Με τον Jonathan Hickman να βρίσκεται σε τρομακτική ρέντα, κρίνοντας από την πανηγυρική αποδοχή των X-Men του, το άκουσμα ενός νέου ανεξάρτητου τίτλου που φέρει την υπογραφή του, μόνο χαρά και υψηλές προσδοκίες μπορούσε να δημιουργήσει. Επιπλέον, το πρώτο δείγμα από τις σελίδες του κόμικ που αποκάλυπτε τα εντυπωσιακά και τολμηρά καρέ του Mike Huddleston ενέτεινε ακόμα περισσότερο το αίσθημα ανυπομονησίας για την κυκλοφορία του κόμικ με την ελπίδα πως η ανάγνωση του θα αποκάλυπτε ένα πρωτοποριακό δείγμα του μέσου, μια ιστορία που πηγαίνει τα κόμικς μισή ντουζίνα βήματα μπροστά. Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική.
Η ιστορία των οκτώ τευχών (τη στιγμή που γράφεται το κείμενο δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει το φινάλε) σχετίζεται με την προστασία ενός κοσμικού αυγού και μια ομάδα θηλυκών εκτελεστών. Ή κάτι τέτοιο, αφού οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια, μοιάζει άνευ σημασίας μπροστά σε ένα σενάριο που αδιαφορεί για λεπτομέρειες, όπως η ανάπτυξη χαρακτήρων ή έστω μια συνεκτική αφήγηση που όχι μόνο να δικαιολογεί την ύπαρξη οκτώ τευχών, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να είχε συμπυκνωθεί σε δύο, άντε το πολύ, τρία, αλλά να διαθέτει και μια υποτυπώδη δομή που λαμβάνει υπόψιν τον αρχικό περιορισμό των τευχών.
Σε κάθε τεύχος, ένα σημαντικό μέρος των σελίδων αφιερώνεται σε διαγράμματα, στατιστικά και παρουσίαση δεδομένων, τα οποία δίνουν την αίσθηση ενός ολοκληρωμένου και εντυπωσιακού χτισίματος κόσμου. Ταυτόχρονα, όμως, στερούν από το κάθε τεύχος την ευκαιρία να ξεδιπλώσει την ιστορία με τον κατάλληλο κάθε φορά τρόπο, υποχρεώνοντας την αφήγηση να περνά βιαστικά γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε μια τυπική έστω ανάπτυξη χαρακτήρων. Κάπως έτσι, μια ανάσα πριν το φινάλε δεν έχει διαδραματιστεί τίποτα άξιο λόγου, τίποτα που να μην χωρούσε σε έναν αισθητά πιο μειωμένο αριθμό τευχών, οπότε η βιαστική ολοκλήρωση της ιστορίας πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Βέβαια, το ελλειπτικό σενάριο δεν αποτελεί εξ’ ορισμού πρόβλημα, ούτε πρέπει να είναι αυτοσκοπός η συγγραφή μιας πυκνογραμμένης πλοκής. Ωστόσο, προκειμένου μια ιστορία να καλύψει το κενό της απουσίας πυκνής πλοκής, οφείλει να αξιοποιεί τις οπτικές ικανότητες του μέσου ή ακόμα καλύτερα να υιοθετεί μια τολμηρή οπτική αφήγηση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της πρόσφατης μνήμης είναι το ανεξάρτητο Hedra, το οποίο αφηγηματικά πηγαίνει το μέσο των κόμικς πολλά βήματα προς τα εμπρός, παρά την προσχηματική ιστορία του ή οποιαδήποτε δουλειά του εφευρετικού Andrea Sorrentino (Gideon Falls, Joker: Killer Smile κ.α), ο οποίος χειρίζεται τα πάνελ με τρόπο σπάνιο για τα δεδομένα των “εμπορικών” κόμικς.
Δυστυχώς, και παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε η δημοσιοποίηση των πρώτων δειγμάτων, δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο στο Decorum, με αποτέλεσμα, ακόμα και αν επιχειρήσουμε να παραβλέψουμε την προβληματική δομή ή το ισχνό, ισχνότατο σενάριο, να πέφτουμε πάνω στο προβληματικό σχέδιο του Huddleston που επιχειρεί να κουκουλώσει με εντυπωσιακό, αλλά πονηρό τρόπο τις ελλείψεις του σεναρίου. Εντυπωσιακό, καθώς σε κάθε καρέ, σε κάθε σελίδα, σε κάθε τεύχος, ο Huddleston μεταπηδά από το ένα ύφος σχεδίασης στο άλλο, κάνοντας το να μοιάζει με εξαιρετικά εύκολη υπόθεση και χαρίζοντάς μας μερικά πλάνα που σε υποχρεώνουν να χαζεύεις με δέος τις σελίδες. Στις καλές του στιγμές (και είναι αρκετές αυτές) το σχέδιο παντρεύει την ψυχρότητα των γεωμετρικών σχημάτων με τους χαώδεις πίνακες του Pollock, αποτυπώνοντας την συμπαντική άβυσσο με τρόπο που ενώ μοιάζει απόμακρος, σαν την αφήγηση του Hickman, και ξεγυμνωμένος από την παλπ αισθητική ενός Jack Kirby, γεννά έντονα συναισθήματα δέους.
Ωστόσο, η πονηριά του σχεδίου έγκειται στο γεγονός πως ενώ θα περίμενε κανείς αυτοί οι στυλιστικοί ακροβατισμοί να προσφέρουν κάτι στην αφήγηση, τελικά πέφτουν στο κενό ως ακόμη μια προσπάθεια εντυπωσιασμού. Πέρα από μια απλουστευτική διάκριση των διάφορων κόσμων, οι εναλλαγές δεν συνεισφέρουν κάτι ουσιώδες στο ξεδίπλωμα της ιστορίας, όπως για παράδειγμα την οπτική αποτύπωση της ανάπτυξης χαρακτήρων, καταλήγοντας τελικά ένα φθηνό κόλπο αποπροσανατολισμού από το λειψό σενάριο, μια μετα-μοντέρνα προσέγγιση όπου τα διαφορετικά στυλ μπερδεύονται όχι για να εξυπηρετήσουν έναν σκοπό, αλλά επειδή είναι κουλ και σχηματίζουν όμορφες εικονίτσες.
Κάπως έτσι, μια πολλά υποσχόμενη διαστημική περιπέτεια καταλήγει απογοητευτικά μέτρια. Απ’ ότι φαίνεται, ο Hickman, θεώρησε πως η χρήση ντοκουμέντων από το φανταστικό κόσμο που έπλασε θα ήταν αρκετή για να ενθουσιαστεί το αναγνωστικό κοινό. Άλλωστε, αφού πέτυχε στο Watchmen, γιατί να μην πετύχει και εδώ; Ξέχασε, ωστόσο πως εξίσου σημαντικό είναι να αναπτύσσεις και μια ιστορία της προκοπής ή να μπορείς να εκμεταλλευτείς το μέγεθος των τευχών σου (τα οποία στην προκειμένη περίπτωση συχνά ξεπερνούν το συνηθισμένο μέγεθος) και να μην στηρίζεσαι μονάχα στο πανέμορφο σχέδιο, το οποίο όμως δεν έχει να προσφέρει πολλά πέρα από οπτική απόλαυση. Ευτυχώς, το μέσο των κόμικς μπορεί να φιλοξενήσει σαφώς πιο εφευρετικές ιστορίες. Το δυσάρεστο είναι πως κυκλοφορίες σαν το Decorum μοιάζουν να μην το έχουν αντιληφθεί.