Δεν κοιτούν τα πόδια τους, τα βλέμματα των Challengers πετούν κάπου ψηλά, πάνω από το δίχτυ που τα χωρίζει. Μόνο η μπάλα έχει σημασία, τίποτα άλλο, μόνο η μπάλα και το πώς να την αιχμαλωτίσουν στις ρακέτες τους. Καθώς το παιχνίδι προχωρά μοιρολατρικά προς την κορύφωσή του, κι ο ιδρώτας κατακλύζει τα πρόσωπα που μάθανε να μην επιτρέπουν στα δάκρυα να κυλούν, τα βλέμματά τους αφαιρούνται, μετατρέπονται, λίγο- λίγο, κι εκείνα σε μπάλες, η αγωνία εντείνεται, είναι φανερό, τα βλέμματά τους μοιάζουν να φτιάχτηκαν αποκλειστικά για να καταλήγουν σε διαδοχικές αιχμαλωσίες. Τα βλέμματά τους είναι καταδικασμένα να μαγνητίζονται από το τένις: εκεί, κανείς ποτέ δεν μπορεί να γνωρίζει από πριν με σιγουριά σε ποια άκρη του γηπέδου θα καταλήξει η μπάλα.
Η ταινία αρχίζει, καθιστώντας μας αιφνίδια θεατές ενός αγώνα τένις. Ο τελικός ενός τουρνουά κάπου στη Νέα Υόρκη. Ξαφνικά, η μουσική δυναμώνει, νιώθουμε το γήπεδο να σείεται. Δεν καταλαβαίνουμε ακόμα το γιατί, μα κάτι στα βλέμματα των δύο αντιπάλων (Zweig και Donaldson γράφει ο πίνακας που κρατά το σκορ) υποδηλώνει μία σκιά που τους γεμίζει ένταση, όποτε οι ρακέτες χτυπούν την μπάλα, τα σώματά τους σχεδόν εκρήγνυνται. Τα βλέμματα καταλήγουν στις κερκίδες. Εκεί, μία κοπέλα κοιτά και τους δύο επίμονα. Το όνομά της, Tashi Duncan. Η ιστορία του Challengers εξερευνά τα δεσμά μεταξύ των τριών αυτών προσώπων, μέσα από αναδρομές στο παρελθόν.
Η Tashi, κάποτε ανερχόμενη τενίστρια που η καριέρα της σταμάτησε λόγω τραυματισμού, είναι παντρεμένη με τον διεθνούς φήμης παίκτη τένις Art Donaldson, τον οποίο και προπονεί. Καθώς η καριέρα του βρίσκεται σε τέλμα, αποφασίζουν να δηλώσουν τη συμμετοχή του σε μία λιγότερο γνωστή διοργάνωση, με στόχο να συλλέξει τις νίκες που απαιτούνται για να ανακάμψει. Όμως, εκεί ο Art θα έρθει αντιμέτωπος με τον παιδικό του φίλο, Patrick, τον οποίο έχασε απότομα δεκατρία χρόνια πριν, όταν βγήκαν στην επιφάνεια συναισθήματα που συνήθως χωρίζουν τους ανθρώπους. Όταν γνώρισαν την Tashi, και την ερωτεύτηκαν. Όταν ανακάλυψαν πως, αν φθαρεί η τρυφερότητα, έρχεται η σύγκρουση.
Είναι αξιοπρόσεκτη ταινία, κυρίως γιατί ο Luca Guadagnino (Call Me By Your Name, Bones And All) προσεγγίζει ευφάνταστα την τετριμμένη θεματική των ερωτικών τριγώνων. Ή μάλλον, τη διευρύνει. Φαίνεται να τον απασχολεί η ρευστότητα της σχέσης των τριών ηρώων. Τα όρια μεταξύ φιλίας και έρωτα δεν είναι διακριτά, πρόκειται κατά κυριολεξία για ερωτικό τρίγωνο, αφού εμφανώς στο επίκεντρο του πάθους βρίσκεται η Tashi, μα εσωτερικά ίσως να κοιμάται μία έλξη καταπιεσμένη μεταξύ του Art και του Patrick. Αυτή η καταπίεση των συναισθημάτων έρχεται από ένα περιβάλλον που υποχρέωσε τα άτομα στην απουσία εκφραστικότητας. Πράγματι, ο Guadagnino χτίζει τη δυναμική ανάμεσα στους τρεις χαρακτήρες αποκλειστικά υπό το πρίσμα του οξύ ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει το άθλημα του τένις. Άθλημα μοναχικό, όσοι εμπλέκονται πρέπει να συνηθίσουν στην σκληρότητα, στη συμφιλίωση με τον εγωισμό τους, γιατί στόχος είναι να κερδίζουν. Μαθαίνουν να μην επηρεάζονται από την απώλεια. Όποιος παραμένει ικανός να πληγώνεται, χάνει. Η σκηνοθετική ματιά του διεισδύει στα πάθη τους, τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις, κατά βάση την ανεξέλεγκτη πια τάση τους να επικρατούν όπου σταθούν. Ακόμα και ο ένας πάνω στον άλλο. Οι ερωτικές σκηνές, κι αυτές βασίζονται στη βία, όχι στην αγάπη: ποιος ελέγχει ποιον, τελικά; Ποιος είναι η ρακέτα, και ποιος η μπάλα κάθε φορά; Οι ρόλοι εναλλάσσονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Τόσο έντονος ερωτισμός στο επίκεντρο είναι αναγκαίος, καθώς ο Guadagnino τον χρησιμοποιεί ως αφορμή για να αναζητήσει στους χαρακτήρες κάποια ένδειξη ότι είναι ακόμα ικανοί να πονούν, δέσμιοι των σωμάτων τους, πέρα από την τάση επιβολής τους, που καταντά μηχανισμός άμυνας. Η Zendaya, με το θυμωμένο- μόνιμα απογοητευμένο βλέμμα της, σαν να πνίγεται, ταιριάζει με τον ρόλο της Tashi, της αθλήτριας που όλη της τη ζωή εκπαιδευόταν να αποκτά αυτό που ήθελε, νίκες, ερωτικούς συντρόφους, και, όταν της συνέβαιναν απρόβλεπτα, άσχημα πράγματα, απλώς την έκαναν πιο απόμακρη, σε πεισματική άρνηση να αποδέχεται αυτό που νιώθει, ακόμα και τον έρωτα. Οι Josh O’ Connor (La Chimera, The Crown) και Mike Faist (West Side Story), καταφέρνουν εξαιρετικά να εκφράσουν τα ταραχώδη μεταβατικά στάδια μίας σχέσης που, ανεπαίσθητα, ραγίζει, όταν ο ήδη υπάρχων ανταγωνισμός των χαρακτήρων τους, που καλλιεργούνταν μέρα με τη μέρα, βρίσκει αφορμή να ξεσπάσει. Κι η αφορμή δεν είναι άλλη από την Tashi, και την ικανότητά της να τους κατευθύνει, να τους προστάζει. Είναι τα λευκά αγοράκια της, έτσι τους λέει. Καταλήγουν να τη βλέπουν σαν σωτήρα τους. “What am I, Jesus?”, γελά ειρωνικά, κατάμουτρα στον Art, που προσπαθεί να την πλησιάσει, όμως πάντα αποτυγχάνει.
Αυτό που χαρακτηρίζει την ταινία είναι η ένταση, η αγωνία για το τι έπεται, διατηρούμενη σε όλη της τη διάρκεια. Η αφήγηση έχει ως βάση της τον τελικό αγώνα του τουρνουά μεταξύ του Patrick και του Art, με συχνές ενδιάμεσες αναδρομές στις πιο κρίσιμες για την τριαδική αλληλεπίδραση στιγμές του παρελθόντος. Όσο οι αναδρομές πληθαίνουν, μαζί με ανατροπές, τόσο κατανοούμε το τεταμένο κλίμα μεταξύ των δύο παικτών, τα σώματα σε εγρήγορση, τον ανταγωνισμό ακόμα και για το ποιος θα κερδίσει το έπαθλο, και κατ’ επέκταση την Tashi, ακόμα και τώρα, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.
Η μουσική επένδυση (υπέροχοι Trent Reznor και Atticus Ross) που συνοδεύει τους αγώνες και κάποιες κομβικές τους συναντήσεις, προκαλεί επάλληλες ρυθμικές δονήσεις, μετατρέπει το γήπεδο σε πεδίο μάχης (η Tashi κι οι πολεμοχαρείς κραυγές της, όταν βρίσκεται κοντά στη νίκη), που ανήκει αποκλειστικά στους τρεις τους και στον δυναμισμό που οι ρακέτες τους χτυπούν την μπάλα, στην οργή που σιγοβράζει στα βλέμματα πριν τον κάθε πόντο. Τα σώματά τους γίνονται προέκταση της ρακέτας τους, αισθάνονται την μπάλα να τούς επιτίθεται. Παίζουν σα να χορεύουν, σα να μην υπάρχει έδαφος, η ίδια η ταινία το εξαϋλώνει. Στο τέλος, μένουν πάντα οι τρεις τους, στο μεταίχμιο μεταξύ ηδονής για την κάθε προσωπική τους νίκη, και πόνου για την κάθε συλλογική τους ήττα. Μόνο αυτό ξέρουν να κάνουν μαζί, να χάνουν. Ο ένας τον άλλο. Μέχρι τον επόμενο αγώνα.
Συνήθως διαβάζω κριτικές αφού δω μια ταινία, τώρα το έκανα ανάποδα . Βιάζομαι να τη δω , η κριτική της Ελπίδας Μαθιουδάκη είναι από μόνη της ένα κείμενο που απολαμβάνεις να διαβάζεις . Συνδέει απευθείας με αυτή τη μαγική διαδικασία που λέγεται βλέπω κινηματογράφο !