Από το πρώτο κιόλας λεπτό του Ant-Man and the Wasp: Quantumania, οι χαρακτήρες δεν χάνουν ευκαιρία να μας θυμίσουν ένα πολύ σημαντικό πράγμα: Ο Kang ο Κατακτητής είναι ένας απίστευτα τρομακτικός τύπος.
Παρά το γεγονός πως ο χαρακτήρας του Johnathan Majors είναι φάτσα-κάρτα σε κάθε πόστερ και τρέιλερ που συνοδεύει την ταινία, οι ήρωές μας σπαταλάνε το πρώτο μισό του φιλμ ψιθυρίζοντας αινιγματικά τη λέξη «αυτός» -αποφεύγοντας ακόμη και να αναφέρουν το όνομα του πολεμοχαρή στρατηλάτη. Η Janet Van Dyne της Michelle Pfeiffer τρέμει και μόνο στη σκέψη του διαγαλαξιακού δικτάτορα, ένα τσούρμο σκληροτράχηλοι επαναστάτες πανικοβάλλονται στο άκουσμά του, ενώ κάθε ερώτηση που τολμούν να κάνουν οι πρωταγωνιστές μας προκαλεί έναν καταρράκτη από μυστικοπαθή σχόλια που μας προετοιμάζουν για τον πιο τρισάθλιο, ανελέητο, φρικιαστικό χαρακτήρα όλων των εποχών.
Αν όλα αυτά σας θυμίζουν το περσινό Love and Thunder και το ευτράπελο που λέγεται Σφαγέας των Θεών, τότε έχετε απόλυτο δίκιο! Η Marvel επιστρέφει για άλλη μια φορά στο αγαπημένο της «tell, don’t show», προτιμώντας να μας βομβαρδίσει με χαρακτήρες που λένε ότι ο Kang είναι μεγάλος και τρανός, παρά να μας δείξει στην οθόνη τις υποτιθέμενα αδιανόητες πράξεις του.
Όλα αυτά δεν είναι, φυσικά, τυχαία: Ο Kang (όπως δεν ξεχνά να μας επισημάνει ξανά και ξανά η Marvel), είναι ο επόμενος «μεγάλος κακός» του MCU -και σε μια εποχή που ο κόσμος δείχνει να νοιάζεται όλο και λιγότερο για αυτό το παραφουσκωμένο franchise, ποιος είναι ο πιο εύκολος τρόπος να διατυμπανίσουμε τον ερχομό του ανελέητου Κατακτητή;
Μα φυσικά, με μια δίωρη διαφήμιση! Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ταινίες της Marvel θυμίζουν διαφημίσεις, το Quantumania ωστόσο ξεπέρνάει κάθε όριο: Η πιο βαρετή οικογένεια της Marvel υπνοβατεί μπροστά σε ένα αέναο green screen, σε μια ανούσια περιπέτεια γεμάτη διευκολύνσεις, από μηχανής θεούς, κάκιστο μοντάζ και φυσικά, καφέ-γκρι γραφικά. Οι περιπέτειες των πρωταγωνιστών είναι εδώ απλώς προφάσεις -γιατί η εισαγωγή του Kang αποτελεί τον ένα και μοναδικό λόγο ύπαρξης του φιλμ.
Και τελικά, όταν επιτέλους κάνει την εμφάνισή του, ο Kang συγκαταλέγεται πάραυτα στους πιο ξενέρωτους κακούς του Marvel Cinematic Universe: Ο τσαντίλας πολεμοκάπηλος του Majors θυμίζει λιγότερο τους MVP του μαρβελικού rogues gallery (όπως ο Loki και ο Thanos), και περισσότερο τις διάφορες δευτεράντζες τύπου Malekith και Ronan. Ο Kang κοιτάει μουτρωμένος τους πρωταγωνιστές μας, εξηγεί τα απροσδιόριστα κίνητρά του μιλώντας αργά και βασανιστικά, ποζάρει απειλητικά με το γελοιωδέστατο συνολάκι του και, όταν επιτέλους έρθει η ώρα να ριχτεί στη δράση (στα τελευταία λεπτά της ταινίας), χρησιμοποιεί ακτίνες λέιζερ και αφηρημένες τηλεκινητικές δυνάμεις, όπως κάθε άλλος χαρακτήρας αυτού του πλαστικοποιημένου προκάτ σύμπαντος. Και όσο για τις ανελέητες γενοκτονίες που υποτίθεται πως έχει κάνει αυτός ο ήρωας στο παρελθόν, μία είναι η προσέγγιση της ταινίας: trust me bro.
Μια απεγνωσμένη προσπάθεια λοιπόν, να αναβιωθεί το ενδιαφέρον του κοινού σε αυτό το ξεπερασμένο φραντσάιζ, συσκευασμένη σε μια περιπέτεια που δεν προσπαθεί καν να είναι ενδιαφέρουσα, πόσο μάλλον συναρπαστική. Οι ηθοποιοί χτυπάνε κάρτα, τα γραφικά οπισθοδρομούν στη δεκαετία του 2000, τα σαγόνια μας εξαρθρώνονται από τα χασμουρητά και τελικά, όλα κλείνουν με το αναπόφευκτο after-credits scene, που -τι άλλο;- μας προειδοποιεί πως ο Kang είναι ο πιο τρομακτικός, ο πιο ανελέητος, ο πιο σκληρός καριόλης που έχουμε δει ποτέ.