Αν και ο Gene Luen Yang κουβαλάει αρκετά χρόνια κομιξικής εμπειρίας στις πλάτες του, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ενασχόληση του με τα κόμικς γινόταν παράλληλα με το βασικό του επάγγελμα, τη διδασκαλία. Κάποια στιγμή λοιπόν, αποφάσισε να συνδυάσει τις δύο ιδιότητες του και για το επόμενο κόμικ του να ασχοληθεί με την προσπάθεια της σχολικής ομάδας μπάσκετ να κατακτήσει το πολυπόθητο πρωτάθλημα, το οποίο είχε πλησιάσει αρκετές φορές, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να το κερδίσει.
Παράλληλα, και ενώ είχε ξεκινήσει τη συγγραφή του κόμικ, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την DC, η οποία του προτείνει να γράψει μια ιστορία για τον Superman. Αναμφισβήτητα, μια τέτοια πρόταση φαντάζει άκρως ελκυστική για κάθε δημιουργό, ωστόσο κρύβει και μεγάλες δόσεις ρίσκου, αφού ο Gene θα έπρεπε να παραιτηθεί από τη βασική του δουλειά για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες του υποχρεώσεις (για την ιστορία, δέχτηκε και το αποτέλεσμα της πρώτης του συνεργασίας με τη DC ήταν το ενδιαφέρον Superman Smashes the Klan, το οποίο κέρδισε και μια θέση στις αγαπημένες μας κυκλοφορίες για το 2020).
Κάπως έτσι, η ιστορία που ετοίμαζε για την ομάδα του σχολείου του κατέληξε να είναι κάτι αρκετά ιδιαίτερο – μια μείξη αυτοβιογραφίας, μπασκετικής ιστορίας και μια αλληγορία για τις μεγάλες αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε στη ζωή μας, αποφάσεις οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν είναι βέβαιο πως θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, είτε αυτό είναι η πορεία σε ένα μπασκετικό πρωτάθλημα, είτε μια στροφή στην καριέρα ενός ανθρώπου.
Το αίσθημα της αμφιβολίας είναι διάχυτο σχεδόν σε κάθε σελίδα του κόμικ με τον Gene να εξομολογείται συχνά πυκνά το άγχος του για την μελλοντική του καριέρα, για την πορεία της ομάδας στο πρωτάθλημα (σε περίπτωση αποτυχίας, το κόμικ δεν θα έχει λόγο ύπαρξης), αλλά και τις αμφιβολίες του για τον τρόπο που πρέπει να προσεγγίσει κάποιους χαρακτήρες, όπως για παράδειγμα έναν πρώην προπονητή, ο οποίος ναι μεν έχει κατηγορηθεί για κακοποίηση ανηλίκων, αλλά είναι μια ιστορική φυσιογνωμία για την μπασκετική ομάδα του σχολείου.

Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα ερωτήματα που επαναλαμβάνει ξανά και ξανά ο Gene κυρίως προς τον ίδιο του τον εαυτό και δευτερευόντως προς τους αναγνώστες, δεν έχουν καμιά θέση στη μυθοπλασία. Ναι, το κόμικ του έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά η προσέγγιση που υιοθετεί εδώ μοιάζει περισσότερο με μια συρραφή σημειώσεων που έχει κρατήσει ο ίδιος στη διάρκεια προετοιμασίας του κόμικ του, παρά με κάποια συντονισμένη απόπειρα να αφηγηθεί την δραματοποιημένη πορεία της σχολικής ομάδας στο πρωτάθλημα.
Ενδεικτική αυτής της αίσθησης είναι η παρουσίαση των προσωπικών ιστοριών κάποιων παικτών και των προπονητών που δίνει την εντύπωση πως έχει μεταφερθεί αυτούσια από τις συνεντεύξεις που τους έπαιρνε, διαδικασία που είναι απόλυτα θεμιτή στο προπαρασκευαστικό στάδιο της συγγραφής, αλλά οφείλει να δημοσιευτεί μασκαρεμένο με κάποιου είδους δραματουργία.
Σε μεγάλο βαθμό, λοιπόν, οι ανησυχίες του δημιουργού για το τελικό αποτέλεσμα της ιστορίας επιβεβαιώνονται – η ιστορία της ομάδας (ή καλύτερα ο τρόπος με τον οποίον επιλέγει ο Yang να την αφηγηθεί) δεν αποτελεί πρόσφορο υλικό για μια ενδιαφέρουσα ιστορία, οπότε αυτό το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου και η έκφραση των όποιων ανησυχιών μοιάζει με προσπάθεια δικαιολόγησης των ελλείψεων του τελικού αποτελέσματος, όπως βέβαια συμβαίνει τις περισσότερες φορές που βλέπουμε να υιοθετείται μια meta αφήγηση.

Μην έχοντας αρκετό υλικό να υποστηρίξει την ιστορία του, λοιπόν, ο Gene ενισχύει τον βασικό κορμό της πλοκής, δηλαδή την πορεία της ομάδας προς τον τελικό του πρωταθλήματος, με διάφορες πληροφορίες για την ιστορία του αθλήματος. Αν και ενδιαφέρουσα ιδέα, η εκτέλεση κρίνεται αποτυχημένη, αφού στερείται αφηγηματικού ενδιαφέροντος, καταλήγοντας να μοιάζει περισσότερο με ενημερωτικό ντοκιμαντέρ, παρά με δραματουργία – όπως δηλαδή συμβαίνει και με την υπόλοιπη ιστορία.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο Gene, ο οποίος έχει αναλάβει και το σχέδιο, αδυνατεί να μεταφέρει στον αναγνώστη την ένταση του αθλήματος, με τα περισσότερα καρέ του να χαρακτηρίζονται από μια στασιμότητα, απόρροια του ντοκιμενταρίστικου ύφους της αφήγησης που μοιάζει να ανακρίνει τους χαρακτήρες και να μην επιτρέπει την οργανική τους παρουσίαση μέσα από το ξεδίπλωμα της ιστορίας. Αυτό σε συνδυασμό με το απλοϊκό σχέδιο, το οποίο φέρνει στο μυαλό την αισθητική ενός Chris Ware ή Nick Drnaso (Sabrina), αλλά δίχως την εφευρετική χρήση του μέσου που επιδεικνύουν οι συγκεκριμένοι δημιουργοί, δεν βοηθάει την ιστορία, ώστε να ξεχωρίσει τουλάχιστον στο αισθητικό κομμάτι.
Παρά τις εξαιρετικές εντυπώσεις που άφησε το κόμικ στο αμερικάνικο κοινό, κερδίζοντας μάλιστα και το βραβείο Harvey, προσωπικά βίωσα μια από τις πιο απογοητευτικές αναγνωστικές εμπειρίες της πρόσφατης μνήμης. Σίγουρα, το υλικό είναι απαιτητικό με την έννοια πως ένα μπασκετικό κόμικ δεν φαντάζει και η πιο ελκυστική επιλογή και σίγουρα διαθέτει μερικές ενδιαφέρουσες, αλλά σποραδικές ιδέες, όπως η απεικόνιση των προσωπικών και ομαδικών τελετουργιών πριν και μετά τον αγώνα που πρόσφεραν ψυχολογική στήριξη στους αθλητές. Δυστυχώς όμως, το Dragon Hoops δεν καταφέρνει ποτέ να απογειωθεί, κυρίως επειδή είναι εμφανές από την αμήχανη meta αφήγηση πως ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του δεν πίστευε σε αυτό.
Και αν δεν πιστεύει ο ίδιος ο Gene στο κόμικ του, πώς μπορούμε να πιστέψουμε εμείς;