Δημοσιευμένο το 1965, το Dune του Frank Herbert έμελλε να αναδειχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης (επιστημονικής) φαντασίας, επηρεάζοντας την ποπ κουλτούρα με τρόπο που είναι δύσκολο να συμπυκνωθεί σε μερικές μονάχα αράδες. Η επιρροή και η δημοφιλία του βιβλίου μπορεί να γίνει διακριτή μέσα από τις διάφορες απόπειρες μεταφοράς του στη μεγάλη και την μικρή οθόνη. Η πρώτη, που δυστυχώς δεν υλοποιήθηκε ποτέ, θα είχε ως σκηνοθέτη τον Jodorowsky με τους Pink Floyd να υπογράφουν τη μουσική επένδυση και τον Salvadore Dali να υποδύεται τον Αυτοκράτορα! Η δεύτερη, αυτή τη φορά υλοποιημένη απόπειρα, έλαβε χώρα το 1981 δια χειρός David Lynch (ο οποίος μόλις είχε απορρίψει τη σκηνοθεσία του Star War: Return of The Jedi!), προσπάθεια όμως η οποία, αν και με ενδιαφέρουσες πτυχές, μάλλον θεωρείται αποτυχημένη, αφού έπρεπε να θυσιαστούν αρκετές πληροφορίες προκειμένου η ιστορία να συμπυκνωθεί σε μια δίωρη ταινία. Μερικά χρόνια αργότερα, το 2000, ήταν η σειρά του SyFy να αναλάβει τη μεταφορά του βιβλίου, αυτή τη φορά σε μορφή τηλεοπτικής σειράς, με το αποτέλεσμα να είναι αρκετά πιστό στο βιβλίο, αλλά με εμφανή την έλλειψη ικανοποιητικού προυπολογισμού, απαραίτητου για ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα. Φέτος, και ύστερα από μια σειρά καθυστερήσεων και αναβολών ελέω κορονωιού, κυκλοφόρησε η κατά Denis Villeneuve εκδοχή του Dune, η οποία αποτελεί το πρώτο μέρος μιας διλογίας (ίσως και τριλογίας).
Η πλοκή διαδραματίζεται στο μακρινό μέλλον, όπου έχει ιδρυθεί μια γαλαξιακή αυτοκρατορία και ξεκινά όταν ο Leto Atreides δέχεται την πρόσκληση του Αυτοκράτορα να αναλάβει τη διοίκηση του πλανήτη Arrakis, έναν αμμώδη πλανήτη στρατηγικής σημασίας, καθώς διαθέτει το μπαχάρι που αποτελεί την απαραίτητη πρώτη ύλη για τα διαστημικά ταξίδια. Μαζί του φέρνει την ερωμένη του, Lady Jessica (Rebecca Fergusson) και τον γιο τους, Paul Atreides (Timothée Chalamet), ο οποίος καλείται να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της μοίρας και να αναλάβει την υλοποίηση ενός φιλόδοξου εγχειρήματος.
Αν και η πρώτερη επαφή με την φιλμογραφία του Καναδού σκηνοθέτη δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες, η παρακολούθηση ήδη των πρώτων λεπτών της ταινίας επιβεβαιώνει εμφατικά πως το Dune δεν πρόκειται να αποτελέσει ένα τυπικό blockbuster, στα πρότυπα αντίστοιχων σειρών, όπως το Star Wars. Ο Villeneuve υιοθετεί έναν αργόσυρτο, σχεδόν τελετουργικό ρυθμό που επιτρέπει το σχετικά οργανικό ξεδίπλωμα του πλούσιου και απαιτητικού κόσμου του βιβλίου, καταφέρνοντας να ντύσει με ένα πέπλο πνευματικότητας ακόμα και τις αναπόδραστες και συνήθως αμήχανες επεξηγήσεις που κυριαρχούν σε τέτοιου είδους αφηγήσεις. Και οι σκηνές δράσεις, πυρηνικό χαρακτηριστικό εμπορικών ταινιών, εδώ προσεγγίζονται με τρόπο απόμακρο, ο οποίος όμως στοχεύει στη δημιουργία δέους απέναντι στο οπτικό υπερθέαμα που έχει στήσει ο Villeneuve και η ομάδα του. Ειρωνικά, οι πιο σημαντικές και συναισθηματικές μονομαχίες είναι εκείνες που λαμβάνουν χώρα σε μικρή κλίμακα, όπως εκείνη στο φινάλε, και καταλήγουν καθοριστικής σημασίας για την πορεία των χαρακτήρων.
Συνεχίζοντας το μοτίβο του Blade Runner 2049 και την βουδιστική αισθητική του χαρακτήρα του Jared Leto, ολόκληρη η προσέγγιση του Villeneuve στο Dune θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «υπερβατικός μινιμαλισμός». Από την λιτή, αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε εντυπωσιακή κινηματογράφιση (η οποία όμως ίσως είναι αχρείαστα σκοτεινή μερικές φορές), μέχρι τις αυστηρές, σχεδόν στρατιωτικές ενδυμασίες και τα γιγαντιαία κτίρια με τους καθαρούς όγκους, κάθε πτυχή της ταινίας εκπέμπει έντονη θρησκευτικότητα, απαιτώντας τον σεβασμό απέναντι στην ατίθαση φύση του Arrakis. Μ’ αυτόν τον τρόπο, υπογραμμίζοντας διακριτικά, αλλά ουσιαστικά το μεγαλείο της φύσης συγκριτικά με την άπληστη ανθρώπινη δραστηριότητα που οφείλει να της υποκλιθεί, τιμά και μια από τις βασικές θεματικές του βιβλίου, το οποίο έθεσε το οικολογικό ζήτημα σε μια εποχή που εκείνο δεν απασχολούσε ιδιαίτερα την κοινή γνώμη.
Εντούτοις, αυτή η εντυπωσιακή, αλλά απόμακρη προσέγγιση δεν επιτρέπει στους χαρακτήρες να αναπνεύσουν, να πάρουν μια μορφή που θα επιτρέψει στο κοινό να ταυτιστεί μαζί τους. Μονάχα ο Leto Atreides, του εξαιρετικού Oscar Isaac καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον χάρη στην προσήλωση που δείχνει στο καθήκον του και την ευαισθησία που φανερώνει απέναντι στον γιο του. Εξαιρετική και η ερμηνεία του Chalamet που δείχνει να πασχίζει να ανταποκριθεί στο ρόλο του ως Μεσσία – ρόλο που δεν έχει αντιληφθεί πλήρως ακόμα, ενώ η ευγενική του παρουσία πείθει ήδη για την διαφορετική πολιτική που φαίνεται πως θα υιοθετήσει. Ωστόσο, η δομή της διλογίας εναποθέτει στην επόμενη ταινία το βάρος της εμβάθυνσης στον χαρακτήρα, οπότε σε αυτό το πρώτο μέρος η εικόνα του καταλήγει μάλλον ατελής.
Κάπως έτσι, περνάμε στο ουσιαστικό «πρόβλημα» της ταινίας. Όλο αυτό το πρώτο μέρος, φαντάζει με μια εντυπωσιακή εισαγωγή σε κάτι ακόμα πιο συναρπαστικό. Επομένως, μπορεί κανείς εύκολα να το θαυμάσει, αλλά μάλλον δύσκολα να το λατρέψει. Ωστόσο, θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίσουμε την μαεστρία του σεναρίου, το οποίο κατάφερε ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες να δημιουργήσει ένα πλαίσιο που προσφέρει ένα ικανοποιητικό –προσωρινό- κλείσιμο. Κάτι σαν ένα απολαυστικό season finale, που υπόσχεται μια ακόμη καλύτερη συνέχεια.
Για ακόμη μια φορά, ο Villeneuve αποδεικνύει πως μπορεί να δημιουργήσει σινεμά μεγάλης κλίμακας, δίχως να στερείται της προσωπικής σφραγίδας του ή να μειώνει το καλλιτεχνικό αποτύπωμα του οράματός του, προσφέροντας μας μια κινηματογραφική εμπειρία που αξίζει να βιωθεί σε μεγάλη, σκοτεινή αίθουσα.