Το νέο κόμικ του Brecht Evens δεν διαθέτει κάποια ιδιαίτερη πλοκή, δεν βασίζεται σε κάποιο έξυπνο κόνσεπτ, παρά μόνο αφηγείται μπανάλ (περίπου, περισσότερα σε λίγο) στιγμιότυπα της ζωής ανθρώπων που συνυπάρχουν, αλλά αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου: ένας άντρας περνά το τελευταίο του βράδυ στην πόλη με τον μοναδικό άνθρωπο που δέχτηκε να τον συντροφεύσει, έναν παλιόφιλο που μόλις βγήκε από τη φυλακή∙ μια παρέα συζητά επί ώρες στο τραπέζι ενός εστιατορίου για τη σημασία των ονείρων και για σεναριακές ιδέες που θα φέρουν τα πάνω κάτω στις ζομπο-ταινίες κι ένας άλλος άντρας συναντιέται με μια φίλη και της εξομολογείται τις δυσκολίες του.
Σταδιακά, όσο το σκοτάδι πυκνώνει κι αρχίζει να παλεύει με τα νέον φώτα της πόλης και τους ζωηρούς θορύβους των κλαμπ, αυτά τα γνώριμα στιγμιότυπα παίρνουν αναπάντεχες τροπές, φλερτάροντας μέχρι και με το μεταφυσικό στοιχείο. Σαν άλλος dérive, o Evens περιπλανιέται σε μια ανώνυμη πόλη του Βελγίου, μια πόλη που θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε σημείο της Ευρώπης, και παρέα με τους χαρακτήρες του αφήνεται να παρασυρθεί από τη νυχτερινή ζωή της πόλης, ξέγνοιαστος από κάθε άγχος για τον τελικό προορισμό, αλλά πανέτοιμος να απολαύσει κάθε έκπληξη τούτου του αστικού ταξιδιού.
Ωστόσο, το ενδιαφέρον με το νέο πόνημα το Evans δεν εντοπίζεται τόσο στην σχεδόν αυτοσχεδιαστική υφή του σεναρίου, αλλά στον τρόπο με τον οποίον επιλέγει να το οπτικοποίησει. Ξεχάστε κάθε γνώριμη κομιξική σύμβαση, όπως τα πάνελ ή τα ‘μπαλονάκια’ διαλόγων. Κάθε σελίδα του κόμικ μοιάζει να ρέει∙ εικόνες, διάλογοι και ήχοι -ακόμα και το παρόν με το παρελθόν- μπλέκονται μεταξύ τους στις ίδιες γιγαντιαίες ζωγραφιές του Evans, ο οποίος καταφέρνει να μεταφέρει στο αναγνωστικό κοινό τον θόρυβο της πόλης, τα αμέτερητα μικρά συμβάντα που απαιτούν την προσοχή των κατοίκων. Το παρελθόν στέκεται δίπλα στο παρόν με τη μοναδική διαφορά πως ορίζεται με πιο διαφανείς, πιο ξεβαμμένες γραμμές.
Οι συζητήσεις κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κόμικ, ωστόσο σε αντίθεση με την πλειονότητα των σύγχρονων κυκλοφοριών, ποτέ δεν καταλήγουν βαρετές. Η συνομιλία δύο επιβατών ενός ταξί ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης, ακολουθώντας την καμπυλωτή πορεία του οχήματος, ενώ οι λέξεις που χάνουν το νόημά τους και μετατρέπονται σε απλά γράμματα στιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο εκφράζουν την προσωρινή αφηρημάδα ενός συνομιλητή. Παρ’ ότι ο Evans συχνά σπάει τις σελίδες σε δεκάδες ‘πάνελ’ ανα σελίδες, κάθε ένα από αυτά κουβαλά τόση λεπτομέρεια –μικρές αλλαγές στις εκφράσεις και τις κινήσεις- που ζωντανεύουν τον διάλογο, λες και λαμβάνει χώρα δίπλα σου∙ όχι δα και μικρό επίτευγμα, αν αναλογιστεί κανείς πώς αποτυπώνονται οι σκηνές διαλόγων στο μέσο κόμικ, όπου συχνά το σχέδιο μένει ίδιο και απαράλλαχτο ή στην καλύτερη περίπτωση επαναλαμβάνεται με κάποια μηδαμινή αλλαγή, ίσα ίσα για να δικαιολογηθεί η τοποθέτηση ενός ακόμα πάνελ.
Ωστόσο, η σχέση του με την λεπτομέρεια μεταβάλλεται, ανάλογα των συνθηκών. Συχνά, οι φιγούρες απλοποιούνται σε βαθμό που μοιάζουν σχεδιασμένες από παιδί, η προοπτική τίθεται προς αμφισβήτηση, οι εικόνες γεμίζουν από χρώμα, στιγμές και ήχους υποχρεώνοντας το μάτι να αγωνιστεί για να εντοπίσει το σημείο ενδιαφέροντος ανάμεσα σε μια υπερπροσφορά ερεθισμάτων. Κι όμως, οι μαξιμαλιστικές συνθέσεις του διακατέχονται από μια ακαταμάχητη, μα ατελή γοητεία, που όσο κι αν θέλεις να της αντισταθείς δεν καταφέρνεις παρά να παρασυρθείς και να χαθείς μέσα της.
Πανέμορφο με όρους που ξεπερνούν τα τυπικά κριτήρια αισθητικής, αφηγηματικά τολμηρό με τρόπους που σπάνια συναντάμε στο μέσο και σεναριακά ρευστό, αποφεύγοντας να καταλήξει υπέρμετρα φλύαρο και δήθεν, το City of Belgium δεν θα έπρεπε να δουλεύει. Κι όμως, το City of Belgium είναι μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς.
Σύμφωνοι Λάζαρε, αξιολογότατο κόμικ – Bilderbuch. Βέβαια κάπου έχω μερικές ενστάσεις στην δουλειά, το περιεχόμενο και το σχέδιο του Evans, που δεν θα τις αναπτύξω εδώ. Είναι σίγουρα όμως δουλειά ιδιαίτερη και επιπέδου👌👌
Γαμώτο, δεν έχω διαβάσει περισσότερα κόμικς του και θα ήθελα πολύ. Πολύ ιδιαίτερος