφελος των επενδυτών. Το γεγονός, λοιπόν, πως η σειρά παρουσιάζει με εύπεπτο τρόπο ένα τόσο σημαντικό και επίκαιρο ζήτημα μόνο υπέρ της μπορεί να προσμετρηθεί.
Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το μουσικό κομμάτι της σειράς με τα τραγούδια να μεταπηδούν από το ένα είδος στο άλλο με ιδιαίτερη επιτυχία και αρκετό γέλιο και τους ηθοποιούς να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στις ερμηνείες τους, αν και οι περισσότεροι, όπως o Josh Gad (εμπνευστής και ένας εκ των σεναριογράφων της σειράς), η Kristen Bell και η Audra McDonald κουβαλάνε χρόνια εμπειρίας στο Broadway. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το «Weirdos Make Great Superheros» και το «If There’s A Will, There’s A Way», στο οποίο η ηλικιωμένη υπηρέτρια ραπάρει(!) για τις άθλιες συνθήκες εργασίας, οι οποίος όμως είναι μονόδρομος για την πραγματοποίηση του ονείρου της, τον πλουτισμό. Το ουσιαστικό πρόβλημα, πέρα από τη μικρή διάρκεια των τραγουδιών και το γεγονός πως μερικά είναι σχετικά αδιάφορα, κάτι το οποίο όμως πρέπει να θεωρείται και αναμενόμενο αν λάβουμε υπόψιν πως σε κάθε επεισόδιο υπάρχουν από τρία μέχρι και έξι τραγούδια, έχει να κάνει περισσότερο με το στυλ σχεδίασης. Αν και η κίνηση των σωμάτων αποτυπώνεται ικανοποιητικά, τα μάτια μοιάζουν σχεδόν μονίμως ανέκφραστα κατά τη διάρκεια των τραγουδιών, στερώντας έτσι κάτι από τη ζωντάνια που είναι απαραίτητη σε μουσικοχορευτικά σόου. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κατά τ’ άλλα απολαυστικότατο «Do It While We Can».

Παρά τα επιμέρους ψεγάδια -κάποιες μουσικές αστοχίες ή μερικές σεναριακές κοιλιές- η σειρά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και σίγουρα ιδιαίτερη πρόταση που καταπιάνεται με ένα δύσκολο αφηγηματικά, αλλά ουσιώδες θέμα, τους αστικούς πράσινους χώρους. Κάθε επεισόδιο είναι και ένας μικρός ύμνος στην προσφορά αυτών των χώρων, στην ευκαιρία που προσφέρουν για χαλάρωση και κοινωνικοποίηση, ειδικά στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Και παραδόξως, όσο δημόσιες εκτάσεις ξεπουλούνται για να μετατραπούν σε καζίνο, ξενοδοχεία και κλειστές κατοικίες για εκλεκτούς, σειρές σαν και το «Central Park» θα παραμένουν επίκαιρες και αναγκαίες.
