Επιστήμη και θρησκεία παρουσιάζονται συνήθως ως δύο αντικρουόμενες δυνάμεις. Η δεύτερη φαντάζει ως παρηγοριά για το φόβο που εκπέμπει το άγνωστο σύμπαν, καταλήγοντας να διαφεντεύει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ η πρώτη μοιάζει πρόθυμη να απαντήσει κάθε απορία, να ρίξει φως σε κάθε σκοτεινή γωνιά του σύμπαντος και με όχημα τη λογική να μας απελευθερώσει από τον παραλογισμό της θρησκείας και να μας λούσει με χειραφετική γνώση.
Όλα αυτά, βέβαια, σε θεωρητικό επίπεδο, διότι στην πράξη τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά.
Η επιστημονική πρόοδος όχι μόνο δεν εξαφάνισε την ανθρώπινη ανάγκη να βρίσκει παρηγοριά στην ανάγκη ενός υπέρτατου όντος (χαρακτηριστικό παράδειγμα η δεκαετία του ’60, όπου για λόγους που δεν άπτονται του άρθρου, οι επιστημονικές εξελίξεις συνυπήρχαν με την επανεκτίμηση διάφορων θρησκειών), αλλά αρκετές φορές μετατρέπεται η ίδια σε κάποιου είδους θρησκεία, μια αίρεση που υπόσχεται κάποια τεχνολογική σωτηρία ή όπως αναφέρει ο Yuval Noah Harari την μετατροπή του Homo Sapiens σε Homo Deus. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, που μάλιστα βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση σε CEO εταιριών πληροφορικής, είναι ο Τρανσουμανισμός, σύμφωνα με τον οποίον οι άνθρωποι μπορούν να νικήσουν τον θάνατο φορτώνοντας τη συνείδηση τους στο διαδίκτυο.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που η ίδια η επιστήμη ενστερνίζεται και προωθεί θρησκευτικές ιδέες κεκαλυμμένες με ένα επιστημονικό-ορθολογικό πέπλο, επόμενο ήταν να συμβεί το ίδιο και με την επιστημονική φαντασία, το κατεξοχήν είδος που βουτάει στις τεχνολογικές εξελίξεις του μέλλοντος και του παρόντος, προκειμένου να ανακαλύψει νέες ευκαιρίες και αναδείξει πιθανούς κινδύνους. Στο δίπολο ουτοπίας και δυστοπίας κρύβεται μια διαφορετική εκδοχή του παραδείσου και της κόλασης, η έννοια του Μεσσία εμφανίζεται σε αμέτρητες ταινίες του είδους (Matrix), ενώ τα τελευταία χρόνια αποτυπώνονται όλο και πιο συχνά τρανσουμανιστικές ιδέες (βλ. κάποιο τυχαίο επεισόδιο του Black Mirror), το Alter Carbon ή ακόμα και το Westworld.
Σε αυτή την “κατηγορία” επιστημονικής φαντασίας ανήκει και το φετινό Devs του μάστορα του είδους Alex Garland, ο οποίος αποφάσισε να ασχοληθεί με την τηλεόραση, ύστερα από δύο κινηματογραφικά διαμάντια, το Ex Machina (για το οποίο μιλήσαμε πρόσφατα πολύ αναλυτικά) και το Annihilation. Ωστόσο, η σειρά του Garland έχει μια σημαντική διαφορά. Το ύφος. Συνήθως, η όποια θρησκευτική αναφορά παραμένει σε επίπεδο συμβολισμών (πχ στην επιλογή θρησκευτικών ονομάτων) ή σεναρίου (πχ η έλευση του Μεσσία), αλλά το ύφος τους διατηρεί μια έντονη τεχνολογική χροιά, σκοτεινή, απαισιόδοξη, απειλητική.
Στο Devs, παρ’ ότι συναντάμε και τέτοιες θρησκευτικές αναφορές, το θρησκευτικό δέος ξεχειλίζει από κάθε γωνιά των κάδρων, από κάθε νότα της μουσικής. Ο εξελιγμένος κβαντικός υπολογιστής που “πρωταγωνιστεί”, περισσότερο θυμίζει κάποιο λεπτοδουλεμένο έργο τέχνης, παρά ένα μηχανιστικό αντικείμενο, ενώ το κτίριο μέσα στο οποίο φιλοξενείται μοιάζει με ογκώδη θρησκευτικό ναό, με το επιχρυσωμένο εσωτερικό και την λεπτομερή διακόσμηση να μας μεταφέρει σε κάποιο μουσουλμανικό τέμενος. Η ανατριχιαστικη μουσική των σταθερών συνεργατών του Garland, Ben Salisbury και Geoff Burrow είναι βουτηγμένη στη θρησκευτική ατμόσφαιρα με συχνά περάσματα ψαλμωδιών, ενώ η διεύθυνση φωτογραφίας μαζί με τα προσεγμένα και πρωτότυπα σκηνικά υποκλίνονται στο καλλιτεχνικό όραμα του βρετανού σκηνοθέτη. Μπορεί η τεχνολογία να έχει κατηγορηθεί για την απομάγευση του κόσμου, αλλά το όραμα του Garland και των συνεργατών του για το Devs φαίνεται να επιστρέφει πίσω λίγη από τη μαγεία που μας έχει στερήσει εδώ και χρόνια, δημιουργώντας έντονα συναισθήματα, προσφέροντας μας μια υπερβατική εμπειρία.
Το έντονο στιλιζάρισμα της σειράς, ναι μεν δημιουργεί μια αργόσυρτη αφήγηση που είναι πιθανό να κουράσει ή να φανεί φλύαρη, ωστόσο εξυπηρετεί αποτελεσματικά τόσο τις ιδέες του σεναρίου (δείτε για παράδειγμα το εκπληκτικό πέμπτο επεισόδιο), όσο και την κριτική που ασκεί ο βρετανός δημιουργός στην κουλτούρα της Sillicon Valley και στην εικόνα που έχουν για τους εαυτούς τους οι δισεκατομμυριούχοι CEO. Ο δικός μας CEO, ο Forest, κυκλοφορεί με εμφάνιση που θυμίζει μια χιπστερική εκδοχή του Ιησού, θεωρώντας τον εαυτό του Μεσσία, αφού είναι υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση και συν-δημιουργία ενός κβαντικού υπερ-υπολογιστή, ο οποίος μπορεί να προβλέψει το μέλλον, αλλά και να απεικονίσει στιγμές -ιδιωτικές και δημόσιες- από το μακρινό ή κοντινό παρελθόν.
Όπως είναι λογικό, όλο αυτό το εγχείρημα με το κωδικό όνομα Devs, παραμένει κρυφό από τη δημόσια σφαίρα και για την ύπαρξη του γνωρίζει μονάχα μια μικρή ομάδα ανθρώπων, εκείνοι οι λίγοι που συνέβαλλαν στη δημιουργία του. Σε αυτήν, θα προστεθεί ακόμη ένα μέλος, ο Sergei (Karl Glusman), ο οποίος πήρε προαγωγή από τον ίδιον τον Forest, ύστερα από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανακάλυψη. Ωστόσο, η πρώτη του μέρα στο Devs δεν θα έχει την ονειρική εξέλιξη που θα ήλπιζε κανείς, αφού με το που φύγει από την μυστική εγκατάσταση τα ίχνη του θα εξαφανιστούν. Απεγνωσμένη, η Lily, η κοπέλα του νεαρού αγνοούμενου θα αρχίσει να τον αναζητά για να καταλήξει τελικά μπλεγμένη σε μια συνωμοσία γύρω από την ύπαρξη του Devs.
Το φετινό δημιούργημα του Garland καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια σειρά διαφορετικών genre, διατηρώντας κάτι παραπάνω από μια απλώς ικανοποιητική συνοχή. Τα στοιχεία αγωνίας μπλέκονται με μερικές δόσεις κατασκοπίας, το προσωπικό δράμα συναντά την κριτική στην ολοένα επεκτεινόμενη εξουσία των τεχνολογικών εταιριών και μια ρομαντική ιστορία αποτελεί την αφορμή για το ξεδίπλωμα μιας σειράς φιλοσοφικών ερωτημάτων για την ύπαρξη ή μη της ελεύθερης βούλησης και κατά συνέπεια για ολόκληρη τη ζωή. Και αν αυτά τα ερωτήματα φαντάζουν κλισέ -αλήθεια, πόσες ταινίες, πόσες σειρά, βιβλία ή κόμικς έχουν αναρωτηθεί ακριβώς το ίδιο πράγμα;- η ματιά του Garland κλέβει τις εντυπώσεις, διότι -όπως πάντα- επικεντρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις. Αναρωτιέται, αν μια τέτοια κοσμοϊστορική ανακάλυψη, η επιβεβαίωση δηλαδή ότι τα πάντα, ακόμα και η πιο αυθόρμητη πράξη είναι στην πραγματικότητα μια αντίδραση σε μια σειρά δράσεων, είναι ικανή να μεταβάλλει τον τρόπο με τον οποίον αλληλεπιδράμε με τους άλλους. Θα νιώθει ο δολοφόνος λιγότερες τύψεις για τις πράξεις του ή μήπως οι γονείς θα πάψουν να αγαπάνε τα παιδιά τους; Θα’ ναι η νέα γνώση απελευθερωτική ή θα μετατραπεί σε ένα βαρίδι που θα πρέπει η ανθρωπότητα να κουβαλά μέχρι το τέλος;
O Nick Offerman ως ο Forest και η Alison Pill (Scott Pilgrim vs The World) ως συνεργάτιδα και συνυπεύθυνη του Devs, ερμηνεύουν τους ρόλους τους με στωικότητα, με μια μόνιμη ηρεμία που αγγίζει τα όρια της απάθειας, αποτέλεσμα της γνώσης των μελλούμενων. Ωστόσο, είναι ο Offerman που διαθέτει τον ελαφρώς πιο απαιτητικό ρόλο από τους δύο, αφού είναι το δικό του προσωπικό δράμα, ο σταυρός που κουβαλάει για να μείνουμε πιστοί στο θρησκευτικό πνεύμα της ιστορίας, που τον παρακινεί να δημιουργήσει το Devs, ως μια προσπάθεια κάθαρσης από τις τύψεις που τον στοιχειώνουν όλα αυτά τα χρόνια, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
Ο πιο περίεργος ρόλος ερμηνευτικά είναι εκείνος της σχεδόν μόνιμης συνεργάτιδος του Garland, Sonoya Mizuno, η οποία ερμηνεύει τη Lily. Όπως και η Lilith, στην οποία παραπέμπει το όνομα της, έτσι και εκείνη, δεν έχει διάθεσει να υπακούσει σε κανέναν κανόνα προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια για την τύχη του αγοριού της. Ωστόσο, το πάθος και η εκρηκτικότητα που κρύβει ο χαρακτήρας αποτυπώνεται αρκετά ξύλινα, σα να δυσκολεύεται μερικές φορές να μιλήσει ή να εκφραστεί, σα να προσπαθεί -αλλά τελικά να δυσκολεύεται- να πάει κόντρα στο προδιαγεγραμμένο μέλλον της.
H ιδιαιτερότητα του Devs δεν εντοπίζεται τόσο στις ιδέες του, οι οποίες συναντώντια συχνά σε όλες τις πτυχές της ποπ κουλτουράς, αλλά στον τρόπο που τις συνδυάζει. Πολλοί έχουν ασκήσει κριτική στον καπιταλισμό, αλλά ελάχιστοι τον έχουν παρουσιάσει τόσο έντονα ως μια θρησκεία, αποδεικνύοντας πως μπορεί ο Θεός να πέθανε, αλλά το φάντασμα του μας στοιχειώνει ακόμα. Επίσης πολυάριθμοι δημιουργοί έχουν μιλήσει για την ελεύθερη βούληση και τον ντεντερμινισμό, αλλά πόσοι έχουν αποφύγει την παγίδα του μηδενισμού; Πόσοι προσπάθησαν να μας υπενθυμίσουν πως στο τέλος της ημέρας, η επιστήμη και η τεχνολογία δεν πρέπει να απαξιώνουν τη ζωή; Ε, ο Garland και η παρέα του το κάνουν, συμπαρασύροντας μας σε ένα σπάνιο τηλεοπτικό ταξίδι, γεμάτο έντονα συναισθήματα, υπερβατικές εικόνες και μεθυστικά ηχοτόπια.