Τον Ιανουάριο του 1983, η αστυνομία του βόρειου Λονδίνου ανακαλύπτει στο σπίτι του Dennis Nilsen ανθρώπινα οστά κρυμμένα σε κάθε γωνιά και μαγειρική συσκευή του σπιτιού του, φέρνοντας στο φως μια από τις πιο τρομακτικές περιπτώσεις κατα συρροήν δολοφονιών στην ιστορία της χώρας. Το Des, μια νέα μίνι σειρά εστιάζει στα γεγονότα που ακολούθησαν της σύλληψης του.
Από τα πρώτα λεπτά γίνεται φανερό πως το Des δεν θα είναι ακόμη μια σειρά για κατά συρροήν δολοφονίες, αφού ο ένοχος όχι μόνο συλλαμβάνεται εντυπωσιακά νωρίς, αλλά είναι εξαιρετικά πρόθυμος (ή έτσι υποστηρίζει τουλάχιστον) να βοηθήσει τις έρευνες της αστυνομίας προκειμένου να αποδωθεί δικαιοσύνη για τους άδικους θανάτους των νεαρών αντρών. Έτσι, αφιερώνει αμέτρητες ώρες, ώστε να τους περιγράψει με αναλυτική λεπτομέρεια το πριν και το μετά των δολοφονιών -πώς έπειθε τα συνήθως νεαρά αγόρια να τον ακολουθήσουν σπίτι του και τι έκανε με τα άψυχα σώματα τους. Ωστόσο, όπως υποστήριζει, δεν θυμάται το όνομα κανενός αγοριού, γεγονός που υποχρεώνει τους αστυνομικούς να ξεκινήσουν μια χρονοβόρα διαδικασία ταυτοποίησης των οστών με βάση τα ελάχιστα στοιχεία που διαθέτουν.

Η πλοκή, λοιπόν, σπάει στα δύο ακολουθώντας από τη μια τον αγώνα δρόμου των αστυνομικών να ταυτοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα γίνεται, καθώς οι ανώτεροι τους δεν δείχνουν καθόλου πρόθυμοι να ξοδέψουν ακόμα περισσότερα χρήματα για μια υπόθεση που δεν φαίνεται να κλείνει σύντομα και από την άλλη τις συνεντεύξεις του Dennis στον βιογράφο του. Ο δεύτερος, εντυπωσιασμένος από την αντιφατική φύση του ανθρώπου -πώς γίνεται ένα άτομο που φαίνεται τόσο ήρεμο και “φυσιολογικό” να διαπράξει τέτοια εγκλήματα;- αποφάσισε να καταγράψει τη ζωή του Dennis προκειμένου να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνονται τέτοια άτομα.
Δίχως αμφιβολία, ο David Tennant κλέβει την παράσταση ως Dennis “Des” Nilsen, υιοθετώντας μια ανατριχιαστικά ήρεμη έκφραση, που κρύβει δόσεις ανωτερότητας απέναντι στους αστυνομικούς και εκφράζει μια διακριτική ευχαρίστηση που το όνομα του ξεχώρισε από τις άμορφες μάζες και συζητιέται σε κάθε μέσο. Εξίσου συναρπαστικοί, όμως, είναι και οι άλλοι δύο βασικοί ηθοποιοί, o Daniel Meys ως αστυνομικός Peter Jay και ο Jason Watkins ως ο βιογράφος Brian Masters. Ο πρώτος προσπαθεί να οργανώσει την έρευνα και παρά το παρουσιαστικό του, το οποίο δεν φέρνει καθόλου σε αστυνομικό αποτυπώνει την απαραίτητη ορμή, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Παράλληλα, το βλέμμα του παραμένει βαθειά καταθλιπτικό, κουβαλώντας την απογοήτευση του που δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα την εξαφάνιση τουλάχιστον δεκαπέντε(!) ατόμων. Ο δεύτερος ερμηνεύει έναν σικάτο χαρακτήρα που προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του απέναντι στα ψυχολογικά παιχνίδια του Des, να διεισδύσει στο μυαλό του και εν τέλει να κάνει μια όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη καταγραφή των ευρημάτων του.

Σκηνοθετικά, η σειρά κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, αφήνοντας το βάρος να πέσει στους ηθοποιούς. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί η πολύ σωστή -κατά τη γνώμη μου- απόφαση να μην παρουσιασθεί ίχνος βίας – οι περιγραφές ήταν παραπάνω από αρκετές προκειμένου να προκληθούν ανατριχίλες για τα εγκλήματα. Παρόμοια, και το σενάριο, παρ’ ότι αγγίζει μια ιδιαίτερη υπόθεση, η οποία εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει μονότονη, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους.
Συνοψίζοντας, η σειρά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ματιά σε μια συγκλονιστική υπόθεση, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες και τους περιορισμούς της αστυνομίας και σκιαγραφόντας το προφίλ ενός ανθρώπου που έκρυβε απεχθή μυστικά. Η κατάλληλη διάρκεια των μόλις τριών επεισοδίων, η εξ’ ορισμού ενδιαφέρουσα υπόθεση και το ρεσιτάλ του Tenant υπόσχονται μια αξιοπρεπέστατη τηλεοπτική εμπειρία.