Οι αδελφοί Joel και Ethan Coen (The Man Who Wasn’t There ) έχουν χαράξει εδώ και τέσσερις δεκαετίες το δικό τους δρόμο στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά, χτίζοντας μια φιλμογραφία σχεδόν αψεγάδιαστη, συχνά αριστουργηματική, που τους κατατάσσει απευθείας στους μεγάλους δημιουργούς μιας εποχής που τους έχει ανάγκη, μολονότι τα έργα τους, μοντέρνα και μαζί κλασικά, είναι διαχρονικά. Το 2021, ο Joel αποφάσισε να σκηνοθετήσει την πρώτη σόλο ταινία του, κάνοντας το The Tragedy of Macbeth, μια εξαιρετική μεταφορά του έργου του William Shakespeare, ενώ τώρα ήρθε η σειρά του Ethan να δοκιμάσει τις προσωπικές του σκηνοθετικές ικανότητες χωρίς τον αδελφό του, με το Drive–Away Dolls, ένα λεσβιακό road movie!
Το φιλμ ακολουθεί την Jamie (Margaret Qualley), μια νεαρή λεσβία που έχει μόλις χωρίσει ξανά την σύντροφό της (Beanie Feldstein), και την επίσης λεσβία φίλη της Marian (Geraldine Viswanathan) η οποία χρειάζεται απελπισμένα λίγη χαλάρωση. Αναζητώντας ένα νέο ξεκίνημα, οι δυο τους παίρνουν την απόφαση να κάνουν ένα ταξιδάκι μέχρι το Tallahassee, αλλά τα πράγματα πηγαίνουν στραβά όταν διασταυρώνονται με μια χούφτα αδίστακτους εγκληματίες στο δρόμο. Έχοντας πλέον στην κατοχή τους ένα κουτί με ένα ανθρώπινο κεφάλι και μια βαλίτσα με… πλαστικά πέη, που δεν πρέπει να πέσουν στα λάθος χέρια, θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από τους κακοποιούς και να σωθούν.

Το σενάριο του Drive–Away Dolls γράφτηκε από τον Coen και τη σύντροφό του, Tricia Cooke, περίπου είκοσι χρόνια πριν, έχοντας αρχικά τον τίτλο Drive–Away Dykes. Αποτελεί, ουσιαστικά, ένα φόρο τιμής εκ μέρους του σκηνοθέτη στα τριπαρισμένα road movies της δεκαετίας του 1960 και του 1970, μόνο που ο Coen παίζει ελαφρώς με τα κλισέ τους, αντικαθιστώντας τη βαλίτσα με τα χρήματα, ένα σταθερό αφηγηματικό μοτίβο του είδους, με τα πλαστικά πέη και τους macho πρωταγωνιστές με δύο λεσβίες πρωταγωνίστριες. Τίποτα παραπάνω δε φιλοδοξεί να είναι η ταινία παρά μια μπουφόνικη κωμωδία, ένα παιχνίδι με το είδος και το θεατή, μια χαριτωμένη άσκηση ύφους.
Κάποια αστεία λειτουργούν, κάποια άλλα όχι, οι σεναριακές υπερβολές είναι εναρμονισμένες με το γενικότερο ύφος της ταινίας και αποτελούν προτέρημα και όχι ελάττωμα, ενώ και το σκηνοθετικό στιλ είναι ανάλογο. Μια χρωματική παλέτα που παραπέμπει στα φιλμ του 1960, πλήρης απουσία κινητών και λοιπών ηλεκτρονικών συσκευών – άλλωστε η δράση της ταινίας τοποθετείται στο 1999 –μουσικά ιντερλούδια που δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα στην πλοκή, ένα νουάρ πρόσχημα ώστε να πάει μπροστά ο μύθος. Κανένα βαθύτερο νόημα δε θα βρείτε σε αυτήν την ταινία, γιατί οι δημιουργοί της θέλουν να κάνουν ακριβώς αυτό: απενοχοποιημένα, μια ταινία χωρίς νόημα.

Εναρμονισμένες με το ύφος του Drive–Away Dolls είναι και οι ερμηνείες. Η Margaret Qualley (Maid, Poor Things) πιθανότατα ήθελε να προσθέσει το όνομα Coen στο βιογραφικό της, το οποίο εμπλουτίζεται διαρκώς με ενδιαφέροντες τίτλους – σύντομα θα τη δούμε στη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, με τίτλο Kinds of Kindness. Η Geraldine Viswanathan είναι η ερμηνευτική αποκάλυψη της ταινίας, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στην υπερβολική και την εσωτερική απόγνωση του μόνου χαρακτήρα με ένα κάποιο βάθος σε όλο το φιλμ. Σε σύντομα περάσματα, ο Pedro Pascal και ο Matt Damon κλέβουν τις εντυπώσεις, ο μεν ενσαρκώνοντας το… κεφάλι που βρίσκουν στο πορτ-μπαγκάζ τους οι ηρωίδες, ο δε έναν διεφθαρμένο και επικίνδυνο, αν και ολίγον ηλίθιο, Coen είναι αυτός, πολιτικό.
Μια χαλαρή, διασκεδαστική μπαλαφάρα είναι η πρώτη σόλο σκηνοθετική απόπειρα του Ethan Coen. Περνάς καλά βλέποντάς τη και πας παρακάτω, περιμένοντας το επόμενο, σπουδαίο βήμα, είτε από έναν είτε κι από τους δύο αδελφούς, που έχουν ήδη ανακοινώσει την επικείμενη επανένωσή τους. Το Drive–Away Dolls ανήκει στις ελάσσονες στιγμές τους, μαζί με φιλμ όπως το Intolerable Cruelty (2003) ή το Burn After Reading (2008), έχει όμως τη χάρη του.